και απορήσαμε
στην πόση υγρασία αντέχει το κορμί ακόμα
λίγο προτού βλαστήσει
αν βρεθεί καθόλου σπόρος μέσα μας αντάξιος .
Δρόμοι που έγιναν ποτάμια
και βάρκες που έφτασαν στα σκαλιά του σπιτιού
να μας πάρουν μαζί τους
στο κάπου
- που το κάπου το λες και πουθενά-
κι εμείς γυρεύοντας το κουπί
κρυμμένο μεταξύ ανελκυστήρα και ισόβιων δεσμών...
Εσύ σβήνεις τα μηχανήματα ,
τα ραδιόφωνα και τους απορροφητήρες και η βροχή κτυπάει τζάμια
στέγες και υδροροές
γλιστράει από τη χαραμάδα της εισόδου και σε αγγίζει
από τα δάκτυλα των γυμνών ποδιών σου
μέχρι την ξερή κοιλάδα του λαιμού σου.
Απορροφά.
Πλημμυρίζει.Αρχίζει και τελειώνει.
Και ύστερα στεγνώνει.
Τη βροχή
Απορροφά.
Πλημμυρίζει.Αρχίζει και τελειώνει.
Και ύστερα στεγνώνει.
Τη βροχή
τη ρούφηξε η τσιμεντένια γη
και βγήκαν τα σαλιγκάρια να πιουν ότι περίσσεψε...
ότι δεν ήπιαμε εμείς κι ότι δεν μας ξεδίψασε.
Τρέχεις στο μπαλκόνι με την ελπίδα να είναι εκεί.
Κοιτάς και το βρίσκεις .
Εκεί. Πέρα από τη θλίψη που κουβαλάς
το χρόνο που δεν σου αρκεί
τα πρόσωπα που λαχταράς
και όσα δεν τολμάς να αγγίξεις.
Ένα τόξο ουράνιο
να το πιάσεις ,να το δεις, να το εκτοξεύεις
και να το φας
να πλημμυρίσει και το μέσα σου από χρώμα
να βρέχει και να λάμπεις.
Κοιτάς και το βρίσκεις .
Εκεί. Πέρα από τη θλίψη που κουβαλάς
το χρόνο που δεν σου αρκεί
τα πρόσωπα που λαχταράς
και όσα δεν τολμάς να αγγίξεις.
Ένα τόξο ουράνιο
να το πιάσεις ,να το δεις, να το εκτοξεύεις
και να το φας
να πλημμυρίσει και το μέσα σου από χρώμα
να βρέχει και να λάμπεις.
από το μπαλκόνι όλα τα ουράνια τόξα που φωτογράφησα ( ικανά να μοιραστούν λίγο απ'το χρώμα τους )