Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ούζο

Τον στολίσαμε,
του βάλαμε το καλό του το κοστούμι,
του ξυρίσαμε το πρόσωπο,
εκτός από το μουστάκι που είχε από μικρός ακόμη,
του βάλαμε μαζί να'χει τα στέφανα του γάμου του
για να μπορέσει εύκολα να βρει τη γιαγιά μου
και τον φιλήσαμε
κρύο το μέτωπο
αλλά δικό του.
κρύα και τα χείλη μας μετά.
κάπως έτσι έγινε η ταφή του.
απλά.
με όσα κλάματα αντέξαμε.
τον είδαμε να κατεβαίνει
το χώμα είχε ανοίξει σαν αγκαλιά γύρω του
εμείς μείναμε να τον κοιτάμε
κάμποσες ρίζες λιγότεροι.
ήπιαμε καφέ, ήπιαμε κονιάκ,
φάγαμε παξιμάδι, ψαρόσουπα και κόλυβα
λίγες ημέρες μετά.
το εθιμοτυπικό μας το τηρήσαμε.
το βράδυ της κηδείας
όταν γύρισα πια σπίτι
ήπια μισό μπουκάλι ούζο,
το ποτό σου.
Δεν ξέρω αν ήθελες ,
μέθυσα όμως εγώ για σένα παππού. 

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

προσαρμογή

δώσε μου λίγο τον σεπτέμβρη σου. λίγο, δε θα τον χαλάσω. 
δεν έχω τόση οικειότητα μαζί του. θα τον πιάσω από τις άκρες, να, έτσι, κοίτα
θα τον τυλίξω γύρω από τον λαιμό μου ή θα τον ακουμπήσω δίπλα μου 
να δω αν μπορώ να νιώσω κάτι γι'αυτόν.
μπορείς να μείνεις και να κοιτάς
δεν έχω τίποτα να κρύψω, 
δεν ξέρω αν αυτός θέλει να μας κοιτάς.
αλλά και πάλι, γιατί να μη θέλει.
θα αρχίσω να του μιλάω για τον ιούλη ή τον αύγουστο
δε θα του πω πόσο πολύ τους αγάπησα
γιατί μπορεί στο τέλος να ζηλέψει και να μ' αφήσει μόνο μου.
θα πω ότι με ταλαιπώρησαν, με κούρασε η ζέστη
ψέματα δηλαδή για να μη φύγει
και μόνος δε θα μπορέσω ούτε τα πρωτοβρόχια να δω.
θα έρθουν νωρίς αυτά φέτος;
άλλο κι αυτό πάλι.
δεν τις μπορώ τις προσαρμογές. 
εδώ καλά καλά δεν έμαθα να ντύνομαι ανάλογα τους μήνες
θα πρέπει κι ότι χαίρομαι να προσποιούμαι;
δώσε μου λίγο τον σεπτέμβρη σου, γιατί ο δικός μου δε μου μιλά.
του γκρίνιαξα πολύ, του είπα ότι δεν τον χρειάζομαι,
ότι μπορούμε κατευθείαν στα χριστούγεννα να πάμε και καθόλου να μη μας πειράξει.
αλλά δεν είναι έτσι.
ακόμα κι εμείς που αγαπάμε τον ήλιο, τη θάλασσα, το καλοκαίρι
τη χρειαζόμαστε τη βροχή του.
γιατί μονάχα έτσι θα δούμε να φυτρώνουν όσα σπείραμε.
και υποθέτω η βροχή δεν είναι τόσο κακή από μόνη της.
δώσε μου λίγο τον σεπτέμβρη σου και φύγε.
αν πιάσει βροχή μείνε εκεί που είσαι. θα σου τον προσέχω.
θα τον καθίσω δίπλα μου δίπλα στο παράθυρο
θα του βάλω καφέ
θα πρέπει σιγά σιγά να μάθουμε πάλι στον ζεστό , τον φίλτρου
και θα κοιτάμε μαζί τη βροχή.
για κάθε σταγόνα θα υπάρχει κάποιος που δε θα έρχεται ποτέ να μας δει.
για κάθε μπόρα μια απογοήτευση.
δεν κάνουμε έτσι δουλειά.
αλλά ακόμα κι η δουλειά αρνείται τον σεπτέμβρη.  


Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ξεφλουδίζω

πάνω στα ξέφωτα 
έχω χτίσει  όλες μου τις παραισθήσεις.
τις έχω στολίσει 
ονόματα, 
παρονομαστές 
κι αδικιολόγητα πρέπει - 
πρέπει να σε θυμάμαι
πρέπει να σε θαλασσοδέρνω
πρέπει να σε απογειώνω και να με προσγειώνεις.
οι παραισθήσεις μου λιάζονται στον ήλιο 
σαν διαμάντια 
κάνουν κρούστα και ξεφλουδίζουν 
σπάνε σε καράτια 
αποτυπώνουν τα χρόνια μου
με δέρματα που αλλάζουν κάθε τόσο.
τι κι αν στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο,
τα χρόνια είναι τα ωραιότερα φίδια σου
κι ας καίγονται.
όταν ο ήλιος κρύβεται
οι παραισθήσεις μου λαγοκοιμούνται,
με ένα μάτι με προσέχουν κι εγώ αυτές
δεν τις εγκαταλείπω
μου θυμίζουν κάθε καλοκαίρι 
να αλλάζω κι εγώ δέρμα
καράτι καράτι. 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

αδέσποτα

ζούμε μαζί εγώ κι αυτές, 
οι λεπτομέρειες ξυπνάνε, πριν καλά καλά ξυπνήσω, 
ρουφάνε τον καφέ μου
τονώνουν τα δικά τους πρωινά.
σ'ένα διαμέρισμα χωράμε μ' έναν σκύλο,
εκείνος δεν τις πλησιάζει.
ανοίγουν τα παράθυρα,
κρυφοκοιτάζουν άλλων λεπτομέρειες
κι ύστερα έρχονται μπροστά μου κι όλα τα ξερνάνε.
χωνεύω ό,τι μπορώ.
χρόνο τον χρόνο, ένα ευαίσθητο στομάχι είμαι
μεγαλώνω κι ωριμάζει η πέψη μου.
εκείνες δε γερνούν.
στύβουν τον χυμό μου, πίνουν τις βιταμίνες μου
αθλούνται, κοιμούνται σωστά,
ερωτεύονται.
τις υπηρετώ όσο μπορώ,
μέχρι να γίνω κι εγώ λεπτομέρεια.
κάποτε τις μέτραγα,
τους έδινα ονόματα, τηλέφωνα, αγκαλιές
τώρα μονάχα κέρματα τους δίνω
αν χάνουν πού και πού τον δρόμο
να έχουν για εισιτήρια.
δεν είναι πως τις αγαπώ ή πως τις θέλω μες στα πόδια μου συνέχεια  
αλλά δε θέλω να τις σκέφτομαι αδέσποτες. 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

διαφανεύω

ξυπνάμε και κοιμόμαστε
ξυπνάμε και θυμόμαστε
βάλε μου καφέ -  έχει στο ψυγείο φαγητό περισσέψει
έχει στην καρδιά μου αγάπη σωθεί 
θα σου βάλω λίγο παραπάνω, έχεις αδυνατίσει
να μου βάλεις λίγο παραπάνω, φρόντισέ με.
θα είμαι αυτό που έχεις ανάγκη
θα είσαι αυτό που έχω κατά νου.
έτσι πηγαίνουν οι ζωές μας, 
αλληλοβαστάζοντας η μία την άλλη.
στις ανηφόρες μπροστά βγάζουμε τα γυαλιά μας
κοιτάμε τον ήλιο και του ζητάμε να μας γεράσει
να μας σπάσει το δέρμα 
να μας ξεθωριάσει
έτσι μπορούμε να βλέπουμε καλύτερα
ο ένας μέσα στον άλλον
διάφανοι
και να πιστέψουμε ίσως ο ένας στον άλλο
ένα βράδυ σαν κι αυτό 
που θα το θυμόμαστε μεγαλώνοντας κι άλλο
μπροστά στον ήλιο
''θυμάσαι τότε που σε πίστεψα;''
''θυμάσαι τότε που με πίστεψες;''
θα θυμόμαστε
και μπροστά μας μονάχα ένας γκρεμός από χρόνια.

ακόμα κι αν αργήσει το ξημέρωμα
άσε με να σε αγαπώ όπως ξέρω.
διαφανεύω κι εγώ, αλλά δε με πειράζει.
εσύ με βλέπεις.