Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Νεράντζι *

Ποτέ δε μ’ άρεσαν οι παρελάσεις. Από παιδί που μ’ έβαζαν πάντα τελευταία σειρά, που δε με έβλεπε κανείς και έπρεπε να καμαρώνω μόνο και μόνο που κατάφερα να μπω στο άγημα. ‘’Κυρία θα ψηλώσω μέχρι την παρέλαση’’, έλεγα στη δασκάλα μου, αλλά εκείνη δε με πίστευε. Γιατί ποτέ δεν ψήλωνα. Αλλά το προσπαθούσα, στο μυαλό μου μέσα το να πατήσω στις μύτες των παπουτσιών μου σήμαινε πως παίρνω αυτομάτως δέκα πόντους ύψος. Μόνο που και τα παπούτσια είχαν άλλη γνώμη, συνωμοτούσαν κι αυτά με το σύστημα που ήθελε τους δασκάλους να παίρνουν χάρακα, μεζούρα, υποδεκάμετρο και να τοποθετούν τα κεφάλια των μαθητών σε φθίνουσα σειρά, ξεκινώντας από τα λελέκια και καταλήγοντας στους κουβάδες. Τα κεφάλια έσερναν μαζί και το σώμα φυσικά. ’’Γιαγιά με είπανε κουβά’’.’’ Αν θες να είσαι κουβάς, μείνε κουβάς’’, μου απαντούσε. Κι εγώ πατούσα πάλι στις μύτες των παπουτσιών μου κι έφευγα απ’ το δωμάτιο.

Κάποτε πήρα μπόι μαζεμένο, έγινα λελέκι, τόσο που αν πήγαινα σχολείο θα με έβαζαν πρώτη σειρά και όχι τελευταία. Εκεί είναι που τρώνε τα πιο πολλά νεράντζια στο κεφάλι, μου έλεγε ένας φίλος μου για να μου γλυκάνει τον πόνο, λες κι εγώ δεν ήθελα να φάω νεράντζι στο κεφάλι για χάρη της πατρίδας. Όμως, δεν το έφαγα. Τουλάχιστον δεν το έφαγα σα μαθητής. Η εμπειρία μου με τις παρελάσεις έληξε έτσι άδοξα. Ούτε που σήκωσα ποτέ τη σημαία, η σημαία ήταν πάντα για τους αριστούχους, αυτούς που ξέρουν να λύσουν εξισώσεις, να φτιάξουν μια περίληψη σε 8,5 γραμμές, να πουν απ’ έξω το Πιστεύω, το Νηστεύω, το Ελπίζω, το Υπομένω, το Αποστηθίζω, το Παπαγαλίζω κι όλα τα ρήματα τα υπόλοιπα που περνώντας απ’ το σχολείο κάνεις κτήμα σου. Η παρέλαση δε σήμαινε ποτέ επαγγελματική αποκατάσταση κι έτσι το Δουλεύω το αφαίρεσαν από τη διδακτέα ύλη. Σήμαινε μόνο καμάρι για τις μανάδες που θα δουν το παιδί τους να σηκώνει την ελληνική σημαία και θα’ ναι σαν να σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλου του κόσμου. Ένας Άτλαντας σ’ ένα ατέρμονο βασανιστήριο. Που ψάχνει έναν Ηρακλή να του φορτώσει την Υδρόγειο. Αν μου ζητούσαν να ντυθώ Ηρακλής, ίσως και να πήγαινα. Θα ρωτούσα όμως πρώτα αν τρώει κι αυτός νεράντζια στο κεφάλι.

Τα στρατιωτάκια μου πάντως δεν έτρωγαν. Κι έτσι όπως μάζευα όλο και περισσότερα, τα άλλαζα θέσεις συνεχώς στο πάτωμα, για να μη μένει κανένα παραπονεμένο. Δεν έβαζα ποτέ σημαιοφόρο ή δεν ξεχώριζα κάποιο απ’ τα υπόλοιπα κι έδινα σε όλους μια μικρή και χάρτινη σημαία. Δεν είχαν μανάδες στο πλάι με τους βαθμούς τριμήνου ανά χείρας, ούτε με αποδείξεις ιθαγένειας, υπηκοότητας ή θρησκευμάτων, ούτε με φωτογραφικές που να συνδέονται στο φέισμπουκ. Και δεν είναι το χρώμα που τα έκανε όλα ίδια. Το πράσινο κυπαρισσί των στρατιωτών μου ήταν κι αυτό μια σύμβαση. Στα μάτια μου ήτανε όλοι ίσοι, όχι όμως και ίδιοι. Είχαν ονόματα, οικογένειες, γονείς αλλοδαπούς ή ντόπιους, φορούσαν σταυρούς, μπούρκες, μπερέδες ή καφτάνια κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Γιατί  παρέλαση δε σήμαινε αγγαρεία, αλλά χαρά. Τέτοια έλεγα και στην κυρία μου και με έβαζε πάντα τελευταία σειρά.

Έπαιρνα λοιπόν κι εγώ στην τσέπη μου κάμποσους στρατιώτες και έκανα επίδειξη στους συμμαθητές μου. Τους έδειχνα ότι όλοι σήκωναν τη σημαία, γιατί όλοι το ήθελαν. Κι αυτοί με κοίταζαν με απορία. Χρόνια αργότερα, που βρέθηκα εγώ σε τάξη δάσκαλος και άλλοι από κάτω μαθητές, τους πήγα να δουν από κοντά τα ίδια αυτά στρατιωτάκια, τους είπα την ίδια ιστορία και δε με κοίταξαν με απορία, ούτε οι γονείς τους. Η κοινωνία προοδεύει σκέφτηκα και θα το πίστευα, αν δεν έπρεπε κι εγώ να παραδίδω βαθμολογίες στους γονείς. Που βαθμολόγησα κι εγώ τη σύνταξη, την πίστη, την προσπάθεια, την άμιλλα. Που ο βαθμός συνειρμικά σε πάει στη σημαία. Και που ο κάθε ένας γονιός θέλει να δει παιδί δικό του να τη σηκώνει, γιατί στο βάθος βάθος νιώθει ο ίδιος πως το κάνει. Ίσως πια όλοι αυτοί οι γονείς να κάθονταν κι εκείνοι  τελευταίοι στις δικές τους παρελάσεις και θέλουν κάποτε να φάνε το νεράντζι τους.

Ίσως και γενικά ο κόσμος να μην προοδεύει. Να αγκιστρώνεται μόνο στις παραδόσεις , περνώντας απ΄ την Τσικνοπέμπτη στην Αποκριά κι απ’ την Αποκριά στον μπακαλιάρο, δίχως κριτήριο, δίχως ένστικτο προσαρμογής ή ανανέωσης των ίδιων των εθίμων. Να περιμένει βαθμούς και το παιδί του να γίνεται Άτλαντας. Να επιτίθεται, όπως σε κείνη τη δασκάλα από τα Σπάτα που νοσηλεύτηκε πριν λίγες μέρες, ύστερα από ξυλοδαρμό, δαγκωματιές και ύβρεις που δέχτηκε από μάνα και γιαγιά παιδιού. Κι εγώ κυρία στεναχωρήθηκα που δε με έβαλες πρώτη σειρά παρέλαση, αλλά δε σ’ έδειρα ποτέ. Γιατί Κυρία;

 Κατά βάθος γιορτάζουμε εθνικές επετείους όταν τυχαίνει να πέσουν Δευτέρα ή Παρασκευή και μνημονεύουμε τους ήρωες που αγωνίστηκαν για να μας προσφέρουν αυτό το τριήμερο το δοξασμένο. Κατεβαίνουμε στις πλατείες και περιμένουμε να δούμε τα νεράντζια να πέφτουν βροχή. Κι εγώ θα κατέβω στην πλατεία. Και θα πάρω μαζί στην τσέπη μου τα στρατιωτάκια , να δουν σε τι κόσμο γίνονται πια οι παρελάσεις . Και θα πατώ ακόμα στις μύτες των παπουτσιών μου.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 13 )

ότι ο γαλλικός κινηματογράφος είναι ο ορισμός του εκλεπτυσμένου και το αντίθετο του μαζικού, χολυγουντιανού. δεύτερη σιγουριά, ότι δε μας φτάνει μια βδομάδα αφιερώματος για να τον εκτιμήσουμε, θέλει και δουλειά κατ'οίκον. Και εκμάθηση της γλώσσας, με τη βοήθεια τραγουδιών όπως τα παρακάτω :

Yann Tiersen - Western / Brigitte Bardot - Moi Je joue / Francoise Hardy - Tout les garcons et les filles / Patrick Bruel - Pour La Vie / Charlotte Gainsbourg - Voyage / Zaz - La Fee / Melody Gardot - Les Etoiles / Edith Piaf - La foule / Jeanne Moreau - Indian song / Yann Tiersen - La Veille / Mirelle Mathieu - Toi et moi / Jacques Brel - Ne me quitte pas / Lara Fabian - Je suis malade / France Gall - Ella elle l'a / Desireless - Voyage Voyage / Benjamin Biolay - Tout ca me tourmente / Les tripletts of Belleville ost - Rendez-vous / Vanessa Paradis - La seine / Mylene Farmer - L'amour n'est rien / Richard Anthony - A present tu peux t'en aller / Julien Dore- Moi Lolita / Patricia Kaas - Mon mec a moi / Yann Tiersen - Kala / Lhasa - La marie haute / Les Surfs - Si j'avais un marteau / Zazie - Je suis un homme / Alison Moyet - La Chanson des vieux amants / Yves Montand - Les Feuilles Mortes / Marie Laforet - Viens viens / Celine Dion - Les jours comme ca / Les parapluies de Cherbourg - main song / Amelie ost - La valse d'Amelie 

Bonus Track : το σημερινό podcast , για εξάσκηση σε τρόπους και αισθήματα.

Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 13/04
Sure About now / clIpartRadio.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αγκίστρι *

Δεν ψάρεψα ποτέ, δεν έπιασα ποτέ στα χέρια μου καλάμι, δίχτυα, αγκίστρια ή δολώματα. Η’ κι αν τα έπιασα, δεν ήξερα μ’αυτά τι ν’απογίνω. Να τα κρατήσω, να μιμηθώ, να τα πετάξω; Κοιτούσα τους άλλους να ψαρεύουν και να το κάνουν καλά, να γεμίζουν τους κουβάδες περηφάνια ή να κρατούν στα χέρια τους τα ζωντανά που σπαρταρούσαν λίγο ακόμη έξω απ΄το νερό, που λαχταρούσαν λίγο ακόμη για νερό. Δεν μπορώ να πω ότι συμμεριζόμουν τη χαρά τους ή πως την καταλάβαινα.  Δεν είναι ότι υποκρινόμουν, πως δε θα φάω από ψάρι που στα μάτια μου μπροστά ξεψύχησε ή ότι ήθελα υπέρμαχος να γίνω των δικαιωμάτων των ψαριών τους. Έχοντας γνώση τι σημαίνει τροφική αλυσίδα, απλώς παρατηρούσα. Και λαχταρούσα μαζί τους λίγο ακόμη για νερό.
Με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου για ψάρεμα, στην ηλικία που, ήθελα – δεν ήθελα, θα τον ακολουθούσα. Μπορούσε να βρει ψάρι σε κάθε θάλασσα, στέρνα, γούρνα, γουλιά και κουταλιά. Το ένστικτο του κυνηγού ήταν κι αυτό κάτι που αγνοούσα. Εν αντιθέσει με το ένστικτο του κυνηγημένου, που με κάθε αφορμή το συντηρούσα και το επαλήθευα. Καθώς δεν έπιανα ποτέ μου πετονιά να την πετάξω, καθόμουν στη γωνιά μου με τον Ποπάυ στα χέρια,  να διαβάζω το σπανάκι μου, να γίνω δυνατότερος μπροστά στου κόσμου τα ψαρέματα. Και δώστου  πετονιά και δώστου σπανάκι. Κάπως έτσι έμαθα ότι ο κόσμος χτίστηκε σε αντιφάσεις. Κάποιος που τρώει και κάποιος που τρώγεται. Κάποιος που ψαρεύει και κάποιος που ψαρεύεται. Κι εγώ ήθελα να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Σ’αυτούς που τρώγονται. Έτσι έμαθα να μην παίζω ξύλο, ακόμα κι αν με κτυπήσουν, να μην απαντώ, ακόμα κι αν με κατηγορήσουν, να μην αντιδρώ, ακόμα κι αν με αγαπήσουν. Το κλείδωμα σε έναν εαυτό είναι της γενιάς μου σύμπτωμα. Που πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, χωρίζεται στα δυο, στα τέσσερα, στα οκτώ και καταλήγει  να’ναι οι αμοιβάδες που δεν ήθελε ποτέ να γίνει.  Να παρατηρεί, να σκέφτεται, να απορεί και να μη δρα. Να περνά από το γέλιο στο κλάμα και να διχάζεται. Ένα σύμπτωμα που θέλει πολύ σπανάκι για να πετάξεις από πάνω σου.

Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, αλλά δεν είμαστε γεννήτορες. Η κοινωνία αποφασίζει για σένα, πού θα ζήσεις, πώς θα ζήσεις, ποιο κράτος θα πληρώνεις όλη σου τη ζωή. Κι ας μην ψάρεψες, ας μην κολύμπησες δίπλα σε μεγαλοκαρχαρίες. Πληρώνεις την αδράνεια που επέδειξες, που είδες το καλάμι να βουτά στη θάλασσα και πίστεψες πώς θα ψαρέψει μόνο τα απαραίτητα του τραπεζιού, τα καθημερινά, όχι τη θάλασσα ολόκληρη. Και όταν άδειασε η θάλασσα, όταν προσπάθησες να κολυμπήσεις κι έπιασες πάτο, προτίμησες να σκεφτείς ότι τα ψάρια μας εγκατέλειψαν. Όχι ότι δεν έμεινε ψάρι ζωντανό να πεις καμιά κουβέντα, να μιλήσετε περί ανέμων και υδάτων, για τη ζωή στα βρώμικα νερά και στους εξίσου βρώμικους καιρούς. 

Με την ίδια λογική, δεν κατόρθωσα ποτέ να πετάξω χαρταετό. Πότε τα ζύγια δεν ήταν στη θέση τους καλά μετρημένα, πότε ο αετός μου δεν είχε κατάλληλο μέγεθος, πότε ο άνεμος δεν ήταν με το μέρος μου ή εγώ δεν ήμουν στο κατάλληλο υψόμετρο. Ή πιο σωστά, δεν είχα ακόμη φάει το σπανάκι μου, για να επιβληθώ σ’ ένα στοιχείο της φύσης. Τις λίγες φορές που δοκιμάσαμε να υψώσουμε αετό, τον πέταγε ο πατέρας μου κι εγώ τον παρακολουθούσα. Να σκίζει τον αέρα, να κάνει κόντρες με τους γύρω αετούς και δίχως ίχνος σεμνότητας να νομίζει ότι θα φτάσει το σύμπαν. Εγώ όμως ήξερα ότι το σύμπαν δεν είναι για τους αετούς. Και το σύμπαν το ήξερε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε να τους τσακίζει τα φτερά, να τους πηγαίνει για εκτέλεση πάνω σε σύρματα ηλεκτροφόρα ή μέσα σε κενά αέρος να τους πνίγει. Έχει πολλούς τρόπους η φύση να σου δείχνει τα όριά σου. Αρκεί η δική σου αλαζονεία να τους βλέπει.

Αν δεν τους βλέπει, δε σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Απλώς εσύ, ματαίως θα κοπιάζεις να ψαρέψεις σύννεφα. Με τον χαρταετό, που χρόνια αργότερα κατάλαβα πως ήταν και αυτός αγκίστρι σου. Αφού πια στέρεψαν οι θάλασσες, αφού η γη δε μας χωρά, ας βρούμε κάπου, κάποιο σύννεφο να κατακτήσουμε. Όχι για να το φέρουμε στη γη, αλλά για να μας ανεβάσει, για να μπορούμε να διαφέρουμε απ’ ότι πια κατηγορούμε. Αν δεν το κάναμε ως τα τώρα, είναι που η φύση αντιστέκεται και τα αγκίστρια μας ξέρει και αποφεύγει. Κι οι ουρανοί αύριο πάλι θα γεμίσουν αγκίστρια κι επίδοξους ψαράδες.

Όσοι δεν πιάσαμε στα χέρια μας ποτέ χαρταετό ή του ψαρέματος καλάμι, θα συνεχίσουμε να τρώμε το σπανάκι μας. Μπορεί μια μέρα να βγούμε στους δρόμους και να τους κάνουμε θάλασσες, με όσα ψάρια δε βρήκαν φωνή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Κι εμείς με την αρμύρα μας, θα κλάψουμε στη γη κι όχι πετώντας. Δεν είναι που δεν έχουμε αγκίστρια να πετάξουμε, είναι που δεν υπάρχουν ουρανοί να μας αντέξουν.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το όγδοο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 12 )

ότι τα ψέματα δεν έχουν ανάγκη αντιμετώπισης μέρας ξεχωριστής, είναι όμως πρόθυμα να παίξουν το παιχνίδι μας και να καμώνονται πως μόνο τις πρωταπριλιές γεννιούνται. και καθώς τα πάντα γύρω μας ισόπεδα σωριάζονται, ο έρωτας αναδεικνύεται το πιο τρανό, πρωταπριλιάτικο αστείο. που το μαντεύεις και το συνοδεύεις,ακούγοντας κομμάτια όπως τα:

Ryan Gosling - You always Hurt the ones you love / Χάρις Αλεξίου - Το ψέμα / Florence & the machine - I'm not calling you a liar / The Pierces - It will not be forgotten / The Clash -Should i stay or should i go / Alice Gold - Runaway Love / Vassilikos - If you go away / Harry Nilsson - Without you / Patti Smith - April Fool / Emeli Sandi - Clown / Queen - You don't fool me / Adele - Rolling in the deep / Billie Holiday - I'm a fool to want you / Μελίνα Μερκούρη - Χάρτινο το Φεγγαράκι / David Bowie - The stars (are out tonight) / Michael Buble - Cry me a river / Peggy Lee - Why don't you do right / Melody Gardot - Who will comfort me / Eminem ft. Rihanna - Love the way you lie / Damien Rice - Fuck You / Marina & the Diamonds - Lies / Κωστής Μαραβέγιας - Δεν με πείθεις / Etta James - Seven days fool / Regina Spektor - Don't leave me (Ne me quitte pas) / Ελένη Δήμου - Δεν πιστεύω / Jack White - Love is blindness / Dido -  Day before we went to war / The Irrepressibles - In this shirt

Bonus Track : το σημερινό μας ψέμα σε μορφή podcast για αποστήθιση


Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 06/04
sUre AbOuT Now / cLiparTradIO.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αλίκη *

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε στην κουνελότρυπα. Κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε και σίγουρη ένιωθε πως δε θα πιάσει ποτέ πάτο, έτσι που γρήγορα κατέβαινε σε έναν κόσμο στροβιλισμένο, που δε βρίσκει στέρεο έδαφος και που δεν έχει πρόγραμμα στεγνώματος, ούτε καν κύριας πλύσης, μόνο στην πρόπλυση ξανά και ξανά μένει το μηχάνημα και στροβιλίζει τα ρούχα, ούτε που καν τα μαλακώνει, είναι με κρύο νερό που βάζεις γρήγορα την πλύση και ούτε ίχνος μυρωδιάς δε φεύγει κι έχουν μια τσίκνα τα ρούχα, τσάμπα το απορρυπαντικό που χάλασες, για να μην πω για το νερό που θα το πεις νεράκι, αν συνεχίσεις να το σπαταλάς και για το ρεύμα που πάνω απ'το κεφάλι σου καραδοκεί για να στο πάρει , καθώς η βασίλισσα παίρνει κεφάλια σήμερα, όπως και κάθε μέρα, γιατί παίζοντας κρίκετ κάποιοι μπαίνουν στον δρόμο της και πώς να το'βρει το σημάδι.

Κι ύστερα η Αλίκη έπεσε. Και βγήκε και περπάτησε στον κόσμο αυτόν τον μικρό, τον μέγα, που Ελύτη γέννησε κι αλήτη επέλεξε, τον κόσμο τον λογικό με τους γάτους του Τσεσάιρ, τους κασιδιάρηδες, που αθωώνονται στα δικαστήρια, γιατί έχουν καλά πια διδαχθεί την τέχνη της εξαφάνισης, δε μένει πίσω ίχνος από έγκλημα, δεν έχουν άλλωστε πατούσες τέτοιοι γάτοι, έχουν το σώμα τους καιρό πια ξεπουλήσει, ένα κεφάλι αναβοσβήνει στο σκοτάδι, όλα τα βλέπει, κρύβεται, γελά κι αφήνει ένα χαμόγελο ένοχο να ξεθωριάζει. Θέλει ο γάτος να κρυφτεί και η χαρά δεν τον αφήνει. Και περπατώντας η Αλίκη, μικραίνει και μεγαλώνει. Και νιώθει ανόητη που ένα σώμα δεν μπορεί να φέρει βόλτα κι αυτό πεινά και πόσο πια να το ταΐζει παραμύθια. Τη νιώθεις και τη συμπονάς. Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

Κι ύστερα η Αλίκη για να φάει δε θα βρει εύκολα, μονάχα τσάι θα την κεράσει ο Μαρτιάτικος Λαγός και παντεσπάνι, σ'ένα τραπέζι που, προτού πεινάσουν όσοι κάθονται, αλλάζουν θέσεις κι έτσι ξεγελούν την πείνα τους κι έρχεται η τσίκνα διπλανή και αδιάκριτη να μπαίνει στα ρουθούνια τους. Κάποια Μαρία Αντουανέτα ελαφρόμυαλη φωνάζει με φωνή όλο ειρωνεία ''αφού δεν έχει ο λαός ψωμί, ας φάει άλογο'', όμως η Αλίκη προτιμά να μην το ξέρει, κι ας νιώθει μέσα της μια θλίψη παιδική για όλα τα πόνι τα μικρά που είχε κι έπαιζε, για όλα τα άλογα τα πράσινα που της τα έταζαν, μα δεν τα έβλεπε μπροστά της να καλπάζουν, μόνο μια γεύση χλιμιντρίσματος στα χείλη έφτανε. Και με τα άλογα και τα παράλογα θα συνεχίσει η Αλίκη να πορεύεται. Και με την τσίκνα που προέλευση  δεν έχει από κρέατα. Δεν έχει νόημα εξάλλου η τσικνοημέρα σε μία χώρα που νηστεία δε γνωρίζει τι σημαίνει ή που νηστεία όλο το χρόνο επωμίζεται. Κι αυτό το ξέρουνε καλά, τόσες χιλιάδες σουβλατζίδικα που χτίζονται στη Χώρα των Θαυμάτων.

Κι ύστερα η Αλίκη θα συναντήσει τους φρουρούς, βαλέδες, ρηγάδες, φιγούρες απλές, που βία ασκούν και μέρες ανοιξιάτικες ή φθινοπωρινές δε λογαριάζουν, που η παγκόσμια κατά της βίας μέρα τίποτα δεν τους λέει, εξάλλου δε χωρούν αυτιά στα τραπουλόχαρτα, δεν έχουν χώρο αρκετό να τα στηρίξουν. Τσίκνα κι εκεί, σ'ανθρώπων έργα, πολλά τραγούδια, πολλοί χοροί, πολλά τα φώτα, όμως η τσίκνα όλα τα βλέπει, όλα τα σκεπάζει, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Και αν η μύτη σου δεν έχασε ακόμα την οσμή της, θα σε πνίξει. Και οι Τρελοκαπελάδες θα σε συνεφέρουν, μόνο και μόνο για να σε κάνουν δικό τους, να σε μυήσουν στο παράλογο, το αναίτιο, το παράξενο. Και θα σου τραγουδούν, μέχρι να καταφέρουν το δικό τους να περάσει:

«Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι στον χορό; 
Θα μπεις ή όχι, θα μπεις ή όχι, θα μπεις λοιπόν να σε χαρώ; » *

Κι ύστερα η Αλίκη θα νιώσει γυναίκα, θα πει στον εαυτό της Χρόνια καλά, θα ανταλλάξει ευχές, φιλοφρονήσεις και κραγιόν μ'άλλες χαμένες ηρωίδες και θα ξυπνήσει πριν το χάσει το κεφάλι της, στα πόδια ξαπλωμένη ενός δέντρου. Και θα γυρέψει απ'την αρχή την κουνελότρυπα, είναι εθισμένη πια από τη Χώρα των Θαυμάτων, από την τσίκνα που ποτίζει τα όνειρά της. Αν κάπου μέσα της υπάρχει κάτι άκαπνο, είναι η φαντασία της. Κι αυτή Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, είναι ο σύγρονος δικός μας Κεμάλ. Που πέφτει συνεχώς στην κουνελότρυπα, καθώς ο κόσμος αυτός δε θ'αλλάξει ποτέ. Αντιλαμβάνεται, μα πώς ν'αλλάξει παραμύθι. Αν συναντούσε πουθενά τον κάποτε δικό μας, τον Ελύτη, μαζί θ'αναφωνούσανε : ''Θεέ μου τι τσίκνα ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε''.

Ε και λοιπόν, θα μου το πεις. Ε και λοιπόν, θα σου το πω.

* μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, ''Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων'', εκδόσεις Printa, 2009

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.