Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

κάτω από ένα δέντρο λεμονιάς

Κάθε καλοκαίρι στο νησί 
γέμιζα εικόνες το σακ βουαγιάζ  
κυρίως από μεσημέρια στην πίσω την αυλή 
κάτω από το πεύκο το πελώριο
που ήθελες τέσσερις αγκαλιές για να το σφιχταγκαλιάσεις 
να είμαι καθισμένος σε βουνά πευκοβελόνες που θέλουν μάζεμα
καθάρισμα
και να μην ξέρω αν πρέπει να αρχίσω
αφού θα πέσουν κι άλλες 
και ξάπλωνα πάνω τους
σ'αυτό το μαλακό το στρώμα   
και κέρδιζα μια αίσθηση που τη θυμάμαι ως τώρα 
που πεύκο δε βλέπω συχνά  , όλο αναπνοές όμως το κράτησα
σε μυρωδιά καφέ και υγρή βροχή.
Τα βράδια κοιτούσα την απέναντι πλαγιά την ολοσκότεινη
που κάπου κάπου άναβε ένα μάτι
από δωμάτιο σπιτιού και έλεγες υπάρχει
κι άλλος στη νύχτα κάπου φίλος.
Κι ας μην τον συναντούσες ποτέ, 
εσύ κοιτούσες το δικό του φως μέσα στη νύχτα
κι εκείνος το δικό σου.
Ένα από τα δύο κάποια στιγμή υποχωρούσε
ή έκαιγε όλη τη νύχτα που εσύ αποκοιμόσουν με το ραδιόφωνο ανοιχτό
και το μυαλό ποτέ ξεκούραση δεν έβρισκε 
όσο οι μελωδίες το τριβέλιζαν,
μόνο μάτια κλειστά 
και το φως απ'έξω αναμμένο για παρέα.
Τα πρωινά τα πέρναγα γυρίζοντας στα κτήματα
εκεί οπού μαζεύαμε σταφύλια 
κι εκεί που δεν προφταίναμε να κόβουμε καρπούς και τρόφιμα όλο χρώμα.
Στην ηλικία της εφηβείας 
όσα κι αν ζήσεις καλοκαίρια με γονείς και συγγενείς
δεν είναι εύκολο μετά να ξεχωρίσεις, 
γίνονται ίδια στο μυαλό σου,
μαζί και μ' όσες μυρωδιές τα πλύνεις.
Και τα φυλάς μετά έτσι ανάκατα 
κάποιο ντουλάπι θα ' ναι μέσα σου για εκείνα ιδανικό
και ίσως το κλειδώσεις, 
ίσως αφήσεις το κλειδί απάνω να το βρίσκεις εύκολα 
και ίσως ορθάνοιχτο αν τ'αφήσεις δε σε νοιάζει.
Το δικό μου το νόμιζα κλειστό από καιρό
κι όμως η κλειδαριά που είχε έσπασε 
και μία μία με επισκέπτονται οι σκέψεις.

Και σήμερα που τίποτα δεν είχα περιθώριο να σκεφτώ
μου γέμισε τη μύτη και το νου
η μυρωδιά απ'τα λεμόνια του χωριού
που έτρεχα στο δέντρο μας να κόψω.
Δεν έφτανα και πήδαγα ψηλά, τ'ακούμπαγα στις άκρες των δακτύλων μου
και έσεια τα κλαδιά για όσα πέσουν.
Μία φορά δε θα ξεχάσω πως τρυπήθηκα 
απ'τα κλαδιά τα μυτερά που προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Κι έκατσα κάτω από το δέντρο δακρυσμένος
για κάμποσα λεπτά έκλαψα με αναφιλητά
και δε με ένοιαζε που θα με αναζητούσαν.
Δεν έκλαψα γιατί ήταν τόσος ο πόνος, 
αλλά γιατί στα χέρια μου κρατούσα ήδη κάμποσα.

Κίτρινα άστρα μυρωδάτα. 
Που όμως γυαλίζαν. 

3 σχόλια:

Ξενικός είπε...

όλοι μας έχουμε, διατηρούμε, ένα νησί της εφηβείας, γωνιά παραδείσου, μέσα μας...
Ξενικός

marios104 είπε...

@ Ξενικός : Κι αυτό που διατηρούμε αν το βρούμε είναι ακόμα ένας παράδεισος δίχως κλειδί. Πάντα ευχαριστώ για το πέρασμά σου.

Prisoned Soul είπε...

Συχνά σκέφτομαι το χωριό μου και μου λείπει να είμαι εκεί...
σήμερα μου λείπει ακόμη περισσότερο...

όμορφες αναμνήσεις, παιδικές, γεμάτες ανεμελιά