Περνώντας φευγαλέα δίπλα από το κρύο μου ψυγείο
πέφτει το μάτι μου σε ένα χαρτί ζωγραφισμένο
από καιρό να με καλεί να πάρω μιαν απόφαση.
Τι να παθαίνουν τα παιχνίδια όταν τα βαρεθούμε,
να πέφτουν κι αυτά στην πλάνη και τον καταναγκασμό της ανακύκλωσης
ή μήπως να κουρνιάζουν σε γωνιές που δεν αγγίζονται;
Δεν έδινα απάντηση,
μόνο άπλωνα το χέρι
έπιανα το χυμό και το γιαούρτι,
γύριζα το βλέμμα μου αλλού και έσβηνα το φως.
Και στο σκοτάδι της κουζίνας άκουγα πού και πού ένα λυγμό
ένα μικρό αχ τόσο ανεπαίσθητο
όπως ο θάνατος στις λάμπες φτερωτών εντόμων
το καλοκαίρι .
Πάνω όμως στην ψυχρή αποθήκη προϊόντων
που ίσως να καλύψουν πρόσκαιρα την πείνα μου
μια άλλη πείνα αγωνιούσε .
Πεθαίνεις από θλίψη εσύ
το παλιό μου παιχνίδι
κι εγώ ένα κομμάτι θλίψης παραπάνω
γύρω σου να νομίζω ότι ανάγκη δε σε έχω.