Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η Παναγία των κλειδιών του

Έπαιζε ώρες με τα κλειδιά του. Τα γύριζε , τα έκανε στροφές, τα επεξεργαζόταν με τα δάκτυλα και τα μάτια. Το μέταλλο πάντα του τραβούσε την προσοχή κι αυτή η τόσο δα μικρή ποσότητα από μέταλλο ήταν σε σχήμα ικανό να του ανοίξει μία πόρτα. Τη δική του πόρτα. Δεν ήταν από αυτούς που συνήθιζε να κρεμάει μαζί με τα κλειδιά του φυλαχτά, ζωάκια σε μέγεθος παλάμης ή μονογράμματα. Ήθελε να μπορεί πάντα να τα χωράει στο ένα του χέρι και να τυλίγει με τα πέντε του δάκτυλα. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ήταν όταν δέχτηκε να κρεμάσει ανάμεσά τους μια μικροσκοπική εικόνα της Παναγίας.

Δεν ήταν άτομο θρήσκο, με τίποτα δεν θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις έτσι. Δε σύχναζε σε εκκλησίες παραπάνω από ότι οι  περισσότεροι γνωστοί του, στις μεγάλες δηλαδή εορτές και κυρίως για να συναντήσει όλους αυτούς που θα σχολίαζαν την απουσία του αν διακινδύνευε να τους τη δώσει. Δεν έκανε το σταυρό του περνώντας έξω από ναούς, ούτε ένιωθε ντροπή για αυτό. Ήταν κάτι που και ο ίδιος αντιπαθούσε σχεδόν να παρατηρεί στους άλλους, το θεωρούσε υποκριτικό εκ μέρους μιας κοινωνίας τόσο αφιλόξενης, να προσποιείται την φιλεύσπλαχνη και ελεήμονα. Αλλά παρόλο αυτά, μια μικρή εικόνα της Παναγίας στόλιζε το μπρελόκ του.

Ο ίδιος καλά καλά δεν το πρόσεχε, αλλά όσοι τα έβλεπαν δεν μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από την μικρή αυτή εικόνα. Σχεδόν ασφυκτικά τοποθετημένη ανάμεσα στο κλειδί της εξώπορτας, της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, του αυτοκινήτου, της δουλειάς και του πατρικού του σπιτιού, στεκόταν μια γυναίκα που δίχως να μπορεί να βγάλει από το στόμα της μια λέξη, αποτύπωνε  με το μισό μέρος του σώματός της, αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πει φωναχτά. 

Το πώς βρέθηκε στα χέρια του δεν έχει τόσο σημασία, αν και το ότι δέχτηκε να την κρατήσει και να την τοποθετήσει σε τόσο περίοπτη θέση, είναι ενδεικτικό της σημασίας που είχε για εκείνον το πρόσωπο που του τη δώρισε. Ήταν ανάμεσα στα λίγα πράγματα που θεωρούσε κειμήλια στη ζωή του - δεν του άρεσε η λέξη, δεν έβρισκε όμως άλλη εξίσου αντιπροσωπευτική  - και δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Σημειώματα μικρά , δήθεν λησμονημένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, φωτογραφίες των γονιών του σε ηλικίες που δεν είχε την ευκαιρία να τους ζήσει και που οι ίδιοι δεν είχαν καν γνωριστεί , μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα με τις κλωστές της μητέρας του και γράμματα του πατέρα του σ'εκείνη όσο υπηρετούσε, την πρώτη του φυσαρμόνικα να του θυμίζει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να τη μάθει να γεννά τη μελωδία της και την παράτησε, και αυτή τη μικρή εικόνα της μητέρας του Ιησού που τη θυμόταν χρόνια ολόκληρα περασμένη με παραμάνα στο μαξιλάρι της γιαγιάς του.

Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του. Ονειρευόταν πολλές φορές τον εαυτό του παιδί να τρέχει στην αγκαλιά της κι εκείνη να τον υποδέχεται με αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Ήταν αυτή που τον μεγάλωσε όταν οι δικοί του χάθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και σαν να της όφειλε τη ζωή του, μέσα του βαθιά την αποκαλούσε μάνα του. Της εκμυστηρευόταν όλες του τις σκέψεις κι εκείνη τον άκουγε ώρες ατέλειωτες χωρίς να δείχνει ποτέ να τον βαριέται. Μόνο πού και πού του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε ένα  '' Καρδούλα μου , άσε με να τελειώσω με τη μηχανή πριν σκοτεινιάσει , ξέρεις ότι τα μάτια μου το βράδυ δεν λειτουργούν'' και μ'ένα φιλί στο κεφάλι του έβαζε μια άνω τελεία στα λόγια του και την άφηνε να πιάνει τη μηχανή και να γαζώνει. Από μέσα του μετρούσε ανάμεσά σε πόσα πατήματά της στο πετάλι  θα γυρίσει να του ρίξει μια ματιά, όπως άλλα παιδιά μετρούσαν δευτερόλεπτα ανάμεσα στις αστραπές για να στοιχηματίσουν αν η καταιγίδα απομακρύνεται ή επιστρέφει.

Δε σκέφτηκε τη δική του καταιγίδα κι αν θα μπορούσε να την προβλέψει, ήξερε όμως ότι κάποτε θα τη ζούσε. Κι όταν η γιαγιά του καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα πια μπορούσε στα χέρια της να τον κρατήσει, ξάπλωνε με το κεφάλι του να ακουμπά στα πόδια της και της ζητούσε να του λέει εκείνη τώρα τα παραμύθια από τη δική της τη ζωή :  πώς γνώρισε τον παππού του, πώς τον αγάπησε , πώς τον παρουσίασε στους γονείς της και πώς γέννησε την πρώτη της κόρη, τη μάνα του. Εκείνη έλεγε ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, χωρίς ποτέ να διαμαρτύρεται. Μια στο τόσο μόνο της ξέφευγε  ένα αχ ή ένα ωχ που εκείνος άκουγε για όχι και τη ρωτούσε ''γιατί λες όχι γιαγιά, εγώ όλο ναι σου λέω σε ότι μου ζητάς''. Εκείνη γελούσε και του εξηγούσε ότι η παραμάνα πάνω στο μαξιλάρι που κρατούσε στη θέση της την  Παναγία κάπως την τσιμπούσε   και εκείνος της απαντούσε '' Η Παναγία δεν τσιμπάει''.

Ήταν αυτή η Παναγία λοιπόν που δέχτηκε σαν ύστατο δώρο από τα χέρια της γιαγιάς του λίγο πριν πεθάνει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε έδωσε ποτέ εξηγήσεις πώς βρέθηκε στα χέρια του. Μία  φορά μόνο που νόμιζε πώς έχασε τα κλειδιά του , ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Τα βρήκε γρήγορα μέσα σε μια τσέπη, όμως αυτό το παρολίγον χάσιμο τον έκανε να μην τα αφήσει ποτέ ξανά από τα χέρια του. Τι κι αν άλλαζε σπίτια, τι κι αν άλλαζε κλειδιά και μπρελόκ , η εικόνα αυτή αυτόματα έπαιρνε τη θέση της εκεί στριμωγμένη ανάμεσα στα μέταλλα που δε λιώνουν ποτέ , μόνο τις πόρτες του ανοίγουν. Ίσως γι' αυτό το λόγο να θέλησε να την τοποθετήσει εκεί , με την ελπίδα να μη λιώσει ούτε κι εκείνη ποτέ. Να είναι εκεί πάντα παρούσα σε κάθε πόρτα που ανοίγει. Με το ασπρόμαυρο πρόσωπο που εκείνος είχε κολλήσει πάνω στη μορφή της Παναγίας και που ελάχιστοι ήξεραν ότι ήταν το πρόσωπο της γιαγιάς του.   

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τσεκούρι + μέλι

*Ζυράννα Ζατέλη ''Περσινή Αρραβωνιαστικιά''

Αν έχω κάπου εμπιστοσύνη είναι στο φως του
ήλιος ζεστός να καίει ,
να τρέχω με τα πέλματα να ψήνονται στην άμμο
ή στα βότσαλα
κι εγώ με μια δική μου άρνηση να επιμένω να τα εκθέτω
σώμα γυμνό ( κι αυτά ) κι η γη με χίλια στόματα εγκαύματα.
Από νερό που δε δροσίζει και σε ιδρώτα 
στάλα στάλα να με εγκαταλείπει
και με μικρούς ,τόσο μικρούς τους αποχαιρετισμούς
αλάτι ανταποδίδω σε αυτό που ήπια μόλις.
Βουτιές και μάτια κατακόκκινα
γιατί βουτιές με μάτια κλειστά δεν είναι φίλοι που γνωρίστηκαν,
άρα με μάτια ανοιχτά
σε ένα βυθό ακόμα,καλοκαίρι ψάχνω.
Κι αυτό που βρίσκω είναι χαμόγελα την ώρα που τα πέλματα μου καίω
και τρέχω στην πετσέτα πάνω 
κάτσε να δεις που κόμπο κόμπο θα σε βρέξω και του λόγου σου
κι ας μη σκουπίσεις αυτό που πάνω στα σκοτάδια μου απλώθηκε.
Το ήθελα το χρώμα να σκουραίνει
και κάποτε να το τραβήξω
δέρμα φιδιού κι ας μη του μοιάζει το δικό μου σύρσιμο.
Δέρμα σαν φύλλο εφημερίδας και αποτυπώματα
ασπρόμαυρα στα δάκτυλα
τα χρώματα είναι γύρω μου παντού κι εκεί θέλω να μένουν.
Να είναι ο ήλιος από πάνω μου σεντόνι τρύπιο, 
λίγος αέρας όσο διαβάζω ένα βιβλίο
και κάπου ανάμεσα στις λέξεις να τραντάζεται το φως/
με τα δικά μου μάτια με μιαν αντηλιά αντιμέτωπα
και μια αιώνια πιθανότητα να με καίει.
Ζεστή η λάμα του πλανήτη μου,
ήλιος τσεκούρι εξολοθρεύει
ένα φθινόπωρο/χειμώνα με αρρώστιες 
κι ίσως γι'ακόμα ένα με προϊδεάζει.
Μα με το μέλι του με κυνηγά και μένα,
λαιμόκοψη ας μου πάρει κι ας είναι πετιμέζι...
έχω το νου μου στις ζεστές πέτρες στα πόδια μου 
για να προσέξω αυτή τη λάμψη της λεπίδας.  

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

vIvRe lIbRe ( oU mOuRir )


‎...κυνηγώντας το κόκκινο στη δύση του 


Ετοίμαζα και πάλι μια βαλίτσα και δεν ήξερα τι μέσα να γεμίσω. Έχω ένα πρόβλημα πάντα με τις βαλίτσες, ποτέ δεν ήμουν ικανός να ξεχωρίσω τα απαραίτητα. Μπλούζες διπλές και τρίδιπλες, δε θα τις βάλω όλες, πουκάμισα σιδερωμένα που θα τα βγάλω με τις ζάρες τους πνιγμένα , κάλτσες τυλιγμένες σε ζευγάρια, εσώρουχα, μια φωτογραφική κι ας ξέχασα να σβήσω από μέσα εκείνες που σε τράβηξα σ'ένα διαμέρισμα με λίγα τετραγωνικά, δύο βιβλία και λόγια σου σημειώματα μέσα θαμμένα στα βιβλία, βερμούδες για τις νύχτες και μάτια ανοιχτά για να μην κλείνουν . Οσα κι αν πάρω στο ζύγισμα τους παραπάνω βγαίνει, πάντα κάτι περισσεύει και αγνοώ αν είναι άχρηστο το βάρος του ή ανάγκη. Το κουβαλώ όμως σε κάθε διακοπή και εναλλάξ τα χέρια μου φουσκώνουν από του βάρους τα λουριά,τα δάκτυλα μου πρήζονται, κουβαλώ πότε στον ένα ώμο, πότε στον γείτονά του όλα τα βάρη.Δικό μου αυτοκίνητο δεν έχω. Δεν το έφερε μέχρις στιγμής η τύχη ή περισσότερο τα οικονομικά μου να αποκτήσω. Μόνο σε μια στιγμή της ζωής πλησίασα στο να πάρω, έκτοτε απομακρύνθηκε και η αφορμή και η επιθυμία. Κι όμως σε ρόδες μέχρι σήμερα μετράω τα ταξίδια μου. Και σε τροχιές, σε μίλια, σε άσφαλτο. Και τα καλά και τα άσχημα μου νέα με ένα ταξίδι τα ξορκίζω. Μπορεί να πιάσει η διαδρομή μιαν άκρη από τις σκέψεις μου να τις ξηλώσει, να αφήσω μια κλωστή του εαυτού μου μέχρι τον τόπο που θα πάω να κρυφτώ κι απ'την κλωστή αυτή να βρω το γυρισμό μου, μπορεί και όχι, να πάω απλώς ταξίδι τα κουβάρια μου και να τα επιστρέψω . Μαθαίνω όμως να τρέχω με τις αναμνήσεις μου τα μίλια, τα χιλιόμετρα, τις διαδρομές και απ'το λαχάνιασμά τους να με πιάσουν,συνήθως ξεθωριάζουν.Και χάνουν λίγο χρώμα από αυτά που κάποτε άλειφα πάνω μου,στον άχρωμο εαυτό μου. Δεν είμαστε αυτό που μας πονάει, αυτό που θυμόμαστε είμαστε. Αυτό καλά το έμαθα. Και τη δική μου συμφιλίωση ονειρεύτηκα. Kαι ξύπνησα για να την ονειρευτώ και πάλι.Είναι ωραίο να θυμάσαι. Να μην πετάς, να κουβαλάς. Κι ένα μικρό από σένα στιγμιότυπο έχει έναν όγκο που δέχομαι να κουβαλήσω. Έτσι λέω, ακόμα η κλωστή σου δεν ξεκίνησε μέσα μου να ξηλώνεται. Και φτάνω κάπου όπου τα ρούχα , τόσα πολλά είναι αδιάφορα απλωμένα γιατί πιο ελαφρύς θα νιώσω και θα θέλω να το κάνω πάνω μου συνήθεια και όχι να το πνίξω. Λιγότερες νύχτες άυπνες να περιμένω τα χαράματα. Γιατί θα έρχονται πάντοτε τα χαράματα, όσο αδύνατο κι αν φαίνεται από την τόση μου απαισιοδοξία. Αν δεν υπήρχαν τα χαράματα, οι νύχτες θα ήταν άδικα φτιαγμένες. Και δεν πιστεύω στο άδικο, κανένα μέσα μου κομμάτι δεν αρκείται στο τυχαίο, ψάχνω να βρω γιατί και συγχωρώ, ψάχνω να βρω γιατί να συγχωρώ, υπάρχει κάτι μες στη λασπουριά* να λάμπει, μπορεί ο ήλιος ο ίδιος να κρυφτεί σε λίγη λάσπη. Kάθε ημέρα και κάθε νύχτα, γεμάτη και άδεια,μας φέρνει κοντά σε ό,τι φοβόμαστε ή σ' ό,τι αγαπάμε.Κρυφά τολμάμε να αγγίξουμε ,δειλά τολμάμε να φωνάξουμε. Αγαπώ, θυμάμαι, πονάω,
μου λείπεις, σε σκέφτομαι, θα ήθελα να ήσουν εδώ,όλα είναι του μέσα μας κραυγές και όμως όλα τα χρωστάμε. Χρωστάμε ένα κυνηγητό στον εαυτό μας, να τρέξουμε πίσω από τα όνειρά μας. Μα είναι δύσκολο να πάψεις το κυνήγι όταν αυτό που κυνηγάς απομακρύνεται. Θέλει κουράγιο να θαυμάσεις και τη δύση του, είτε είναι έρωτας, φιλία ή συναίσθημα γυμνό.  Αν οι μέρες μου είναι θλιμμένες, άλλο τόσο θλιμμένη είναι και η σκέψη των ανθρώπων που με αγαπούν. Κυνήγησα όμως, μέχρι να δω το κόκκινο να κρύβεται και να σιγουρευτώ. Μαζί του οι σκέψεις μου να κρύβονται και μια ανάμνηση που δεν έχει θλίψη , μα χρώμα λευκό, κίτρινο, κόκκινο, ολοζώντανο που δεν ξεθωριάζει. Ερχονται οι πανσέληνοι να κάνουν τη δουλειά που πάντα έκαναν.Με τα φεγγάρια τα γεμάτα αδειάζουν οι άνθρωποι.Αδειάζουμε λοιπόν στο καλοκαίρι. Κλωστές, ίχνη που άφησαν άνθρωποι πάνω μας και μάτια και αποτυπώματα.Αδειάζουμε να μείνει παραπάνω χώρος στη βαλίτσα. Όμως δεν παύω να θυμάμαι. Γιατί αυτό είμαι, αυτό που θυμάμαι. Κι αν επιστρέψω είναι γιατί αρνούμαι εγώ σαν Μάριος να ξεχνάω.

*πέφταν τ'άστρα μες στη λασπουριά (σε στίχο Σταμάτη Κραουνάκη από το τραγούδι ''Αυτή η νύχτα μένει'' που ίσως καλύτερα από τόσα αγαπώ και υπερασπίζομαι) 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Κ.*



Έρχονται οι άνθρωποι απλά 
και έτσι σε βρίσκουν,
σε κάτι απογεύματα, εκεί που ιδρώνεις να ανεβείς μιαν ανηφόρα
εκεί που έχεις στο μυαλό σου δρόμους που δεν υπολόγισες σωστά
και πήρε ώρα παραπάνω να τους φτάσεις.
Και βρίσκεις άνθρωπο εκεί να περιμένει
δίχως βιασύνη
και να σε κοιτάει στα μάτια
-με τις κουβέντες γνωριμία δε γίνεται
είχε πια γίνει από ψυχές η γνωριμία,
όμως τα λόγια βοηθούν να θυμηθούμε πάντα .

Με γράμματα να πέφτουν στο τραπέζι,
να ψάχνω μήπως συναντήσω αυτό το Μ που με ορίζει,
ονόματα, αγάπες, οικογένεια
στα Μ τα βουτηγμένα ψηλαφίζω,
χωρίς να πάει το μυαλό μου πως αλφάβητο
σωστό δεν εννοείται πριν το Κ
Αν δεν περάσω απ'το Κ δε θα φτάσω.  

Ένα λοιπόν γράμμα απλό που με συνόδευσε
Σταμάτης Κραουνάκης στο Βεάκειο
κι εμείς σε μια κερκίδα γνωριζόμαστε 
και πόσο μέσα ένιωθα ότι σε ήξερα.
''Boήθησε με να αποδείξω ότι δεν είμαι μέσα αυτό που το φοβάμαι'' .
Είπες μια φράση που κατέκτησες
και πήρα δύναμη στις τόσες σου ισορροπίες 
να αποδείξω τα δικά μου μέσα όνειρα.
Ενα ευχαριστώ είναι μεγάλο και μικρό,
ένα φεγγάρι είναι ίσως το αρμόδιο να πει 
πόσο χαρά μου έδωσε αυτό το Κ στο φεγγάρι που μοιράστηκε 
πάνω από τους ήχους,ένα χαμόγελο μια παραμονή πανσελήνου.


* όπως λέμε Kατερίνα

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Πράσινη στιγμή

 

Πράσινο τρεχούμενο στο τζάμι
δε στέκει τίποτα πιο πέρα από το πράσινο
κι ούτε το μάτι θέλει κάτι παραπάνω .
Με λίγο ετοιμόγεννο οξυγόνο
όλα τα παραπέρα εξατμίζονται 
και λέξεις γίνονται 
- ένα ''θυμόμουν''
και ένα ''ξεχνάω'' -
πάνω στο τζάμι με το δάκτυλο 
( μια γραφομηχανή δίχως τα πλήκτρα μόνο τους ήχους ) 
να προσπαθώ να το αγγίξω 
μέσα στη χλωροφύλλη 
ένα ποτάμι κάθετο με διαπερνά 
και με καλεί μέσα να πέσω
να βουτήξω .

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Εκκρηρεμότητα *

Ανοίγοντας τα μάτια μου πρωί
ξεχνώ πόσο πρωί έχω ξοδέψει
και σκέφτομαι πόσο έχω ακόμα.
Είναι δική μου εμμονή
κι αυτός ο χρόνος.
Βήματα που με σηκώνουν και πάτωμα από ξύλο ,
παρκέ που το κοιμήθηκα και δέντρο που για τη ζωή του ευθύνομαι .
Καφές ζεστός - και με τη ζέστη παραπάνω τον χρειάζομαι -
και λέξεις σκόρπιες στο μυαλό μου να τεντώνονται
χέρια και πόδια,
τόνοι και άλλα τους σημεία στίξης
μια στίξη μέσα μου δε βρίσκει αρκετές σελίδες για να ξοδευτεί.
Ανοίγοντας το ραδιόφωνο πρωί
στα αυτιά μου μία πείνα περισσεύει
όχι για ήχους που ξαφνιάζουν,
μια ομιλία απολαμβάνω αυτή του Τζούμα
ένα εστέτ μου πρωινό και μια απόλαυση -
γουλιά καφές ,γουλιά και ραδιόφωνο. 
Οι μελωδίες σαν γυαλί και αλουμίνιο,
μια ανακύκλωση δώρο στο περιβάλλον μου
με καφεΐνη να πατώ σ'ένα πεντάγραμμό τους.
Και να θυμάμαι πάντα λόγους που με φέρνουν στους ανθρώπους δίπλα
κι αν δεν τους ξέρω
τους φαντάζομαι λιγάκι
να μοιραστώ ή να τους δώσω κάτι,
μια γουλιά του εαυτού μου καφεΐνη
να τους τονώσω 
να τους χαρώ ή να προδώσω το δικό μου θέλω.
Κάνουν βουτιά στα ερτζιανά οι διαφημίσεις,
χάνουν τ'αυτιά μου προς στιγμή τις μελωδίες
όπως κι ανθρώπους χάνω από αφορμές και λόγους .
Υπάρχουν στόχοι που με βγάζουν στο μπαλκόνι
ανοίγω έντυπα τα νέα στο τραπέζι,
εφημερίδα με γουλιά και λίγο δυνατότερα το ράδιο
τόσο περίπλοκοι οι στόχοι 
όπως και ανάγκες
όπως ελλείψεις πιο βαθιά μου τυπωμένες απ'τ' ασπρόμαυρο.


Πίσω από την πόρτα που κλειδώνεται,
διαμέρισμα μικρό και ρετιρέ,
υπάρχει μία που φραγμούς δε δέχεται ,
ούτε λουκέτα.
Όσα κλειδιά φοράω επιπρόσθετα στις πράξεις μου 
είναι κι αυτά ένα υλικό ανακυκλώσιμο.
Γουλιά λοιπόν και υποδέχομαι
μια μέρα που με ηρεμότητα από την τέντα μου γλυστρά και κάθεται δίπλα μου.
Ανοίγω πόρτες και γελάω 
ανοίγω πόρτες για να δώσω απαντήσεις.
Και ξεφυτρώνουν ήρωές μου από παντού
σαν να΄ναι αυτές οι εκκρεμότητες που θέλουν για να ταϊστούν
κι εγώ παιχνίδι πλαστικό 
ανακυκλώσιμο κι εγώ δίπλα τους πλάσμα
να ετοιμάζομαι τροφή να τους προσφέρω.  

* λέξη επινοημένη για την ''ηρεμότητα'' ( εκκρεμές και εκκρεμότητα ) πάνω από τις σκέψεις 

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.3 (Το πρόσωπό σου δείξε )


Το πρόσωπό σου δείξε
κι αν θες μπροστά μου ρίξε
την αλήθεια
μπορώ να την αντέξω,
σ'εσένα δεν θα τρέξω
για βοήθεια.

Οι δρόμοι θα με μάθουν
κι αυτοί μαζί μου θα'χουν
ένα λόγο
να μη βρίσκουν το τέρμα,
μ'αγγίζεις και το δέρμα
νοιώθει φόβο...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια.

Το πρόσωπό σου νοιώσε,
τα μυστικά σου δώσε...
περιμένω.
Για σένα έχω καπνίσει,
τους πόνους που έχω ζήσει
ανασαίνω ...

Έχεις τόσες πληγές ,
τις κρατάς ανοικτές
σαν παιχνίδι να λάμπουν...

Μα οι άνθρωποι ζουν
και τα λάθη σου αρκούν
στις πληγές σου για νά'μπουν...

Έχεις τόσα γιατί
κι απαντάς με σιωπή
περασμένη στα χέρια.

Σώματα δανεικά
κι ένα είμαι απ'αυτά
τα σβησμένα σου αστέρια...
τα σβησμένα σου αστέρια...

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός. 


Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Λευκή στιγμή

(Benjamin Cottam , White Painting)


Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Ένα τελευταίο παραμύθι και σου υπόσχομαι να κοιμηθώ μετά.
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
μέρα που πέφτω και νύχτα που σηκώνομαι
λευκό να με κοιμίζει και να με αποξενώνει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα και γιατί πρέπει να τον ξέρω.
Για μια ζωή που έπρεπε να σώσει , για μια φωτιά που έπρεπε να σβήσει 
ή μια βροχή που ήρθε αναπάντεχη.
Για ένα σκοτάδι που θα έπρεπε να λάμψει ή που σκορπίστηκε απ' τις ακτίνες του ήλιου.
Μην κλείσεις όλα τα φώτα,άσε ένα μικρό να φέγγει στο δωμάτιο.
Θα τυλιχθώ κι εγώ φόβους λευκούς
να γίνω παραμύθι 
να περιμένω το βράδυ το επόμενο να μάθω τη συνέχεια.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις ;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
λάμψη που ξεκινά μικρή και μεγεθύνεται
λευκό να πλησιάζει και να με καταδιώκει.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα με άρρωστη αγαπημένη
για μια ανίατη ασθένεια που έγινε ιατή ,
για μια αγάπη που γεννήθηκε από ξύπνημα .
Μη μου θυμίσεις την καρφίτσα που την τρύπησε , το μήλο μαγεμένο που την έπνιξε,
ή το αδράχτι που την κάρφωσε στο δάκτυλο. 
Θα μείνω εδώ σε μια γωνιά του κρεβατιού να σε ακούσω
με μάτια πάντα καρφωμένα στο μικρό τούτο φωτάκι.
Ένα προς ένα αν τα ζυγίσεις 
έχει ένα βάρος το λευκό τόσ' αλογάριαστο.
Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Λευκό στα μάτια μου σεντόνι
τόνος με χιόνι που άνοιξη πέφτει και σε σκεπάζει μέχρι το λαιμό μια ψύχρα
τόσο λευκή κι αυτή.
Θα κοιμηθώ να γίνω παραμύθι.
Θα μου πεις για κάποιον ήρωα που μου μοιάζει και για το ρόλο του στην ιστορία που έχασα.
Για τις δικές μου περιπέτειες που έκλεψε, 
για άθλους που μου στέρησε και μάχες που στη θέση μου έδωσε.
Κι αν το λευκό 
είναι ένας τρόμος από μόνος του μεγάλος ,
ένα ακόμα παραμύθι πόσο μεγάλο φόβο κρύβει ;


θα σε κοιτώ να με κοιτάς δίχως να βλέπεις
εγώ τα μάτια στο λευκό το φως το ηλεκτρικό θα έχω
κάπως το φις θα τρεμοπαίζει ,ίσα να με τρομάζει
μέχρι που να χαλάσει τελείως η λυχνία του 
και να χυθεί κάμποσο μαύρο παραπάνω πάνω μου. 
Όπως '' μία Θαλασσογραφία που χάλασε όταν Ο ουρανός χύθηκε στη θάλασσα.''*

Θα μου πεις ακόμα ένα προτού φύγεις;
Μέχρι να ακούσω το θα ζήσουνε καλά κι εμείς καλύτερα
θα κάνω διακοπές πολλές στην ιστορία σου
να δώσω λίγο χρόνο παραπάνω η φυγή σου να αργήσει
και να γίνουν πια τα μάτια μου 
ένα με το λαμπάκι το λευκό 
που τρεμοπαίζει.
Όταν θα πεις τη λέξη τέλος
είναι που θα'χω δει κι εγώ αυτή
την ολόδική μου τη Λευκή στιγμή
τη διαρκείας. 

* φράση παρμένη από την ταινία Lola (1961) του Jacques Demy 

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.2 ( Αν με ακούς )


''Αν με ακούς
κάτι απ'το όνειρό σου έχω
Αν με ακούς
υπόσχομαι να σε προσέχω.

Αν με ακούς
είναι γιατί σου τραγουδάω.
Αν με ακούς
ξέρεις ότι θα σε αγαπάω.

Αν με ακούς
μη φοβηθείς να πλησιάσεις
Αν με ακούς
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
ποτέ σου δε θα με ξεχάσεις...
Αν με ακούς. ''

*Τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή. Πληροφορίαι εντός. 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Καπαρωμένα * αρ.1 (το χρώμα σου)

''Αναζητώ το χρώμα σου,
αντίο λέει το στόμα σου
και το φιλώ
με κόκκινο να βάψω.

Σημάδια ανεξίτηλα,
το χάδι έτσι να κυλά,
με τη φωτιά
το παρελθόν να κάψω.

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

Ξεθώριασαν τα ονόματα
μα μνήμη έχουν τα σώματα
και χρώματα
που πόθησαν θυμούνται.

Τις νύχτες μας τις σκότεινες,
τις κόκκινες μας τις σιωπές
μοιράζουμε
και οι πληγές κοιμούνται...

Δε ζήτησα το αύριο,
δως μου το τώρα άγριο,
ανάγκη έχουν οι μοναξιές να δούνε...
ας είναι άλλη μια φορά να ενωθούνε...

              Αναζητώ το χρώμα σου... ''



* τα Καπαρωμένα είναι μια σειρά στιχουργημάτων προς αναζήτηση μελοποιητή . Πληροφορίαι εντός . 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Bedroom eyes

Mόνος ποτέ δεν είσαι,
είναι πολλά τα μάτια γύρω σου
και σε παρατηρούν
(αν κάτι άλλαξε)
μέσα από τοίχους βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
και ίσα που προλαβαίνεις να τις δεις 
κόρες ματιών ανάβουν σαν μικρές φωτιές 
κι ύστερα πάλι σβήνουν.
Κι όταν ξαπλώνεις οι τοίχοι γέρνουν να σε δουν 
(κι αν κάτι άλλαξε).
Κομμάτι κομμάτι του εαυτού σου
εναποθέτεις σε στρώμα μαλακό
και με σεντόνι να τα σκεπάζει.
Αυτό το σκέπασμα βαρύ όσο ανάλαφρο ακούγεται.
Κι έχεις τα μάτια από τους τοίχους
στα χέρια σου να πέφτουν
(κι αν κάτι άλλαξε).
Δεν έχεις κάτι να τους δώσεις,
τη λαίμαργή τους τη θωριά να την ταΐσεις.
Εσύ που μέχρι πρότινος κρατούσες αγκαλιά 
άνθρωπο νέο
τώρα σου δίνουν λίγο χρώμα να κοιμίσεις.
(Κάπου στις νύχτες έκρυψα κι εγώ την αγκαλιά σου.
Τόσο καλά κρυμμένη
τώρα δεν τη βρίσκω πουθενά)
Να νανουρίσεις εαυτό
ή με το όνειρο να ζήσεις,
κάνεις τις νύχτες σου μια άγρια μαντεψιά
τι απ'τα δύο θα σε κάνει ευκολότερα να χάσεις.
Όχι ότι κέρδισες σε κάτι.
(αυτό ποτέ δεν άλλαξε).
Αλλά τα μάτια θέλουν κάτι να προσφέρεις.
Δίνεις λοιπόν μέρα τη μέρα 
δική σου ολόδικη ματιά 
τόσο επτασφράγιστη στο πιάτο τους
να μη τα δουν τα όνειρα που ζεις 
μες τα μεσάνυχτα
(κι αν κάτι άλλαξε).  


Κρατάω τα μάτια μου κλειστά 
να καταπιώ αυτό το δεύτερο το πρόσωπο που δεν μπορώ να πάψω να απευθύνω.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

τα μάτια της εξόδου


Σε θυμάμαι με το βλέμμα στην έξοδο
να μη χαθείς μέσα στην αίθουσα,
ασφυκτιούσες
από την έλλειψη ένωσης χημικής ,
με δύο λόγια παραπάνω εγκατέλειπες
κι αναζητούσες οξυγόνο φρέσκο.
Δε σου έταξα ποτέ μου το σκοτάδι,
από παιδί απρόβλεπα αυτά μας συναντούν,
σκιές και απαντήσεις που δε γέμισαν κενά.
Υπάρχουν τόσα αφανέρωτα σκοτάδια
κι εγώ δεν ήμουν φανερά ικανός 
λίγο δικό μου φως να σου προσφέρω
να σε κρατήσω αγκαλιά με μάτια ανοικτά να σου φωτίσω
ένα δικό σου δρόμο να ανοίξω , να σε δω να περπατάς 
...και να ψάξω μια ζωή αυτό το φως, ποτέ δε φτάνει η στιγμή για να το βρω.
Ποτό στο χέρι 
και γουλιές με συναντήσεις βιαστικές,
αναμνήσεις που δεν είχαμε ποτέ και όνειρα που δεν κάναμε.
Το εμείς έδινε πάντα μια εντύπωση παραπάνω,
ότι θα μπαίναμε μέσα στον κόσμο τον καταπράσινο που μας περίμενε.
Τώρα το δάσος είναι Μέσα στο ποτήρι κι εμείς το ήπιαμε 
δέντρο προς δέντρο
κι ό,τι οξυγόνο μας απέμεινε
σε φυσαλίδες το κατάπιαμε.
Αναζητήσαμε κάποιον να πληρώσουμε, 
δώσαμε χρήματα τυπωμένα και ζητήσαμε ρέστα,
με άγχος μεγαλύτερο 
και στόχο να περισσέψει κάποιο όνειρο για την επόμενη μέρα αξόδευτο.
Εβαλα το χέρι στις τσέπες μου να βρω το φως που ψάχνεις,
έψαξα δυο και τρεις φορές την κάθε τσέπη
κι ύστερα πάλι.
Εκεί που έβαλα το φως είχα ξεχάσει από πριν λίγο σκοτάδι
ίσα που έφτασε να δούμε πράσινο νέον χρώμα
της εξόδου η ταμπέλα λες και κράτησε τα αποτυπώματά μας.


Κρατάω τώρα στο δικό μου το σκοτάδι
βράδια με αρώματα ξεθυμασμένα,
τραγούδια,ρούχα σου και σημειώματα .
Κάπου ξεθώριασε το άρωμά σου όσο κι αν πάλεψα στη μνήμη μέσα να το κρύψω .
Κάπου το βράδυ δίπλωσε,
τσακίστηκε και με σκέπασε.
Αυτή η ταμπέλα όμως έμεινε εκεί ψηλά να σε θυμίζει και όλα να τα ξεσκεπάζει.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Κόκκινη στιγμή



(Giant Red Spot by Cecil Herring)
Κηλίδα από πινέλο και τριαντάφυλλο,
στο χώμα μου μια μυρωδιά ατόφια πέφτει
κι αν το πινέλο έχω στο χέρι ή το λουλούδι
είναι τα αγκάθια η αφορμή να το μαντέψω.
Στάζουν 
τα δάκτυλα μου λόγια 
που έφτασαν σε σένα και λαβώθηκαν
-Οσμή μου κόκκινη κι αγκάθια τόσα, 
δεν έχω πάντοτε λιμάνι να βουτήξω πλοίο - 
κι έχω τα αγκάθια κάτω απ'το δέρμα να φυτρώνουν.
Φωτιά στο βλέμμα και υπερένταση ,
ένα φεγγάρι χρώμα κίτρινο
σε αναμέτρηση καλεί τα λογικά μου,
σε κάτι τέτοια ξημερώματα δεν έχω αντοχή για αναμετρήσεις.
‎Έχω μπροστά μου τις στιγμές τις κόκκινες 
 ...από αυτές που δεν αρκεί ποτέ το χρώμα να τις βάψεις , 
μην τις πειράξεις σκέφτεσαι και τις χαλάσεις , 
έτσι όπως λάμπουν μυστικά μέσα στα σπλάχνα.
Τραβάω λοιπόν 
μελάνι πορφυρό από το αίμα το ζεστό
και δυνατό με κάνει πάντοτε αυτή η κόκκινη στιγμή.
Που αντιδρώντας κάπως έτσι ισορροπώ 
και μες στα σκoτεινa ανάβω το φανό. 
Ο,τι φωτίζω είναι αυτό που θα κρατήσω
δίχως να μοιάζουν οι σκιές
με αναμνήσεις που να θέλω να θυμάμαι. 
Ό,τι το πριν ήταν πολύ 
τώρα μονάχα με μια κόκκινη στιγμή μου μοιάζει.
Μια κόκκινη στιγμή.