Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

ηλιοχαμένοι·

Δίναμε τα χέρια συχνά κι ύστερα τα τραβούσαμε 

Δεν ξέραμε τι κάναμε , 

ίσως θέλαμε να εξασκούμε την αφή 

Να μην ξεχάσουν τα άκρα να αγγίζουν 

και να αγγίζονται 

Το νοιάξιμο ήθελε πάντοτε το άγγιγμα για να ανθίσει 

Δίναμε τα χέρια κι ύστερα γελούσαμε 

Λέγαμε Κοίτα..., Μπορώ ακόμα...,

Δεν είσαι... και Δεν είμαι..., 

Δεν είμαστε...,

Μπορούν ακόμα... , μπορούν...

Και συνεχίζαμε τη μέρα μας, 

τον ήλιο μας, τη θάλασσα , το καλοκαίρι συνεχίζαμε 

Και ρίχναμε κλέφτες ματιές τριγύρω 

Γιατί δε θέλαμε χέρια αλλονών να πλησιάσουν 

Εγώ σε..., εσύ με..., μιλούσαμε με αντωνυμίες 

και σπάνια με ρήματα, 

είχαμε από καιρό περάσει στην κατάσταση 

που ρήμα είχε μόνο η ευθύνη, 

Όποιος πράττει , όποιος παθαίνει,

 κι εμείς είχαμε τρομοκρατηθεί,

μην πράξουμε, μην πάθουμε

Αρκούσανε τα αγγίγματα 

για να μπορεί ο κώδικας να ενεργοποιείται

Κοίτα να μην..., Ούτε κι εσύ..., 

Υπήρχε ο χώρος μας κι ο χρόνος 

Κι όλα τα γύρω δεν υπήρχαν 

Ή κάναμε εμείς πως δεν υπάρχουν 

Κρυμμένοι κι όμως φανεροί 

Πνιγμένοι κι όμως ανασαίναμε

Φαντάζομαι τα χρόνια βοηθούν 

Να ζεις και να αμύνεσαι 

Χωρίς να θέλει κόπο η άμυνά σου 

Κι έτσι που τώρα δεν αγγίζονται οι άνθρωποι 

Που δε φιλιούνται κι από μακριά κοιτάζονται 

Το άγγιγμα μας ήτανε σωτήριο 

Σαν χαραμάδα από την ανάποδη 

Αντί για φως έδειχνε στα σκοτάδια μας 

Εκεί που ξέραμε να μπαίνουμε 

Για να προστατευτούμε 

Όταν οι πάντες γύρω έμοιαζαν 

Τόσο ηλιοχαμένοι •



Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

αγεφύρωτα

 έδινες πάντα συμβουλές •
ταίριαζες πάντοτε τις λέξεις 
με τα βλέμματα και τις χειρονομίες, 
δε φταις εσύ , κοίτα μπροστά, 
θα είμαι πλάι σου , θα δεις, 
ο χρόνος θα σε φτιάξει.
έφτιαχνες γέφυρες κι αγκάλιαζες τα αγεφύρωτα, 
νερά κυλούσανε 
ποτάμια κάτω από τα πόδια σας, 
μα εσύ επέμενες πως στιβαρά θα μείνουν τα θεμέλια, 
δε θα τα σκάψει το νερό, 
κανείς δε θα τα σκάψει.
έδινες πάντα συμβουλές κι είχες το πάντα, 
το ποτέ, το δεν πειράζει, 
το κανείς, όπλα για τη φαρέτρα σου. 
ήταν αυτό που θέλαν από σένα, 
τις γέφυρες, τα όπλα, τα θεμέλια. 
και είχες πια γίνει αρχιτέκτονας,
 οι γέφυρες είχαν το όνομά σου,
 σ’ όλα τα μήκη, τις στιγμές, στων φίλων τις πληγές 
και στων γνωστών, στων συγγενών και στων περαστικών σου, 
χάριζες γέφυρες κι υποδομές που ύστερα θα ξεχνούσαν 
το χέρι το δικό σου ότι σχεδίασε. 
δεν ήταν άσχημο αυτό, ούτε κατακριτέο, 
δεν υποτίμησες ποτέ του αρχιτέκτονα τη δύναμη 
ούτε και την ευθύνη, 
όμως μία στο τόσο έμενες 
χωρίς ανθρώπους γύρω σου και καταλάβαινες 
ότι δεν έχτισες μια γέφυρα για σένα. 
όχι πως μακριά θα πήγαινες 
αλλά οι συμβουλές δεν είν´ σωστές αν δεν τις εφαρμόζεις. 


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Βουτιά

πού είναι επιτέλους 
ρωτούσες πάλι και πάλι 
κι είχα στερέψει από απαντήσεις να σου δώσω 
έλεγα είμαστε κοντά , 
πως δεν αργούσε να φανεί.
εσύ δεν άκουγες καλά,
αρκούσε άκουγες κι αναρωτιόσουν 
τι άλλο πρέπει να του τάξω
λες κι είχε ανάγκη από τάματα ο ερχομός του.
στο τέλος κοιτούσες το παράθυρο 
στεκόσουν στις μύτες των ποδιών
-η θέα σε δυσκόλευε όλο και πιο πολύ 
λες και το παράθυρο ψήλωνε κι άλλαζε θέση 
όσο περνούσε η ώρα-
στα κομμάτια κι η θέα , έλεγες 
και βούλιαζες ξανά στην αγωνία σου.
εσύ δεν ανυπομονείς 
ρωτούσες δεύτερη φορά , μπορεί και τρίτη
δεν κουβαλάω ποτέ μαζί μου υπομονή 
σου έλεγα 
για να σε βλέπω να θυμώνεις 
κι ύστερα σου πέταγα κοχύλια 
-σε κάθε τσέπη είχα κάμποσα να σε ταΐζω- 
Άκου , σου έλεγα 
το καλοκαίρι ανοίγει προς τα μέσα 
κι ύστερα τά’ βαζες στ’ αφτιά σου πάνω 
άραγε γω τι θόρυβο να βγάζω 
αναρωτιόσουν 
κι έβαζα τα δικά μου αφτιά να καταλάβουν. 
κι εσύ σαν καλοκαίρι ακούγεσαι 
έλεγα ψέματα μπας και σε ηρεμούσα.
μα η αλήθεια είναι θόρυβο δεν άκουγα 
κι έψαχνα κάτι να πιαστώ όλο πιο έντονα . 
πού είναι επιτέλους 
ρωτούσα πάλι και πάλι 
κι είχα στερέψει από απαντήσεις να μου δώσω 
Για κοίτα πάλι απ’ το παράθυρο 
σου είπα άλλη μια φορά 
μα δεν το έφτανες 
στην οροφή είχε από ώρα φτάσει το παράθυρο 
και πώς να δεις τη θέα κατακόρυφα. 
Βουλιάξαμε 
μου είπες 
και δεν ήξερα 
αν πρέπει να γελάσω 
ή προς το φως να κολυμπήσω 
Δεν αγαπάω τις βουτιές , θα το θυμόμουν 
σου απάντησα
Και είχες στα χέρια σου μαζέψει
 όσα κοχύλια από ώρα σου πετούσα 
μα δεν χρειάζεται να αγαπήσεις τις βουτιές 
είν’ οι βουτιές 
εκείνες που αγαπάνε τους ανθρώπους , 
μου ‘ πες και μου’ δωσες όλα σου τα κοχύλια. 
Πάρε και πέτα τα ψηλά 
Να δεις ποιο καλοκαίρι θ’ αποδράσει. 

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Τσέπες

συναντηθήκαμε στη μέση του δρόμου·  
γύριζες από περπάτημα,
γύριζα από διακοπές.
ανταλλάξαμε χειραψίες, βλέμματα,
κτυπήματα στην πλάτη. 
σου είπα για τα νησιά, 
μου είπες για τις φωτιές· 
κάπου ανάμεσα σε θαυμασμό και οίκτο σταθήκαμε 
Αμίλητοι, 
με τις σιωπές αυτές που ύστερα 
αναρωτιέσαι πώς γεννήθηκαν.
ο ένας κοίταζε τον ήλιο 
κι ο άλλος τις σκιές.
ύστερα χωριστήκαμε αναποφάσιστοι 
ποιανού η μάτια κουράστηκε. 
γυρίζοντας σκεφτόμουνα τα χέρια σου·
τα έβαλες για λίγο μες τις τσέπες 
κι ύστερα έτρεξαν και πάλι έξω, 
ίσως από αμηχανία , από συνήθεια, 
από ανάγκη... 
δύσκολο να μαντεύεις τις σκέψεις των χεριών.
έβλεπα όμως αμήχανα να κρέμονται, 
χωρίς να ξέρουν αν πρέπει κάτι ν’ ακολουθήσουν 
ή να πιαστούν. 
δεν είχε ίσως σημασία.
πριν κοιμηθώ, σου έστειλα λιγάκι 
από την άμμο των δικών μου διακοπών, 
σε μια φωτογραφία.
δε λερώνει, είπες, δυστυχώς.
θα ήθελες λιγάκι στα παπούτσια σου να είχες 
ή μέσα στις σελίδες των βιβλίων σου 
δεν ήξερα αν πρέπει να σου πω 
ότι γι’ αυτό τα χέρια μου δεν μπαίνουνε σε τσέπες, 
έχω γεμίσει όλες τις τσέπες μου με άμμο. 
ευτυχώς η ζωή δεν μπαγιατεύει, 
ανανεώνεται η σύμβαση με κάθε σου ψευδαίσθηση. 
μέχρι το επόμενο πρωί 
το είχα καταλάβει· 
ή τη σκιά θα βλέπεις ή τον ήλιο 
ακόμα κι αν παρίστανται κι οι δυο στα βήματα σου
εσύ διαλέγεις βλέμμα. 






Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Ανακαίνιση

Ξηλώσαμε ντουλάπες , παράθυρα και πόρτες , 
τι έμεινε απ’ το σπίτι , 
με ρώτησες κι απάντησες :
Ένα κουφάρι  
Δεν είναι λίγο το κουφάρι σου’ πα · 
Άλλοι μ’ ένα κουφάρι ονειρεύονται 
Κι έτσι συνέχισα να ρίχνω στον ακάλυπτο τα μπάζα 
Ξύλα , καδρόνια έφευγαν 
Θόρυβο έκαναν πέφτοντας 
Κάποιοι διαλέγουν όταν πεθαίνουν θόρυβο να κάνουν και κάποιοι όσο ζουν 
Όταν δεν έμεινε τι άλλο να ξηλώσω, 
Στάθηκα για λίγο να θαυμάσω το νεκροταφείο 
Δεν έβλεπα πουθενά ονόματα , 
χρονολογίες ή λόγια συγγενών 
Μονάχα αποτυπώματα στα ξύλα φανταζόμουν 
Το σπίτι ήταν γεμάτο δακτυλιές 
Από ανθρώπους που το αγάπησαν 
το λέρωσαν ή από τύχη το άγγιξαν 
Τώρα θα συνεχίσει με λευκό 
το ποινικό μητρώο 
Να μαζεύει απ’ την αρχή αποτυπώματα. 
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον θαυμάσω 
Αυτό τον λόφο σκουπιδιών που ξεφορτώθηκα 
Κι αμέσως έπιασε βροχή 
Αδίκως προσπαθείς της είπα , 
Δεν παραγράφονται τα τόσα τους εγκλήματα 
Το μόνο που θα καταφέρεις 
Θα ‘ ναι να μοιάζουν τάχα λυπημένα 
Δεν έδωσε καθόλου σημασία
Συνέχισε να βρέχει και δεν είχα πια παράθυρα να κλείσω 
Να μην ακούω τη βροχή και να μη μπαίνει μέσα 
Άνοιξα το ραδιόφωνο 
Και άρχισα να τραγουδώ 
Η ανακαίνιση μου άνοιξε την όρεξη. 


Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Θερινά ηλιοστάσια ΙΙ : σφαίρες

Ποτίζαμε τα μωσαϊκά κάθε απόγευμα. 
Το λάστιχο την είχε τη ρουτίνα του· 
κάθε που έπεφτε ο ήλιος, αναλάμβανε 
να το δροσίσει και το πάτωμα και τις αυλές 
και τις ξυπόλυτές μας φτέρνες. 
Μουλιάζανε τα καλοκαίρια μας μ' αυτό το λάστιχο,
 χρόνια τώρα, 
εργάτης με δίχως απαιτήσεις. 
Πού και πού κάνα ξεμπέρδεμα, 
όταν σκούρα τα έβρισκε κι αυτό με τον εαυτό του ή όταν 
ο λαιμός κόμπιαζε και στάλα νερό δεν έτρεχε. 
Ποτίζαμε τα μωσαϊκά και τα βλέπαμε να στραφταλίζουν· 
Ήλιο δεν είχαν πλέον
να δει τις φαγωμάρες, τις φθορές , 
τα χρώματα που έχασαν τη λάμψη τους · 
μόνο του ίδιου του νερού τη λάμψη έτρωγαν,  
με ίδια κάθε μέρα απληστία 
γνωρίζοντας ότι και αύριο θα επιστρέψει . 

Οι φτέρνες είχαν χάσει τη χαρά αυτή· 
αίσθηση δεν τους έκανε 
νερό , μωσαϊκό , 
είχαν δικές τους έγνοιες να φροντίσουν. 
Πού και πού 
σκουντούσε η μία την άλλη , σαν ένδειξη αλληλεγγύης 
ή σαν παραίτησης. 
Είμαι κοντά σου, έλεγαν 
μ' όλες τις φαγωμάρες μου. 
Απάντηση καμιά δεν έπαιρνε,
ούτε παπούτσι καταδεχόταν να φορέσει. 
Γυμνά τα καλοκαίρια γέρναγαν 
και με το δέρμα τους μονολογούσαν: 
Δε φταις νερό που δε σε νιώθω , δε φταις μωσαϊκό, 
μονάχα εγώ έχω το φταίξιμο 
που έκατσα πολύ κοντά στον ήλιο
ή κάπου που' μοιαζε σε θέρμη με τη σφαίρα του. 
Η μόνη τους διασκέδαση 
να βλέπουν κάθε μέρα να υποκρίνεται το ίδιο το μωσαϊκό 
πως τάχα κορακιάζει , 
κι αυτές μειδίαζαν μ' αυτή την έπαρση 
που νιώθει όποιος δε δίψασε.  



Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Θερινά ηλιοστάσια I : άξονες

Το τραπέζι γέμισε ποτήρια · 
Έβαλε νερά, πολλά νερά, 
το δωμάτιο γέμισε ποτήρια νερά 
κι ύστερα το πάτωμα , οι αυλές, τα μπαλκόνια , 
η ταράτσα γέμισε ποτήρια νερά 
- κανένας δεν μπορούσε να απλώσει ρούχα , 
να τινάξει ή να σκεφτεί να βγει απ' το διαμέρισμα - 
παντού ποτήρια και σταγόνες μαζεμένες , 
φοβόσουν μην πατήσεις πάνω σε ξένους κόπους . 
Δεν είχε σημασία αν το νερό ήταν ζεστό ή κρύο ή χλιαρό 
ήταν νερό , σαν όλα τ' άλλα · 
Αν είχε νόημα να είναι κάτι σαν τ' άλλα όμοιο . 
Ήταν νερό, που δε μιλούσε 
που δε σου μύριζε , δεν έφευγε 
που από μόνο του δεν το κουνούσε ρούπι , 
στη θέση του στεκόταν και σε άκουγε . 
Τι φταίει άραγε κι αυτό , 
ποτήρι πράμα, 
που δεν του έδινε κανένας σημασία . 
Φιλοσοφούσε τη ζωή του και σκεφτόταν 
πόσα νερά άδικα χάμω χύθηκαν 
και πόσα έγιναν ατμός 
πριν ξεδιψάσουν κάποιον . 
Δε φταίει ποτέ ένα ποτήρι που δεν το ´πιασε
αυτός που ήταν διψασμένος , 
ούτε κι ο διψασμένος που δεν ήξερε 
πόσα ποτήρια αλήθεια του αναλογούν. 
Αυτός που γέμισε ποτήρια φταίει. 
Που γέμιζε ποτήρια 
χωρίς να υπολογίσει την απόσταση που είχε κάποιος να διασχίσει · 
Γιατί 'ναι άλλο να διψάς 
και άλλο για ποτήρι να κοπιάζεις. 

λεπτομέρεια από έργο του Χρήστου Μποκόρου

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Μπαλκόνι

Αποχαιρετάμε μία μία τις χρονιές
Και τις σκουπίζουμε, όπως τα φύλλα που πέφτουν στο μπαλκόνι
Τι τις θέλεις τόσες γλάστρες λες,
Αφού μαραίνονται δίχως νερό
Αφού σαπίζουν με παραπάνω ·
Το μέτρο δε μαθαίνεται.
Εμπειρικά μαζεύεις τις χρονιές
Ποτίζεις και τα χρόνια σου
Χωρίς να ξέρεις
Αν μαραίνονται ή σαπίζουν οι στιγμές τους όταν φεύγουν .


Αποχαιρετάμε μία μία τις χρονιές, γιατί δεν ξέρουμε τι άλλο να τις κάνουμε
Μια αποθήκευση όλη κι όλη δεν αρκεί
Δίπλα στη σκούπα , στο φαράσι
Σ' ένα κουτί από παπούτσια που περίσσεψε
οι αναμνήσεις αδικούνται δίπλα σε τόση νοικοκυροσύνη
Καλύτερα να έρχονται και να σε βρίσκουν μόνες τους
Άτακτα
Απεριποίητα
Ακανόνιστα
Όπως κι εσύ
μέσα σ' αυτές λειτούργησες.
Στο κάτω κάτω είναι καλύτερη η έκπληξη όταν μοναχές τους ξεπροβάλλουν και σε βρίσκουν
Εκεί που πίστεψες ότι καθάρισες.


Το μόνο που δε θες να σκέφτεσαι
Είναι μην τις περάσεις για άλλου αναμνήσεις και τις βρέξεις με το λάστιχο·
Η υγρασία καταστρέφει ότι έζησες .


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

αδιάβροχα


συννεφιάζει πιο πολύ 
τις μέρες, τις νύχτες, 
στις μικρές σιωπές ή στα μεγάλα γέλια μέσα
πάνε τα σύννεφα και κρύβονται 
τα ψάχνω κάτω από τραπέζια και κρεβάτια
κάτω από καναπέδες
μαζί με τη σκόνη που κοιμάται ανενόχλητη
τα σύννεφα γεμίζουν χαραμάδες 
που δεν υπήρχαν πριν
τα σύννεφα γεννάνε χαραμάδες
μόνο και μόνο για να έχουν κάτι να γεμίσουν.
λέω καλημέρα 
κι αυτά πάνε και σκεπάζουν τους ώμους μου
γίνονται βροχή και σκέψεις και αναμνήσεις
λίγο απ' όλα γίνονται 
και με ρωτάνε τι θα φάμε, τι θα πιούμε ,
τι θα ζήσουμε.
δεν έχω καταλάβει ακόμα 
με τι κριτήρια σε διαλέγει ένα σύννεφο να κάνει οικογένεια
ή με ποια εσύ αυτό
να κάνεις ουρανό.
αντί να αναρωτιέμαι, 
υποθέτω θα πρέπει με λιγότερες χαραμάδες να μάθω να ζω
ή με λιγότερη σκόνη
ή με περισσότερα σύννεφα
να εξαφανίζουν τις χαραμάδες του νου
κι όλα να γίνονται βροχή.
συννεφιάζει πιο πολύ
γιατί οι ουρανοί βαριούνται το γαλάζιο 
κι εγώ τους ουρανούς.
κάθε τόσο , 
μαζί με τις καλημέρες μου, 
ανοίγω τα παράθυρα μπας και το σκάσουν.
τις περισσότερες φορές φεύγουν 
κάνουν τη βόλτα τους κι επιστρέφουν,
τα ίδια, παρόμοια , ή με παρέα 
άλλες πάλι δεν έρχεται κανένα πίσω 
κι εγώ ακόμα και τότε αναρωτιέμαι τι λάθος έκανα 
και δε θέλουν να γυρίσουν πάλι κοντά μου.
στέκομαι στο περβάζι και τους φωνάζω
κοπιάστε να σας κεράσω κάτι
κοπάστε να σας κεράσω 
έχω κι εγώ δικές μου μπόρες ενδιαφέρουσες. 

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Τελεία


Μπερδεύομαι, μπερδεύομαι συχνά
δεν ξέρω αν μιλάω εγώ
ή οι φωνές που μέσα στο κεφάλι μου πλάθουν ιστορίες.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι
σε ποιανού κεφάλι εγώ πλάθω μια ιστορία
κι ύστερα το ξεχνώ.
Όλα είναι πλασματικά, λέει ένας φίλος μου
ελπίζω αυτός να είναι υπαρκτός.
Όλα είναι προσποιητά,
φωνάζει πότε πότε κάτι μέσα μου
και ψάχνω να βρω πώς μπαίνει κανείς μέσα του.
Μπερδεύομαι, ακόμα το μέσα και το έξω δεν τα ξεχωρίζω καλά
τι πρέπει να λέω και τι ν' αποσιωπώ
στις πόσες φωτογραφίες που αναρτώ
καταπατώ ο ίδιος την ιδιωτικότητά μου
στις πόσες αναρτήσεις που γράφω
αυτολογοκρίνομαι.
Ρωτάω αλλά δεν κάθομαι να πάρω απάντηση.
Μας παίρνει το ρεύμα πρώτα.
Αλλάζουν οι χρονιές
χωρίς να καταλάβουμε αν αλλάξαμε μαζί τους.
Θα μπορούσα να γράφω και να μη βάζω τελεία,
αλλά είναι νύχτα
και οι τελείες τη νύχτα μου αρέσουν.
Τις παίρνω μαζί και τις βάζω κάτω από το μαξιλάρι.
Το πρωί που ξυπνώ, έχουν φύγει.
Κάπως έτσι, ατελής
σας λέω καλημέρα.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Κουβέρτα

Συναντηθήκαμε στην ουρά. Κρατούσαμε ο καθένας από μία κουβέρτα. Ζεστή, διπλή, ανθρώπινη, τυλιγμένη σε σακούλες σκουπιδιών. Πιάσαμε την κουβέντα. Ήμουν αυτός. Φορούσα τσαλακωμένο πουκάμισο, κρατούσα στο άλλο μου χέρι τα κλειδιά μου, το κινητό μου το είχα στο αθόρυβο. Ήσουν αυτή. Κρατούσες τη μύτη σου, σε ενοχλούσαν οι μυρωδιές και βιαζόσουν να φύγεις.  Σε ρώτησα αν έρχεσαι συχνά. Μου είπες «μονάχα όταν έχω πολλές τύψεις». Αποφάσισα να σου δώσω μερικές από τις δικές μου, για να έρχεσαι συχνότερα.

Σταθήκαμε στην ουρά περιμένοντας να παραδώσουμε ο καθένας από μία κουβέρτα. Δε τη χρειαζόμουν, μου είπες. Σπίτι είναι ζεστά. Έχεις ανθρώπους; Σε ρώτησα. Έχω κουβέρτες, απάντησες. Κάπου εκεί γελάσαμε για λίγο κι ύστερα παύση. Από εκείνες τις αμήχανες, που εύχεσαι κάποιος τρίτος να έρθει ανάμεσα να σας χωρίσει. Δεν ήρθε κανείς, παρόλο που γύρω μας υπήρχαν τόσοι. Σε ρώτησα πώς σε λένε. Μου είπες πως δεν έχει σημασία. Ήθελα να σου πω πως προφανώς και έχει.

Η ουρά προχωρούσε. Είχα την πλάτη σου μπροστά μου κι εσύ πότε πότε γύριζες και έλεγες ότι θες να φύγεις. Σου έλεγα ‘’κοντεύουμε’’, χωρίς να ξέρω αν θέλω κάπου να φτάσουμε. Υποθέτω έπρεπε κάτι να πω. Σε ρώτησα αν θα πας κάπου τις γιορτές. Μου είπες δεν έχεις αποφασίσει. Για μένα δε ρωτούσες τίποτα. Ήθελα να σου πω ότι και σπίτι μου έχω κουβέρτες, πως δε δουλεύω και δε θα πάω πουθενά. Αντιθέτως, σιωπηλός ήρθα δίπλα σου, να προχωράμε μαζί την ουρά. Κοιτούσες πάνω από τον ώμο σου και το βλέμμα σου όπως πετούσε κατέληγε στο δικό μου.

Φτάσαμε κάποια στιγμή στην αρχή της ουράς. Μας είπαν ότι είχαν ήδη φέρει πολλές κουβέρτες κι αν έχουμε παλιά ρούχα ή άλλα αντικείμενα να φέρουμε. Αποφασίσαμε να αφήσουμε έστω τη μία και να ξαναπεράσει ο ένας από τους δύο μας. Φεύγοντας την κουβέρτα τη μοιραστήκαμε στα δύο.

*το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της εκπομπής της Όλγας Λασκαράτου στο radiofono.gr και αναγνώστηκε από τον γράφοντα την Τρίτη 29/12/2015

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Έλα


Δε μου άρεσαν ποτέ οι Πρωτοχρονιές.
Όπως δε δίνω σημασία και στις πρώτες κάθε μήνα.
Πολλές προσδοκίες, πολλές αυταπάτες, 
κάπου ανάμεσα να πρέπει να γιορτάσεις,
να ευχηθείς,
να βρεις τη σκέψη τη γλυκιά, 
την πρωτότυπη,
που δεν κολλάει στα δόντια και που στην καρδιά στοχεύει,
να την τυλίξεις λίγη απ'τη στοργή που σου λείπει
και να τη δώσεις.
Ανάμεσα σε μας και τις πρωτοχρονιές
είναι οι εαυτοί που δε γνωρίσαμε
που θα θελαν πολύ να μείνουν μόνοι
με τα παράπονα, 
με τα τραγούδια, 
με τους εγωισμούς τους.
Χρόνε, ήσουν καριόλης
που δε μας έδωσες όσα ευχηθήκαμε
και που μας πήρες όσα κι αν είχαμε.
Δε θα σε βάλουμε κριτή αν τα αξίζαμε.
Χρόνε, στα τσακίδια.
Δώσε μας κάτι που δε θα γερνά και δε θα παλιώνει.
Εκεί θα σε παραδεχτούμε όλοι.
Μέχρι τότε μπορείς να αποχωρείς.
Κι εμείς θα κάνουμε ότι χαιρόμαστε.

Δε μου άρεσαν ποτέ οι πρωτοχρονιές
αλλά μετράω κι εγώ τη ζωή μου με τα βράδια εκείνα
που παίρνω αγκαλιά ό,τι πιο πολύ αγαπώ
κλείνουμε πόρτες, παράθυρα και μάτια 
κι ονειρευόμαστε
το παρελθόν που μας έφερε κοντά 
και το παρόν που μας κράτησε.

Καλή μας χρονιά. Σ' αγαπάω να λες.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

*Κούπα


Μαζεύω από καιρό και τελειωμό δεν έχουν.
Τα ντουλάπια μου γεμίζουν κούπες. 
Μικρές, μεσαίες, μεγαλύτερες, 
λευκές ή μαύρες ή με χρώματα,
δεν ξέρω τι τις θέλω τόσες, 
ούτε ο κόσμος έρχεται στο σπίτι όσο κι αν θα'θελα.
σερβίρω μόνος μου καφέ ή τσάι ή και γάλα μέσα
μια κούπα όλη κι όλη η συνήθειά μου
και μέσα της εγώ να πνίγομαι.
μη σπάσεις κι εσύ, να λέω
μη σπάσεις κι εσύ, μου απαντά.
η κούπα μου κι εγώ , 
φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό κι οι δυο μας
της ανακύκλωσης ψημένο.
η κούπα μου κι εγώ, 
χερούλια μοιραζόμαστε - 
να με κρατάς με προσοχή 
γιατί έχει σπάσει από καιρό το ένα χερούλι
κι αν σκύψεις θα τη δεις την κόλλα που το κόλλησα το σώμα μου.
να με κρατάς με προσοχή
γιατί έχει πάψει από καιρό να μου αρέσει να'μαι απρόσεκτος 
και τη χρειάζομαι να ξέρεις τη φροντίδα σου.
Μαζεύω από καιρό και τελειωμό δεν έχω.
Η ζωή μου γεμίζει κούπες.
Δεν ξέρω τι τις θέλω τόσες,
αφού τη μία αγάπησα, 
αυτή με το χερούλι το σπασμένο.
Τη βάζω με φροντίδα να κοιμάται,
διαβάζω παραμύθια να την πάρει ο ύπνος
κι όσο αναπαύεται 
στέκομαι δίπλα της βουβός και την κοιτάζω.
Πρόσεχε στον ύπνο σου μη σπάσεις.
Στον ύπνο τα κομμάτια δεν ξανακολλάνε. 


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Φύτρες


Όταν νυχτώνει,
φυτρώνουν τα όνειρά μου.
Δε θέλουν φως,
δεν έχουν χώμα ή πιατάκι ή σε γλάστρα μέσα
δε ριζώνουν.
Φυτρώνουν μόνα τους χωρίς να με ρωτούν.
Είναι οι σπόροι ,
οι βλαστοί,
είν΄οι κορμοί μου όλοι
μια φασολιά που φτάνει ουρανό,
χωρίς ποτέ να με ρωτά αν μου αρέσει το σκαρφάλωμα .
Τα ξημερώματα δε βρίσκω τίποτα υπαρκτό να σκαρφαλώσω.
Δε βρίσκω φύλλο , ούτε λουλούδι,
δε βρίσκω ένα τόσο δα καρπό
κάπου το πόδι μου να βάλω,
να'χω να λέω πως το όνειρο μου απέδωσε .
Στο τέλος πάντα καταλήγω τα πόδια μου να ξεμουδιάζω.
Όχι πως είναι και κακό
γυμναστική επίδειξη η ζωή κι εγώ σε φόρμα.

Όταν νυχτώνει,
κρατάω την κοιλιά μου.
Ανοίγω πόρτες και ντουλάπια
και στο ψυγείο πάντα καταλήγω
να ψάχνω στο σκοτάδι κάτι που να μπορεί δέντρο να γίνει.
Τα ράφια νηστικά
κι έτσι όπως πάω να κοιμηθώ
απ'το κεφάλι μου φυτρώνουν τα ζιζάνια.
Χόρτα ανώφελα τις νύχτες μου τραβάω
κι αυτά πολλαπλασιάζονται.
Αν ήξερα τα όνειρα πώς μοιάζουνε,
θα έλεγα στις φύτρες μου απάνω πως ξαπλώνουν. 

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Χόβολη

Σου φτιάχνω καφέ ελληνικό
 - μου αρέσει το λευκό και το γαλάζιο • μια γουλιά για το καθένα - 
Τι θες ; 
Να γίνω η γουλιά σου.
 Τι μπορείς ; 
Να γίνεις κι εσύ.
Σερβίρω σε πιατάκι λευκό - 
κάποτε έκανα συλλογή από πιατάκια χρησιμοποιημένα . 
Τα έβαζα μπροστά μου και τους έδινα ονόματα - 
είχα την Κατερίνα , τον Στέλιο, τον Αντώνη , τη Μάρα 
τις πορσελάνες και τους πηλούς μου - ,  
 σκεφτόμουν τα δάκτυλα που τα έπιαναν , 
τα χείλη που έσκυβαν από πάνω τους . 
Έκανα συλλογή από δάκτυλά που δεν άγγιξα ποτέ- 
σε μια ώρα ανάγκης ίσως μ' αγγίξουν αυτά .
Σου φτιάχνω καφέ , 
όχι για να μπεις κι εσύ στη συλλογή μου , 
αλλά για να γίνω εγώ το πιατάκι στη δική σου 
η πορσελάνη σου
υλικό ακριβό
να έχεις κάπου δάκτυλα ν' ακουμπάς κι ανάσες να γέρνεις .
Εγώ αντιθέτως νομίζω πως γερνώ
δεν είμαι σίγουρος αν μπαγιατεύουν οι αγάπες ,
αν χάνουν τη μυρωδιά τους ή γίνονται όλα ένας ντελβές.
Κάνω συλλογή από λέξεις
με την ίδια συχνότητα που μάζευα πιατάκια.
Δε τους δίνω ονόματα , παίρνω τα δικά τους .
Είμαι ο καφές , η γουλιά και ο ντελβές του.
Εσύ δεν ξέρω τι είσαι.
Οι μυρωδιές του καφέ μας εξημερώνουν . 
Δεν κάνω συλλογές
είμ' ένα μέρος τους πια•
τα δάκτυλα μαυρίζουν στα ντουλάπια . 
Η δική σου μυρωδιά δε μαυρίζει
 ποτέ.
Τη βάζω στη χόβολη
στη χόβολη
και με ζεσταίνει .
Το σπίτι όλο έχει τη μυρωδιά του καφέ σου .
Εγώ εξαρτιέμαι από τους κόκκους καφεΐνης
την ίδια στιγμή που οι κόκκοι γίνονται ανάμνηση .
Σου φτιάχνω καφέ ελληνικό
γιατί δεν έχω άλλη συνταγή να με ζεσταίνει τόσο.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ρολόι χειρός


φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
δε φορούσα ποτέ / όμως τώρα θέλω 
/ χρόνους / καταπακτές / λουράκια και κουμπώματα και μπαταρίες/ 
φρέσκες /
 η φύση έχει τα γρανάζια της / θέλω να έχω τα δικά μου / 
στο παρελθόν ήμουν ξεκούρδιστος / 
τώρα ζηλεύω κάθε μετρονόμο /
 παλιότερα με στένευε / ο χρόνος / στον καρπό/  
φάκα κι εγώ ποντίκι / 
τυράκι χρόνε δώσε μου να σε αντέχω / κι ας μείνω δίχως πόδι /
 δίχως χέρι και ουρά / 
θα γίνεις τρωκτικό κι εγώ το γεύμα σου / 
 φοράω το ρολόι του παππού / τον χάσαμε σαν πέρυσι  σ' ένα νοσοκομείο /
 εκείνος πρόλαβε και βγήκε από τον χρόνο /
 δεν είχε αισθήσεις και δεν έβλεπε τους δείκτες / 
ο χρόνος όλος ετυφλώθη / 
κι εμείς οι σκύλοι του να τον περνάμε πεζοδρόμια / 
είχε καρπούς γυμνός / ήταν ελεύθερος και πέθανε / 
ο χρόνος είναι τελικά αυτό που μπαίνει μες στο χώμα /
 δίχως βαλίτσα / μόνο γροθιές / 
ο χρόνος και οι άνθρωποι δεν συμβαδίζουν / 
ένας καυγάς στο κάτω κάτω / 
θα σου κρατάω μούτρα που μετράς χωρίς εμένα / 
θα σε γιορτάζω σαν επέτειο / σε ξένα χέρια • 
φοράω το πρώτο μου ρολόι / 
ετών 40 το ρολόι / 
εγώ στα 32 / αυτό δουλεύει πιο καλά από μένα 

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

αναπαλαίωση


ξεσκονίζω τις λεπτομέρειες
απ'το πρωί έχω τα μάτια μου να τρέχουν 
οι λεπτομέρειες στη θέση τους 
ατάραχες ή σοβαρές, απαρατήρητες περνούν 
από το βράδυ ως το ζενίθ μου, 
απ' το πρωί ως το ναδίρ μου, 
μια κλίμακα μέσα μου γεμάτη λεπτομέρειες
να πιάνουν σκόνη
κι ένας ανελκυστήρας εγώ
ισόγειο με ρετιρέ
σκάλες, φεγγίτες, ένοικοι
 - μέχρι να φύγει η σκόνη απ'την ταράτσα , 
σκεπάζονται τα πόδια μου 

άλλοι το λένε αλλεργία κι άλλοι αργοπορία 
οι λεπτομέρειες εμένα με γεμίζουν τύψεις 
συρτάρια οι τύψεις 
ντουλάπες οι τύψεις 
κι εγώ μια ναφθαλίνη γίνομαι 
μη με φας σκώρε 
θα σε ταΐσω ρούχα , δέρματα, αγκαλιές 
άσε με να γεράσω στο συρτάρι μου 
να δω τη σκόνη να παίρνει το μπόι μου • 
το επιπλάκι μου δεν αντιλέγει 
κάθε Σεπτέμβρη ανοίγει μια σταλιά τα φύλλα του 
και μπαίνει φως

ξεσκονίζω το φως 
δε θέλω άλλο να με γδέρνει η επιφάνεια 
θέλω να σκάψω από μέσα το επιπλάκι μου 
άσε με σκώρε 
να δω το φως χορτάτος 
κι ύστερα θα ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά 
θα λαχανιάζω 
κι οι λεπτομέρειες μαζί μου 
άμαθες να τρέχουν πίσω μου 
στη θάλασσα θα πέφτουν για νερό • 
οι θάλασσες με συμπαθούν 
για μένα θα τις πνίξουν 
στη θέση τους θα βάλω κάδρα 
όλες εκείνες οι πληγές που έκανα στο πάτωμα σκουπίζοντας 
θα γίνουν έργα τέχνης .