Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

SαNtΈ

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν μου χρειάζεται τσιγάρο
αν έχω σκέψεις που χρειάζονται ομίχλη
να μην τις βλέπεις,
να μην τις βλέπω
να καταρρέουν υπό το άσπρο συννεφένιο βάρος 
να μη μπορεί ανθρώπου μάτι να τις πιάσει,
ούτε σε στόμα δεύτερο να βρουν φωλιά. 
Αν κάπνιζα, θα είχα το ένα να ανάβει πίσω από τ'άλλο
να χτίζω και να ξεφυσώ 
έναν κόσμο για μένα και για σένα
από νεφέλες
κι εμείς τα κουρέλια του
να βουλώνουμε τρύπες σε πόρτες, παράθυρα και τοίχους
να μην υπάρχει έξοδος 
ούτε για μας τους ίδιους.
Να μη θέλουμε ανάσα αλλιώτικη
παρά ο ένας του άλλου.
Κι ας έχει μια τοξίνη ο εαυτός μας παραπάνω.
Να είμαι ένα τσιγάρο ολόκληρο εγώ
από αυτά που την υγεία βλάπτουν σοβαρά
κι εσύ εις γνώσιν σου να με υπολογίζεις
σαν γιατρικό. 
Τώρα που δεν καπνίζω 
δεν είμαι ικανός να χτίσω τις νεφέλες,
δεν έχω χέρια , δεν έχω σπίτι , δεν έχω φωλιά
είμαι μονάχα το κουτί τους.
Ένα κουτί από τσιγάρα να φωλιάσει τις δικές σου σκέψεις.
Κόκκινες και τετράγωνες.
Κι όταν ξεμένει το κουτί από τσιγάρα
και στο επόμενο θα κρύβω τη λαχτάρα μου
μια σπείρα που την έλεγα λαβύρινθο.  


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΣΦΗΚΕΣ *

Κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι τι πρέπει να ξεφορτώσω απ'τη ζωή μου. Είναι σαν τη δική μου Πρωτοχρονιά το καλοκαίρι - με απολογισμούς , με σχέδια και στολισμούς. Kαι σαν Πρωτοχρονιά μου έρχονται τα δώρα, οι αποφάσεις, οι προτάσεις, οι νέες προκλήσεις και προσκλήσεις.
Αυτό το καλοκαίρι - ύστερα από μια δύσκολη χρονιά, που με δοκίμασε και τη δοκίμασα σε τόσα διαφορετικά πόστα - ήρθε κάτι καινούργιο. Που όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Το λένε ''Σφήκες'' και το έγραψε ο Αριστοφάνης. Αυτός που δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ λίγο καιρό πριν ότι θα έπιανα να αναμετρηθώ - και που σαν ρήμα ακόμα, αναμέτρηση δεν το λες, απόπειρα μόνο από σεβασμό εκπορευόμενη.

Ο Νίκος σκηνοθετεί, ο φίλος Γιώργος από το παρελθόν υπογράφει τη μουσική κι εγώ τους στίχους των χορικών. Και όλο αυτό το λες ανυπομονησία, χαρά μεγάλη και χαμόγελα οκάδες.

Εύχομαι να σας συναντήσει και να το συναντήσετε κι αν κάτι σας πει, γράψτε δυο λογάκια εδώ ή σε mail, έτσι για να βελτιωνόμαστε.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Ρένια Πετράκη
Διασκευή - Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Νίκος Ορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη
Πρωτότυπη μουσική: Σιτώτης Γιώργος
Στίχοι: Μάριος Μάζαρης
Χορογραφίες: Μαρίζα Τσίγκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Πηνελόπη Ζαλώνη
Μακιγιάζ: Λένα Χανιωτάκη 

Κορυφαίος του Χορού ο Τάκης Ζαχαράτος !

Τους ρόλους ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Στέφανος Απέργης, Ρένια Αχιλλεοπούλου, Γιώργος Βούλγαρης, Βανέσα Γούπιου, Θάλεια Γρίβα, Ισιδώρα Δωροπούλου, Παναγιώτης Θεοδώρου, Μάριος Κραββαρίτης, Παναγιώτης Κυριακού, Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος, Στράτος Λύκος, Γκέλυ Μητροπούλου, Φωτεινή Μπακλατζίογλου, Καίτη Μπουγαδάκη, Φώτης Πυριτίδης, Λευτέρης Ραπτάκης, Διονύσης Σάββας, Κέλλυ Σπάνθη, Εβίτα Συρίγου. 


Πρεμιέρα 25/7 στο Δημοτικό Θέατρο Νέας Ερυθραίας, Αθήνα και μετά συνεχίζουμε με : 

27/7  Ρέθυμνο - 28/7  Αρχάνες-Ηράκλειο - 29/7  Μίνωας-Πεδιάδος Ηράκλειο - 30/7  Σφακιά -  1/8 Ακράτα - 2/8  Μεγαλόπολη - 5/8  Κύμη - 6/8  Ωρωπός -  7/8  Γρεβενά - 8/8  Κοζάνη - 9/8 Καλαμπάκα -  10/8  Γιάννενα - 20/8  Αρχαία Ολυμπία - 21/8  Ναύπλιο -  22/8  Καρπενήσι - 24 /8 Βόρεια Κυνουρία - Άστρος -  25/8 Λιβαδειά /  29/8 Κυλλήνη – Λεχαινά -  30/8 Κέρκυρα - 1/9  Σκύρος - 4/9  Αργυρούπολη (ΑΘΗΝΑ) -  5/9  Βόλος -  14 /9  Λάρισα


* όπως λέμε κάτι που με κέντρισε

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Βασιλικός *

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορώ να θυμάμαι περισσότερα. Να θυμάμαι πράγματα που συνέβησαν χρόνια πολλά πίσω, με λεπτομέρειες, με ονόματα, με πρόσωπα και ρούχα που φορούσαν, με εκφράσεις του προσώπου τους, με τικ, με μορφασμούς και με κινήσεις των χεριών τους. Κι όχι απλώς αναρωτιόμουν, στεναχωριόμουν, γιατί πολλές από τις αναμνήσεις μπερδευόμουν και δεν ήξερα αν τις έζησα πραγματικά ή τις φαντάστηκα, ήθελα τόσο να τις ζήσω και τις έπλασα. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο παρελθόν, θα το έκανα, μόνο και μόνο για να γυρίσω στην παιδική μου ηλικία, να δω τον εαυτό μου φρεσκογεννημένο, σαν ζεστό ψωμί, που περιμένει χέρια να το πιάσουν, και να δω ποια υλικά είναι δικά μου πράγματι και ποια τρώγονται. Δεν είναι πολλές οι αναμνήσεις που μπορείς να ανασύρεις από την παιδική σου ηλικία, το ξέρω.  Είναι μια χούφτα αλεύρι και μια θερμοκρασία που σε ζέστανε, είναι ψωμί, είναι μπουκιές, είναι νερό σε κυπελλάκι πλαστικό κι αγκαλιές.

Οι αγκαλιές από την άλλη, ήταν ανέκαθεν μια μνήμη ισχυρή, που δεν μπορούσε κανένας χρόνος να τη σβήσει. Ακόμα κι αν οι άνθρωποί σου έφυγαν, ακόμα κι αν δε θες άλλο ανθρώπους σου να τους αποκαλείς, οι αγκαλιές τους έμειναν πίσω, έγιναν δέρμα σου, έγιναν στρώσεις, που η μία αντικαθιστούσε την άλλη, κι εσύ τις φύλαγες όλες αυτές τις στρώσεις, σαν του φιδιού τα πουκάμισα. Το φίδι ήσουν πάντα εσύ. Εσύ, εγώ, εμείς, που στον χρόνο πάνω σερνόμαστε και αναζητούμε θηράματα, τροφή και ζεστασιά. Κι αλλάζουμε πουκάμισα, όταν η αγκαλιά βαριά μας πέσει. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να αλλάξω πια πουκάμισο, ότι η αγκαλιά θέλω να γίνει δέρμα μου κι εγώ δικό της. Και κάπου να βρω μία γωνιά, να αποβάλλω όσο δηλητήριο μου αναλογεί σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν το λες μια αυτοάμυνα το δηλητήριό σου. Θέλω να ζήσω δίχως άλλη τέτοια αυτοάμυνα, δίχως πίκρες και  δίχως άλλη χολή. Γιατί και η χολή μας, μοιάζει σαν του Προμηθέα το συκώτι : πάντα παραμένει άθικτη για τον επόμενό μας στόχο. Ακόμα κι αν η δική μου αφαιρεθεί, πάντα πλεόνασμα θα υπάρχει εκεί έξω.

Το δικό μου το πλεόνασμα είναι σε μυρωδιές. Μπορώ περήφανα να πω ότι η μνήμη μου έχει μεγάλες αποθήκες. Κι ίσως αυτό το αντιστάθμισμα μου αφαιρεί εικόνες. Αλλά κι οι μυρωδιές έχουν μια μαγική, δική τους ικανότητα να με πηγαίνουν πίσω κι εικόνες να αναπλάθουν. Μυρωδιές από λεμονιές στο νησί κι εγώ να είμαι ξαπλωμένος από κάτω τους, από ασβέστη κάθε καλοκαίρι στα σκαλιά που έβαφε ο παππούς μου, απ’ τα τσιγάρα του πατέρα μου και την εικόνα του να τα καπνίζει, απ’ τα μαλλιά της γιαγιάς μου, από τις γάτες τις αδέσποτες που έδινα ονόματα κι από καφέ ελληνικό και μάτια που κοιτάζουν μη φουσκώσει. Η καρδιά μου είναι γεμάτη από μάτια που φρόντιζαν να μη φουσκώσει παραπάνω. Και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη νιώθω, όταν τα σκέφτομαι. Γιατί και η σκέψη είναι μια ανάμνησή μου διαρκείας. Που δε μαραίνεται, που δεν το χάνει το άρωμά της. Είναι σαν φύλλα από βασιλικό, που σου τρυπάνε τα ρουθούνια και οι κινήσεις των δακτύλων σου που τα χαϊδεύει. Κι ύστερα, με δάκτυλά μυρωμένα, είσαι κι εσύ ο ίδιος βασιλικός , ίσως ακόμα και βασιλιάς. Γιατί κάποιος από μικρό παιδί σε έχρισε τέτοιον.

Στη μάνα μου άρεσε πάντα ο βασιλικός. Ήθελε – και θέλει- να έχει μια γλαστρούλα στο μπαλκόνι της τα καλοκαίρια, να τη βλέπει, να την ποτίζει, να τη μυρίζει. Κι εγώ μαζί της ήθελα το ίδιο. Πολλά μου θέλω κι επιλογές ήταν δικά της ποτίσματα. Και δεν το ήξερα, είτε το ήξερα και κρυφογέλαγα, γιατί μου άρεσαν. Όπως μου άρεσε πάντα, παιδί να είμαι με το κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια της και να με νανουρίζει με το Que sera sera , γιατί η ζωή ήταν πάντα κάτι απρόβλεπτο κι εσύ η πρόβλεψη να το περάσεις και να χαμογελάσεις. Όπως μου άρεσε που ερχόταν κι έφερνε το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου κι εγώ δήθεν ντρεπόμουν, όμως την έψαχνα σε κάθε διάλειμμα, μήπως φανεί. Κι έστεκε και χαμογελούσε, ακόμα κι όταν έλειπε. Από τότε χαμογελώ κι εγώ, γιατί χρωστώ πολλά χαμόγελα σε κείνη και θέλω κάπως να της τα ανταποδώσω. Ακόμα κι αν έμεινα μικρός σαν βασιλιάς, δεν ξεχνώ σε ποιον χρωστώ αυτό μου το βασίλειο. Κι η ίδια συνεχίζει να μου χαμογελά, κι ας μη με βλέπει όσο συχνά θα ήθελε, κι ας μη τρώμε μαζί τα μεσημέρια, κι ας μην έχω τρόπους πολλούς να της δείξω την αγάπη μου. Έχω πάντα όμως τη μυρωδιά της μαζί μου και το νανούρισμα.

Σήμερα τα νανουρίσματα ίσως να είναι ξεπερασμένα. Ίσως τα νέα παιδιά δεν έχουν όνειρα ή όρεξη να κοιμηθούν να τα γυρέψουν. Ίσως δε βρίσκουν εύκολα τις αγκαλιές που επιθυμούν.

Βασιλικοί όμως δεν έπαψαν να φυτρώνουν κι οι μυρωδιές τους κάτι να σημαίνουν. Η γιορτή της μητέρας είναι κι αυτή μια διαρκής ανάμνηση, ένα γλαστράκι βασιλικού κι ένα ευχαριστώ που μ’ έχρισες βασιλιά. Είναι μια χούφτα εικόνες, είναι το μπάνιο που κάνεις στα χέρια της παλεύοντας με αφρούς και παπάκια, είναι οι αναμνήσεις όλες που θα ήθελα να επαναφέρω στο μυαλό μου, είναι τα τραγούδια, τα νανουρίσματα, το καμάρι της και το δικό μου, είναι οι μυρωδιές και οι εκφράσεις της, είναι τα παραμύθια που πλάθει καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, όσο σου δίνει μπουκιά μπουκιά το φαγητό σου, κουταλιά κουταλιά το φαρμακό σου, αγκαλιά αγκαλιά τη δυναμή σου. Κι αυτή η αγκαλιά είναι το δέρμα που ξέρω πως ποτέ δε θα φύγει από πάνω μου.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο πέμπτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου: Προσευχή*

Έπαιρνα πάντα πέντε κεριά. Ούτε τέσσερα, ούτε έξι. Μόνο πέντε, όσες και οι ευχές μου ή αλλιώς οι παρακλήσεις μου. Αν ήταν παραπάνω από πέντε, έπρεπε να στριμωχτούν, να αγκαλιαστούν σφιχτά για να χωρέσουν ή μία από αυτές ή παραπάνω να περιμένει τη σειρά της, για άλλη επίσκεψη στην εκκλησία.  Που μπορεί, μέχρι τότε, να μην υπάρχουν ευχές παραπανίσιες ή να μην έχω θέληση κεριά ν’ ανάψω. Κάθε κερί, εξάλλου, ήταν κι ένας μικρός θάνατος. Που καιροφυλακτούσε η καντηλανάφτισσα να τον τελέσει. Ένα προς ένα, προτού καν στρέψεις το κεφάλι σου, έβλεπες τα κεράκια να βυθίζουν το δικό τους το κεφάλι στην άμμο. Οι ευχές έκαναν πάντα τον ίδιο ήχο καθώς έσβηναν, ένα απαλό τσιγάρισμα πάνω στην άμμο. Και το παγκάρι ήταν γεμάτο από τέτοιους μικρούς θανάτους, που περίμενε ο καθένας τους τη στιγμή που θ’ αγοράσεις τους δικούς σου. Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά να ξόδεψα ως σήμερα, να δω τις ευχές μου έτσι να τσιγαρίζονται.

Ο αριθμός 5 δεν ήταν τυχαίος. Ήταν τα δάκτυλα που είχα να μετρήσω, οι αφιερώσεις και οι ελπίδες μου οι άνθρωποι γύρω μου να είναι καλά, οι άνθρωποι που πέθαναν να αναπαύονται,  να με θυμούνται οι μοίρες όταν μοιράζουν καλοτυχία και ο εαυτός μου, όταν λαθεύει, να επιστρέφει. Όσα κεριά κι αν άναβα, ο εαυτός μου επέστρεφε ταπεινωμένος, εσταυρωμένος κι αναστημένος. Γιατί έπρεπε να την περάσει τη διαδικασία, γιατί δε θα μπορούσα να περάσω κατευθείαν στην ανάσταση, γιατί έτσι φτιάχτηκαν όλες του κόσμου οι αναστάσεις  πώς να το κάνουμε, απ’ τα δικά μου τα πεσίματα, που έπρεπε κάθε φορά να είναι και πιο μεγαλειώδη. Και κάθε φορά η ανάσταση είχε και άλλο χρώμα. Δίχως όμως λαμπάδα.  Οι λαμπάδες συνήθως κυκλοφορούν γεμάτες παιχνίδια και κορδέλες και στρασάκια και φιογκάκια και δεν αφήνουν χώρο ν’ ανάψει το φιτίλι. Κι αυτό από μόνο του πάλι τις ζωές μας μου θυμίζει, που δεν άφησαν χώρο να ανάψει το φιτίλι. Καλοκαιριάζει θα μου πεις και τι να το κάνεις το φιτίλι με τέτοιον ήλιο . Ο ήλιος θ’ αναλάβει να μας φωτίσει και να μας κάψει. Αλλά χωρίς να μας ζεστάνει.

Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να μας ζεστάνει. Δεν έχω καν μια πληροφόρηση πόσοι από μας αντιλαμβάνονται το κρύο, ακόμα και με 40 βαθμούς υπό σκιάν. Που δε σου φτάνει μια κουβέρτα, που δε σου φτάνει μια αγκαλιά, θέλεις να δεις ανθρώπων έργα φωτιά να βάζουν μέσα σου. Και δεν τα βλέπεις. Και πας και ανάβεις τα κεράκια σου και θες τα χρήματά σου να πιάσουν τόπο στο παγκάρι. Γιατί αλλιώς Θεός δε γίνεται απένταρος. Έχει κι αυτός τα έξοδα συντήρησης. Θυμάμαι που συνόδευα τη γιαγιά μου στην εκκλησία και της ζητούσα συνεχώς ψιλά να ρίξω στο κουτάκι, να πάρω τα κεράκια, να πιάσουν οι ευχές. Μεγάλωσα πιστεύοντας πως οι ευχές είναι συντριβάνια για τουρίστες, που πρέπει κέρματα να δώσεις αν θες να σε προσέξουν, είναι κεράσματα στις Μοίρες στο τραπεζάκι δίπλα απ’το κρεβάτι και κουραμπιέδες στον Άγιο Βασίλη κάτω απ’το χριστουγεννιάτικο το δέντρο. Μεγάλωσα κι εγώ στη λογική του παζαρέματος, να μου δώσεις, να σου δώσω, να τις αξίζεις τις ευχές και να τις αγοράσεις. Κι αγόραζα κι εγώ ευχές, μέχρι που τέλειωσαν τα χρήματα. Κι έτσι με άδειο πορτοφόλι, φοβάσαι ο Θεός μη και δε σε υπολογίζει στα τεφτέρια του.

Ποιος είναι Θεός για τον καθένα είναι συζήτηση μεγάλη, που για να την κάνεις προϋποθέτει ψυχραιμία και λογική. Τίποτα από τα δύο δε συναντάς εύκολα πια, παρά μόνο ανθρώπους που ξέχασαν τα παιδικά τους χρόνια που προσεύχονταν πριν κοιμηθούν, που ζητούσαν συγγνώμη κι έλεγαν ευχαριστώ, που είχαν μια καλή κουβέντα για το καλό σου και μια παρήγορη για το πέσιμό σου. Η ανάσταση δεν έρχεται πια εύκολα, όσο η Σταύρωση. Και σκέψου βάρος στις τσέπες των ανθρώπων με τόσα καρφιά που κουβαλούν, που δε τους μένει σπιθαμή υφάσματος να βάλουν ένα χαμόγελο. Κάποιο τεφτέρι εκεί ψηλά έχει πάρει φωτιά, αυτό σκέφτομαι. Όχι κάποιου Θεού, ποτέ δεν ήμουν υπέρμαχος συγκεκριμένης θρησκείας. Ήμουν όμως υπέρμαχος του σεβασμού. Σε ό,τι διαφέρει απ’ τα δικά μου θέλω, γούστα και κεριά. Ο καθένας ξοδεύει τις ευχές του κι εγώ δεν ήθελα ποτέ καντηλανάφτης να γίνω κι ευχές να τσιγαρίζω. Θα λαχταρούσα λίγη παραπάνω καλοσύνη, αυτή, την καλοσύνη των Ξένων, όπως είπε μια ηρωίδα του Ουίλιαμς. Κι αυτή την καλοσύνη των ξένων να αναλογιστούμε, αν είμαστε ικανοί να την προσφέρουμε οι ίδιοι σε άλλους ξένους γύρω μας.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Πέραμα. Εκεί γεννήθηκα , εκεί μεγάλωσα. Πέραμα σημαίνει και πέρασμα, όπως και Πάσχα το ίδιο σημαίνει. Ανέβαινα λοιπόν κάθε Μεγάλο Σάββατο στην ταράτσα του σπιτιού μας μ’ ένα βιβλίο και περνούσα ώρες ατέλειωτες. Ήταν το μόνο μέρος που νόμιζα κανείς δε με φτάνει, καμιά ευχή μου δεν τσιγαρίζεται κι εγώ ο ίδιος σαν κερί δε θα μπορούσα να λιώσω. Κοιτούσα τον ήλιο, με κοιτούσε κι αυτός, δεν ήξερα τι ένιωθα ακριβώς, όμως δεν κρύωνα. Δεν είχα κέρματα μαζί μου, ήταν ανέξοδη η πίστη κι η προσευχή μου. Κι έτσι μπορούσα ελεύθερα να πω ότι δεν πίστευα σε κανένα Θεό και ότι πίστευα σε όλους. Κυρίως πίστευα σε ανθρώπους, που Θεό κρύβουν μέσα τους και που μπορούσαν θαύματα να κάνουν και να μην κρατούν τεφτέρια. Μεγαλώνοντας αναθεωρώ και εύχομαι αν υπάρχει Θεός, ένας ή παραπάνω, να σκίσει τα τεφτέρια του και να δώσει μιαν Ανάσταση ακόμα. Και οι άνθρωποι να σταματήσουν να Σταυρώνουν για να μπορέσουν να την αντιληφθούν.


αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Κουβάδες

Γέμιζα κουβάδες όλο το πρωί.
Και κάθε κουβάς είχε μια θλίψη,
που δε γέμισε αρκετό από το χάος μου
που με άφησε να γυρεύω τον επόμενο.
Το πάνω πάτωμα αποφάσισε μέσα στη νύχτα να πλημμυρίσει.
Και το έκανε με φωνές
και το έκανε με κλάμματα.
Πήρα αγκαλιά έναν κουβά και άρχισα μαζί του να μιλώ.
Του ζήτησα βοήθεια
να με στεγνώσει ή να με κρύψει
στο κρύο του μέταλλο να με φωλιάσει.
Και το έκανα με θυμό
και το έκανα με λαχτάρα.
Το πάνω πάτωμα δεν έλεγε να αλλάξει χαρακτήρα
κι ένιωθα εγώ πως πρέπει να αλλάξω.
Οι τοίχοι έσταζαν, σαν κεριά που έλιωναν
και που δεν είχα ανάψει, ούτε προσευχηθεί.
Κάθε που ένιωθα τον εαυτό μου να βυθίζεται
πέταγα τον σταυρό μου στον κουβά
σαν να’ταν Θεοφάνεια.
Τον άφηνα πνιγμένο στο κολύμπι του.
Κι ο ουρανός είχε πια γίνει ένα πελώριο σφουγγάρι
όχι από κείνα που σε πλένουν,
αλλά από κείνα που σε σβήνουν.
Κι έτσι σβησμένο με αφήσαν και ανώφελο.
Κάποια στιγμή το πάνω πάτωμα σταμάτησε νερά να στάζει
κι αναρωτήθηκα γιατί το δικό μου δε λέει να στεγνώσει.