Τις περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Χωρίς να ανοίγομαι
πολύ, χωρίς να ξέρω αν η θάλασσα έχει κάποια σιγουριά να μου προσφέρει ή κάποια
αγκαλιά να μου ανοίξει. Κολυμπούσα μέχρι εκεί που δε φοβόταν η μάνα μου πως θα
πνιγώ, μέχρι εκεί που την ορατότητά της ικανοποιούσα και τη δική μου
αυτοπεποίθηση έπνιγα. Το πνίξιμο είναι το μόνο εύκολο στις ζωές των ανθρώπων :
άλλος πνίγει τα θέλω του, άλλος τα πρέπει του, άλλος τον εγωισμό, τα λάθη, τα
συγγνώμη του. Με τα δυο χέρια κάτω απ’ το νερό, που δεν αφήνει αποτυπώματα και
ίχνη από το έγκλημα. Αυτό που ζούμε είναι ό,τι περισσεύει από το πνίξιμο. Και
το λέμε καθημερινότητα και τύψεις πού και πού. Οι καθημερινότητές μας μοιάζουν
αρκετά. Όλοι έχουμε μια ορατότητα να
ικανοποιήσουμε, μια θάλασσα να βουτήξουμε και μια δειλία να κρυφτούμε. Τις
περισσότερες φορές κολυμπούσα δειλά. Γιατί έτσι είχα μάθει, γιατί με φόβιζαν με
ιστορίες για ανθρώπους που ένα κύμα τους πήρε και δεν έμαθα ποτέ πού τους πήγε κι
εγώ αυτός που έκλαιγα, ένας ανύπαρκτός τους συγγενής.
Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι, αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα.
Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα, δίχως μια χαραμάδα φωτός , χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται , για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την αδιαφορία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια , όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό : ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, να θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, να θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμο που μας σκεπάζει.
Η συγγένεια για μένα δεν ήταν ποτέ κληρονομική, μόνο τις παθήσεις μπορώ έτσι να χαρακτηρίζω. Η συγγένεια ήταν και είναι επίκτητη. Με όσα αγαπάς και δε σε πνίγουν. Με όσα δεν κουράζεσαι να συναντάς. Η θάλασσα είναι μια τέτοια συγγενής μου. Κι ας έχω πάντα τρακ απέναντί της. Είναι το τρακ του σεβασμού απέναντι σ’ αυτόν που υπολογίζεις. Αυτή η συγγένεια με δένει με τόσους άλλους ανθρώπους και το τρακ πολλαπλασιάζεται. Προτιμώ να πηγαίνω σε θάλασσες απόμερες, άδειες αν είναι δυνατόν, να κολυμπώ. Δίχως να πρέπει στα μάτια να δω πολλούς ανθρώπους, να πρέπει να αιτιολογήσω γιατί την αγαπώ. Ή να μη δω άλλον κανέναν από μένα περισσότερο να το κάνει. Κι αυτό να είναι η κόντρα στην ανασφάλειά μου, το γεγονός ότι μόνος στην παραλία δε θα ΄χω κάποιον να φωνάξω για βοήθεια αν χρειαστώ. Τις περισσότερες φορές πια που κολυμπώ, αναρωτιέμαι, αν θα γίνω κι εγώ ιστορία στα χείλη κάποιου. Για τότε που κάπως με πήρε η θάλασσα και κάπου με παράτησε. Με αόριστες περιγραφές, για να μη λυθεί ποτέ το αίνιγμα αν αφέθηκα.
Πολλοί είναι πια οι άνθρωποι γύρω μου που έχουν αφεθεί. Σε μια στρεβλή πραγματικότητα, δίχως μια χαραμάδα φωτός , χαμόγελου ή αισιοδοξίας. Πολλοί που πνίγονται σε κουταλιές νερού και κουταλιές θαλάσσης. Ή θέλουν να πνίγονται , για να μπορούν να αιτιολογούν αυτή τους την αδιαφορία ή τη γκρίνια τους, για να μπορούν να ζητούν βοήθεια , όταν σε συνθήκες ξηράς κανείς δε θα πίστευε ότι την αξίζουν. Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω ποιοι είναι ποιοι, θα ήμουν κι εγώ αυστηρός και άδικος, όπως δε θα ήθελα και σε μένα εύκολα να φοράνε ταμπέλες. Ένα στοιχείο ακόμα που μου αρέσει στη θάλασσα είναι αυτό : ότι σε δέχεται δίχως ταμπέλες. Είτε λευκός, είτε ψηλός, είτε μπακάλης ή λεπρός, η θάλασσα δεν είναι εκεί για να σε κατηγοριοποιήσει. Οι κατηγορίες είναι των ανθρώπων προνόμιο. Όπως και το να χωρίζουν τη θάλασσα σε πλαζ επισήμων, σε ιδιωτική και δημόσια, να θες εισιτήριο για το νερό που σε ξεπλένει και σε καταπίνει, να θες πορτοφόλι για να βαπτιστείς, να ποτιστείς, να ελευθερωθείς, χαρτονομίσματα για να ξαπλώσεις, όχι πάνω στην άμμο, αυτό από μόνο του θα έδειχνε υποταγή στη φύση και στο ελαφρύ χώμα της άμμο που μας σκεπάζει.
Πριν κάμποσα χρόνια , κατά τη διάρκεια διακοπών σε ένα
πολυσύχναστο νησί, συνάντησα ένα γεροντάκι , που είχε ένα σπιτάκι χτισμένο πάνω
σε έναν λόφο. Το σπιτάκι θα το έλεγα καλύτερα καλύβα και τον λόφο θα τον έλεγα
γκρεμό. Έμαθα πως έχτισε μόνο του το σπίτι του, με όσα υλικά μπορούσε να
συγκεντρώσει, και ξεκίνησε να μένει εκεί πρώτα τους μήνες του καλοκαιριού,
ύστερα προστέθηκαν της άνοιξης και του φθινοπώρου, και τέλος μπήκαν και του
χειμώνα μέσα. Το σπίτι αυτό δεν είχε υδροδότηση και φυσικά ούτε ηλεκτροδότηση.
Κι όμως το γεροντάκι το περιέγραφε σαν παλάτι. Δεν είχε ποτέ πια περάσει από τον
νου του σκέψη να το εγκαταλείψει και να
μείνει με άλλους συγγενείς, να έχει το νοιάξιμο , τη φροντίδα της άμεσης
ανάγκης. Και δεν μπορούσες να λυπηθείς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί η φωνή του
έσταζε χαρά. Γιατί το βλέμμα του σε χόρταινε. Κι αν τον ακολουθούσες, σου
έδειχνε το καμάρι του : τη θέα από την πίσω του αυλή. Η θάλασσα στα πόδια του.
Όταν ήταν νεώτερος , μου είπε , έπεφτε για μπάνιο από κείνο ακριβώς το σημείο.
Ένα μακροβούτι από ύψος τουλάχιστον 6-7 μέτρων. Τον ρώτησα αν φοβήθηκε ποτέ
αυτές τις βουτιές. Τι να φοβηθώ , μου απάντησε. Η ίδια η ζωή με φοβίζει
περισσότερο. Από κείνη τη συνάντησή μας έμαθα κι εγώ να φοβάμαι λιγότερο τη
θάλασσα.
Δεν κολυμπούσα πια δειλά ή δεν το καταλάβαινα. Άρχισα να μπαίνω
όλο και πιο μέσα στα νερά της και να πλάθω διαλόγους μαζί της. Δεν έδινε
εύκολες απαντήσεις, ούτε είχα ποτέ την ψυχραιμία να δεχτώ τα δικά μου
φταιξίματα. Ναι, η ζωή ήταν απείρως πιο δύσκολη . Ναι, η θάλασσα είναι απείρως
πιο παρούσα απ’ ό,τι νομίζουμε. Συνεχίζοντας να μας παρατηρεί να πνιγόμαστε σε
κουταλιές, σε δάκρυα, σε αναφιλητά, σε αυτοκτονίες, σε χρεωκοπίες, είναι εκεί και
περιμένει. Να την αγκαλιάσουμε δε θα μπορέσουμε ποτέ, γιατί δεν έχουμε χέρια
ούτε τον εαυτό μας ακόμα να αγκαλιάσουμε. Κάποιοι ενήλικες μας φόβισαν κι εκεί.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να αφήσουμε να πλύνει από πάνω μας
την πόλη. Κι αν θα το κάνουμε, να το κάνουμε αθόρυβα. Όπως αθόρυβα τα
γεροντάκια του παρελθόντος φοβούνται τη ζωή που ζούμε εμείς οι επαναστάτες του
καναπέ, του διαδικτύου και της 3G
υπομονής.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.