Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

να μου μιλάς με τις σκιές ή με τις νύχτες * ( συνομιλίες Ι )

- Τι είσαι ;
- Με λένε Νύχτα με σκιά και σένα Άνεμο.
- Και πώς φυσάω;
- Όπως νυχτώνω, κάνεις τάχα ότι σφυρίζεις.
- Και το ακούς αυτό το τάχα σφύριγμά μου;
- Ακούω το θρόισμα των φύλλων καθώς γλυστράς ανάμεσά τους κι ήχους γλυκούς μου ψιθυρίζεις.

- Είμαι το όνειρο;
- Αλλιώς κλειδί για να σε ξεκλειδώνω, γιατί να μου χαρίσεις ;
- Φως για να ρίχνω στη σκιά σου.
- Μα αν τη Σκιά μου εσύ αγάπησες, μη θες να τη διαλύσεις.
- Με πόσες άραγε μεταμορφώσεις μπορείς να εισβάλλεις στ' όνειρό μου;
- Μπορώ τη Νύχτα μου να βάψω ηλιοβασίλεμα κι εσύ σε χρώματα μέσα μου να βουτήξεις. Μπορείς τη μέρα να μου φέρεις , μήπως κι αυτή την κάνω νύχτα να την πνίξεις.
- Και πότε θα' ρθουν οι πληγές μας να ενωθούν;
- Κάθε μας μέρα που η Σκιά μου , επιθυμία κι υπόσχεση μαζί θα φλογοπνέει.
- Και κάθε νύχτα , καθώς κοιμάσαι θα μ' ανασαίνεις και θα με πλημμυρίζεις.
- Κι όταν σκαλί για μας άλλο στο ρέμβος μας δεν έχει, εκεί με δίχως μάτια, ψηλαφητά , θα αναζητούμε τις μικρές μας λεπτομέρειες , τις άδηλες.
- Εκεί που οι πληγές μας θα ενωθούν, να καταργούν τη μοναξιά μας.
- Θα είσαι πάντοτε εκεί ;
- Εγώ όσο κι εσύ, να συγκεντρώνεις τις πνοές μου, τις απολήξεις μου και τις αναπνοές μου, τις καταλήξεις μου και τις επιρροές μου.
- Τι είσαι;
- Με λένε απάντηση, όσο και σένα ερώτηση.
- Και πάλι απαντάς στο ''τι'' με ''πώς σε λένε''.
- Αν είμαι κάτι να στο πω, όμως δεν το'χω  μάθει. Το όνομά μου αν το θες να στο αφιερώσω.
- Κράτα το όνομα κρυφό, για μένα είσαι η Νύχτα. Τα μάτια μου με τις σκιές δύσκολα λειτουργούνε, τα χέρια μου χειροπιαστή απόδειξη ζητάνε.
- Τι είσαι; 

- Να με ρωτήσεις άργησες. Η μνήμη μου εξασθένησε. Είμαι αυτό που αύριο δύσκολα θα θυμάμαι.


- ''Τι θέλεις να πεις ; '' σε ρώτησα κι ήταν το τελευταίο που απέμεινε από σένα. Μαζί με το σκοτάδι που άφησες απάντηση να αναπνέω.


Και δίνω μόνος μου απάντηση για σένα, σε τόσα ερωτηματικά που εγείρονται, σε τόσα σου νοήματα κρυμμένα . Είσαι το πεπρωμένο. Αλλά με τι φωνή να στο φωνάξω. 


The Moon and Sleep - Simeon Solomon
* κι αυτό για να μπορώ να σου απαντώ.

Η παραπάνω ανάρτηση προέκυψε και γράφτηκε από δύο πρόσωπα , τις σκιές και τις νύχτες των οποίων σε τόπους διαφορετικούς παρατηρούμε. Ευχαριστώ θερμά τη φίλη μου Κάτια που έφερε λίγη από την έμπνευσή της στη σελίδα μου και της υπόσχομαι να το επαναλάβουμε. Ένα απόγευμα πάλι, στο σπίτι της να τη βασανίζω φράση - φράση.

Εσείς βέβαια μπορείτε να τη βρείτε διαδικτυακά στο δικό της σπίτι , όπου φιλόξενα υποδέχεται το κάθε βλέμμα. ( http://aformisis.blogspot.gr/ )

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Ωκυρρόη (όπως θα λέμε το άφθαστό σου καλοκαίρι)

Είναι ακόμα νύχτα στην Ωκυρρόη, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι πάντα το όνομά του, γιατί κι εκείνο, ζούσε ένα μέλλον. Από αυτά τα δικά μας, που νομίζουμε για αγέννητα και που δε δώσαμε όνομα, παρά τα είπαμε γενικευμένα πιθανότητες. Λες κι όλες οι πιθανότητες πρέπει να μείνουν ικανοποιημένες που κουβαλούν το ίδιο όνομα για να συστήνονται.
Ωκυρρόη , 
όπως θα λέμε ήρθε κάποτε ένα σούρουπο 
δίχως ταχύτητα στα πόδια μου για υπόδημα , 
μ'όλα τα επώδυνα της άνοιξης παντρεύτηκα 
κι έτσι γιατρεύτηκα.


Κάπου λοιπόν, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι το πότε, γιατί η μνήμη μου και ο χρόνος είναι σαν χωρισμένες από καιρό πραγματικότητες, ζούσαν οι δικές σου πιθανότητες, οι αβάπτιστες.
Που τριγυρνούσαν αδέσποτες, και που σε ξένα χέρια τροφή δε ζητούσαν, κολάρο στο λαιμό τους δε θα έβρισκες από ιδιοκτήτη τρίτο και που κανείς δε θα τις έπαιρνε υπό την προστασία του.
Όπου θα λέμε πως η σκέψη μου λαχάνιασε
και πίσω ασθμαίνοντας να δω που' χει ξαπόσταση,
σε κάποια απόσταση θα κάνω πως ξεχάστηκα
και ότι χάθηκα.

Αυτές οι πιθανότητες είχαν όλα σου τα προσόντα, πίναν νερό στο όνομά σου κι ολημερίς κι οληνυχτίς με τη φωτογραφία σου στο χέρι προσεύχονταν για τη δική σου τύχη και ευημερία. 
Ωκυρρόη , 
όπως θα λέμε τις δουλειές μου που με τρέχουνε
και δεν προφταίνω μια βουτιά μες στον ιδρώτα σου, 
να'μαι στα πρώτα σου ερωτήματα αναπάντητος
και γρίφος άλυτος.

Κάπου επομένως, σε ένα μέρος που δε θυμάμαι το πού γιατί αν στο' λεγα μπορεί και να ' θελες να κλέψεις κάποιου εχθρού σου πιθανότητες, περίμεναν και αγωνιούσαν τη στιγμή που θα γυρνούσες το κεφάλι σου σε ξένο τόπο ή σε άλλες πιθανότητες που γέννησες.  
Πότε θα πάψουν οι δουλειές κι οι υποχρεώσεις μου...;
πότε θα 'ρθουν οι διακοπές και οι δηλώσεις μου...
πως θα'μαι απόγευμα και βράδυ και ξημέρωμα
γέλιο και χάδι στο δικό σου το ημέρωμα.

Στην Ωκυρρόη μου έχω τάξει μια ανάπαυλα, στον εαυτό μου μια φυγή. Εκεί λοιπόν γεννήθηκε ο τόπος μου κι η λέξη του, κι ο τόπος μου γίνεται κάποτε θα δεις κι ο τρόπος μου, να ζω, να διηγούμαι τη ζωή κι εμένα μέσα της.
Ωκυρρόη ,
όπως θα λέμε γι' άλματα προς το ταχύτερο,
που' ναι βραδύτερο όταν το συλλαμβάνουμε, 
ν'απολαμβάνουμε το τώρα είν' αναπόφευκτο
είναι το εγώ μου με το εσύ σου ένα στρατόπεδο.

Στην Ωκυρρόη μου εσύ είσαι το πλοίο μου, 
είμαι μονάδα κι εσύ πάντα είσαι το δύο μου.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ζευγαρώστρα

Έναν καιρό και μια φορά 
ήμουν εγώ και ήσουν εσύ.
Τα μυστικά μας, τα μετέωρά μας.
Από τα τίποτα και τα ελάχιστά μας φτιαγμένοι
εγώ το τίποτα,εσύ το ελάχιστο.
Στο κλουβί μας μέσα
που δεν μας εγκλωβίζει, μας προστατεύει
από τις αλλόκοτες πληγές των άλλων 
κρατώντας τις δικές μας , αυτές που παίζουν με τα χρώματά μας,
τις σκέψεις και το μπλέξιμό τους.
Έναν καιρό και μια φορά
ήμουν το μπλέξιμό σου.
Τα μυστικά μας κι αυτά να ζουν μες στο κλουβί, η τροφή και η ανάσα μας.
να είμαι τα μυστικά σου και να είσαι τα δικά μου.
Χωρίς διαστάσεις το κλουβί,
όπως οι πιο μεγάλες αποστάσεις που αχαρτογράφητες κρύβονται μέσα μας.
Να περπατάμε μέλλον .
γιατί όταν για μέλλον σου μιλώ , μιλώ για δρόμους άφτιαχτους
από αυτούς που ' χεις παρέα και χέρια πλεγμένα
και δεν καταλαβαίνεις για πότε τους περπάτησες.
και που χαζεύεις πού και πού τριγύρω, αλλά τα μάτια σου είναι αλλού δοσμένα.
Σ'αυτά τα αντίστοιχα που δρόμο σου δείχνουν.
Κι ακόμα κι όταν τα μάτια κλείνεις, έχεις εξήγηση
αυτό που πίσω από τη φόδρα των βλεφάρων σου πήγε κι αποτυπώθηκε.
Πόσο μελό που κρύβει ένας δρόμος άφτιαχτος και πόσο δε σε νοιάζει.
Σε νοιάζουν μονάχα η μέρα και η νύχτα
και το ανάμεσα αυτό που δεν ορίζεται,
το χαμόγελο που είναι τόσο ορατό όσο για να το πιάσεις στην παλάμη σου,
που το νομίζεις για κρυφό και που σε φανερώνει,
το μετά που είναι ένα νερό θολό όπως σε λίμνη που πέτρα πετάς
και που μετράς έναν προς έναν τους κύκλους,
τα ομόκεντρα λόγια που ξεκινούν από εσένα ή καταλήγουν σε εσένα,
το ευχαριστώ για τις χαρούμενες στιγμές που δε γεννιούνται 
και που τις αγαπάμε όσο τις περιμένουμε
ή για εκείνες που γεννήσαμε κι αυτές μεγάλωσαν εμάς 
και μας ανέθρεψαν, πόσο περίεργο για γέννα.
Έναν καιρό και μια φορά ήμουν η γέννα σου και ήσουν τα φτερά μου.
''γιατί οι άνθρωποι είναι άγγελοι γεννημένοι χωρίς φτερά, 
και τι πιο όμορφο να γεννιέσαι χωρίς φτερά και να τα κάνεις να φυτρώσουν''.*

Aυτή η τόσο δα μικρή συσκευασία που κλουβί το λέω,κρύβει ένα όνειρο αναλογίας αντίστροφης.
Aκόμα κι αν κάνω λάθος, δε θα το πεις ή δε θα πω για φταίξιμο.
γιατί ακόμα και τα φταιξίματα αγαπώ,
τις μέρες που έχουμε κάτι να διορθώσουμε,
και πάντα να υπάρχουν φταιξίματα να μοιραζόμαστε. 
''Tι σημασία έχει η αρρώστια μου και η συμφορά μου όταν έχω τη δύναμη να είμαι ευτυχισμένος;''**
Υπάρχει πέταγμα και είναι σπουδαίο, 
δίχως αναμονή, ρίσκο και φόβο να μας σταματούν.
Και θα φοβάμαι συνετά , μόνο όσο θα επιτρέπω στη φαντασία μου να ατονεί
και τέτοια περιθώρια δε θα της δώσω, να το θυμάσαι.
Θα προσδοκώ ασύνετα, όπως με ξέρεις
κι ας είναι αμετροέπεια εκ μέρους μου τόσο χαμόγελο
έναν καιρό και μια φορά
ήμουν ο φόβος, τα φτερά, η γέννα ,οι λέξεις ,  το μετέωρο
και ήσουν το νερό, ο χρόνος , ο κύκλος, η ευτυχία και το ελάχιστό μου.




Σήμερα σ 'ένα κλουβί ακόμα στο μπαλκόνι μου ,
εκεί που δυο παπαγαλάκια στο δικό τους το ελάχιστο ερωτεύονται
μπήκε η ζευγαρώστρα,
ένα δωματιάκι να στεγάσει αυτό που σίγουρα φοβούνται στα μάτια μου μπροστά να δείξουν.
Εγώ σαν συνωμότης στεγάζω τη δική τους τη χαρά,
τους μιλώ για την αγάπη και για τα λίγα τετραγωνικά που τη στεγάζουν
κι όμως ο κόσμος τους αυτός είναι ένα σύμπαν.
Για παραπάνω φορές και παραπάνω καιρούς
σ'αυτό τον μικρόκοσμο που μοιάζουν τα φτερά μας.



υ.γ. τυχαίνει η σημερινή να'ναι η 200στή μου ανάρτηση. και στην αφιερώνω.

* Ζοζέ Σαραμάγκου , Το Χρονικό του Μοναστηρίου
** Φίοντορ M.Nτοστογέφσκι , O Ηλίθιος

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ήΛιΟν

ποτέ μου άλλοτε όσο τώρα
δεν είχα τέτοια απορία 
αναπάντητη.
λέω , γι' αυτά μου τα μπαλόνια από ήλιον
είμαι εγώ που τα κρατώ
ή κείνα εμένα μήπως;
  
(το ποτέ άλλοτε της απορίας 
είναι που δε ζητάω απάντηση)


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

κάτω από ένα δέντρο λεμονιάς

Κάθε καλοκαίρι στο νησί 
γέμιζα εικόνες το σακ βουαγιάζ  
κυρίως από μεσημέρια στην πίσω την αυλή 
κάτω από το πεύκο το πελώριο
που ήθελες τέσσερις αγκαλιές για να το σφιχταγκαλιάσεις 
να είμαι καθισμένος σε βουνά πευκοβελόνες που θέλουν μάζεμα
καθάρισμα
και να μην ξέρω αν πρέπει να αρχίσω
αφού θα πέσουν κι άλλες 
και ξάπλωνα πάνω τους
σ'αυτό το μαλακό το στρώμα   
και κέρδιζα μια αίσθηση που τη θυμάμαι ως τώρα 
που πεύκο δε βλέπω συχνά  , όλο αναπνοές όμως το κράτησα
σε μυρωδιά καφέ και υγρή βροχή.
Τα βράδια κοιτούσα την απέναντι πλαγιά την ολοσκότεινη
που κάπου κάπου άναβε ένα μάτι
από δωμάτιο σπιτιού και έλεγες υπάρχει
κι άλλος στη νύχτα κάπου φίλος.
Κι ας μην τον συναντούσες ποτέ, 
εσύ κοιτούσες το δικό του φως μέσα στη νύχτα
κι εκείνος το δικό σου.
Ένα από τα δύο κάποια στιγμή υποχωρούσε
ή έκαιγε όλη τη νύχτα που εσύ αποκοιμόσουν με το ραδιόφωνο ανοιχτό
και το μυαλό ποτέ ξεκούραση δεν έβρισκε 
όσο οι μελωδίες το τριβέλιζαν,
μόνο μάτια κλειστά 
και το φως απ'έξω αναμμένο για παρέα.
Τα πρωινά τα πέρναγα γυρίζοντας στα κτήματα
εκεί οπού μαζεύαμε σταφύλια 
κι εκεί που δεν προφταίναμε να κόβουμε καρπούς και τρόφιμα όλο χρώμα.
Στην ηλικία της εφηβείας 
όσα κι αν ζήσεις καλοκαίρια με γονείς και συγγενείς
δεν είναι εύκολο μετά να ξεχωρίσεις, 
γίνονται ίδια στο μυαλό σου,
μαζί και μ' όσες μυρωδιές τα πλύνεις.
Και τα φυλάς μετά έτσι ανάκατα 
κάποιο ντουλάπι θα ' ναι μέσα σου για εκείνα ιδανικό
και ίσως το κλειδώσεις, 
ίσως αφήσεις το κλειδί απάνω να το βρίσκεις εύκολα 
και ίσως ορθάνοιχτο αν τ'αφήσεις δε σε νοιάζει.
Το δικό μου το νόμιζα κλειστό από καιρό
κι όμως η κλειδαριά που είχε έσπασε 
και μία μία με επισκέπτονται οι σκέψεις.

Και σήμερα που τίποτα δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ
μου γέμισε τη μύτη και το νου
η μυρωδιά απ'τα λεμόνια του χωριού
που έτρεχα στο δέντρο μας να κόψω.
Δεν έφτανα και πήδαγα ψηλά, τ'ακούμπαγα στις άκρες των δακτύλων μου
και έσεια τα κλαδιά για όσα πέσουν.
Μία φορά δε θα ξεχάσω πως τρυπήθηκα 
απ'τα κλαδιά τα μυτερά που προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Κι έκατσα κάτω από το δέντρο δακρυσμένος
για κάμποσα λεπτά έκλαψα με αναφιλητά
και δε με ένοιαζε που θα με αναζητούσαν.
Δεν έκλαψα γιατί ήταν τόσος ο πόνος, 
αλλά γιατί στα χέρια μου κρατούσα ήδη κάμποσα.

Κίτρινα άστρα μυρωδάτα. 
Που όμως γυαλίζαν.