Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
κρύο νερό για να δροσίζεις όπως λες τις δυσκολίες
και να πετάς στο πρόσωπο σου το πρωί
-το μάτι για να ανοίξει θέλει κάτι πιο πάνω από συνήθεια
θέλει το ξύπνημα να συνοδεύει πλύση .
Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
όπως το έφερε μπροστά σου η παροχή,
πρόσωπα γέλασαν κι εσύ απ'τη δροσιά τους πήρες
την έκανες σταγόνες και την ήπιες
κι όπως κατέβαινε στα σπλάχνα σου ανίκητη η δίψα που κορέστηκε .
Για λίγο κι άρχισε ξανά να σε πονάει.
Γεμίζεις την ψυχή σου με βροχή
μπότες που φτάναν μέχρι ψηλά στο πόδι
παιδί μέσα στις λάσπες τσαλαβούταγες και το νερό το έπινες
κι ας ήταν λασπωμένο
ή με νερό μ'αυτές τις διάφανες φούσκαλες όπως σε έλουζαν
παιδί σε μια μπανιέρα που το νερό κατέβαινε στα μάτια σου
και γέλαγες
κι έκανες γκριμάτσες
το σαμπουάν σου καταπίνοντας
κι αφήνοντας μια μέρα παιδική απ'τον φωταγωγό να σου ξεφύγει.
Μάζευες νερό από το χιόνι
άσπρο σου πάπλωμα στην πόλη που κάποτε περπάτησες
και δεν λυπήθηκες τα βήματά σου που τη λευκότητά του μαύρισαν.
Τόσο νερό που μέσα θρόνιασε και σου γυρεύει αγωγούς να πλημμυρίσει.
Κι αυτή θερμαίνεται
μια καρδιά του θερμοσίφωνα γεννήτρια
- ο κόσμος μέσα βράζει και στάζει όπως περίμενες να κάνει.
Άνοιξε εντός μία ζεστή ανατολή που όλα τα καίει
κι ό,τι δεν καίει είναι γιατί καιρό καμένο ήταν
και τώρα μόνο βρέχεται.
Θερμός καρπός ο εαυτός που ένα δέρμα ξεφλουδίζει.
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
''Kαι σε κάνει να θέλεις να κλάψεις...''
Λύτρωσε με... αυτό φωνάζει η ψυχή σου όταν βαραίνει από σκέψεις τα μεσάνυχτα.
Απάλλαξε με όταν δεν γίνεται να βρω μόνος τη λύση ή όταν έχω μια ψευδαίσθηση ότι την έχω κρατημένη αυτή τη λύση. Είναι μια σιγουριά αυτή η λύτρωση, όπως με λύτρα θα αντάλλασσες ένα σου όμηρο, είτε για όνειρο που σου άρπαξαν από την αγκαλιά , είτε για πρόσωπο αγαπημένο που δεν χόρτασες να το κοιτάς. Μια σιγουριά που μέσα της αντέχει όλη σου τη θλίψη.
Οι μέρες είναι και νύχτες παράλληλα - πώς εξηγείς το μαύρο σου το χρώμα αν από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει το φως και όλα σου τα εξουδετερώνει ; - κι έτσι το δέχεσαι γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να υποκρίνεσαι ή να εξηγείς σε φίλους πως είσαι καλά κι ακόμα πιο καλά απ΄ότι εκείνοι βλέπουν σε σένα.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι από πέτρα, μην πέφτεις στην παγίδα των ανθρώπων που δεν δείχνουν εύκολα το μέσα πόνο τους, έχουν τα δάκρυα φυλαγμένα κάπου που δεν μπορείς να δεις κι έχει υγρασία τόση που δεν θα άντεχες να βρίσκεσαι. Να θέλεις να κλάψεις δεν είναι υπόθεση απλή, ούτε σε λίγα σου λεπτά να την χωρέσεις θα μπορέσεις. Είναι του είναι σου ανοιχτός λογαριασμός και έρχεται όταν θελήσει να σε βρει απροετοίμαστο.
Σε μια εικόνα όπως περπατάς και στέκεσαι δυο και τρεις φορές να την κοιτάξεις. Σε ένα τραγούδι που αγγίζει αυτό που δεν περίμενες να νιώσεις . Και μια ταινία που με καρέ θα σε τυλίξει ανεμοστρόβιλος.
Έτσι που βλέποντας τις τύχες των ηρώων, το ξεπερνάς το παραμύθι και αφήνεσαι, ανοίγει ο πόνος σαν το φρούτο που ωρίμασε και να φας από τη γεύση του περιμένει. Και ξεκινάς όταν ένας λυγμός σου ανεβαίνει προς τα πάνω να κραδαίνεις το κεφάλι σου και να μπορείς να ευχαριστιέσαι που σε λύτρωσε αυτή η ανυπομονησία σου να κλάψεις .
Εύκολο τίποτα. Αλλά ευλογημένο το τώρα που το βρέχεις.
* O τίτλος της ανάρτησης είναι από το σενάριο της ταινίας L'ARBRE ET LA FORET (Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλων) που τόσο αναπάντεχα εκπλήρωσε το στόχο της , ενώ ακολούθησε η ταινία ΒLESSED (Aττικόν) και η συγκίνηση έγινε διπλή.
Απάλλαξε με όταν δεν γίνεται να βρω μόνος τη λύση ή όταν έχω μια ψευδαίσθηση ότι την έχω κρατημένη αυτή τη λύση. Είναι μια σιγουριά αυτή η λύτρωση, όπως με λύτρα θα αντάλλασσες ένα σου όμηρο, είτε για όνειρο που σου άρπαξαν από την αγκαλιά , είτε για πρόσωπο αγαπημένο που δεν χόρτασες να το κοιτάς. Μια σιγουριά που μέσα της αντέχει όλη σου τη θλίψη.
Οι μέρες είναι και νύχτες παράλληλα - πώς εξηγείς το μαύρο σου το χρώμα αν από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει το φως και όλα σου τα εξουδετερώνει ; - κι έτσι το δέχεσαι γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να υποκρίνεσαι ή να εξηγείς σε φίλους πως είσαι καλά κι ακόμα πιο καλά απ΄ότι εκείνοι βλέπουν σε σένα.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι από πέτρα, μην πέφτεις στην παγίδα των ανθρώπων που δεν δείχνουν εύκολα το μέσα πόνο τους, έχουν τα δάκρυα φυλαγμένα κάπου που δεν μπορείς να δεις κι έχει υγρασία τόση που δεν θα άντεχες να βρίσκεσαι. Να θέλεις να κλάψεις δεν είναι υπόθεση απλή, ούτε σε λίγα σου λεπτά να την χωρέσεις θα μπορέσεις. Είναι του είναι σου ανοιχτός λογαριασμός και έρχεται όταν θελήσει να σε βρει απροετοίμαστο.
Σε μια εικόνα όπως περπατάς και στέκεσαι δυο και τρεις φορές να την κοιτάξεις. Σε ένα τραγούδι που αγγίζει αυτό που δεν περίμενες να νιώσεις . Και μια ταινία που με καρέ θα σε τυλίξει ανεμοστρόβιλος.
Έτσι που βλέποντας τις τύχες των ηρώων, το ξεπερνάς το παραμύθι και αφήνεσαι, ανοίγει ο πόνος σαν το φρούτο που ωρίμασε και να φας από τη γεύση του περιμένει. Και ξεκινάς όταν ένας λυγμός σου ανεβαίνει προς τα πάνω να κραδαίνεις το κεφάλι σου και να μπορείς να ευχαριστιέσαι που σε λύτρωσε αυτή η ανυπομονησία σου να κλάψεις .
Εύκολο τίποτα. Αλλά ευλογημένο το τώρα που το βρέχεις.
* O τίτλος της ανάρτησης είναι από το σενάριο της ταινίας L'ARBRE ET LA FORET (Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλων) που τόσο αναπάντεχα εκπλήρωσε το στόχο της , ενώ ακολούθησε η ταινία ΒLESSED (Aττικόν) και η συγκίνηση έγινε διπλή.
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010
Χωρίς αφορμή
Το χωρίς αφορμή το φοβάμαι περισσότερο κι από τις αιτίες.
Όταν ξυπνάς κι από το κρεβάτι δεν υπάρχει κάτι να σε δένει κι όμως βαρύ να νιώθεις το σώμα σου.
Ακατάπαυστες σιωπές που απορροφούν οι τοίχοι έτσι για ξημέρωμα δικό σου.
Κι όνειρα που σκέπασες μαζί με τα βλέφαρα που τώρα πια δε σου ανήκουν, άνοιξαν και δεν τα ορίζεις πια, μόνο ανοιγοκλείνουν δίχως να σε ρωτήσουν.
Ένας καφές είναι σαν χρώμα που θα κατάπινες να πάρεις τη ζωντάνια του, αλλά κι αυτός είναι αδιάφορος.
Και να περνούν οι ώρες να σε βλέπουν κι εσύ να μην τις υποδέχεσαι
να τις σκορπάς και να τις ζορίζεις
να τις κοιτάς με μια θλίψη που ανεξήγητα σε κυβερνά.
Σήμερα σηκώθηκα και ήταν λες και ήρθα πρώτη φορά στο σώμα μου
άγνωστος και ημιτελής.
Κοντεύει η ώρα που θα ξαπλώσω πάλι και τρομάζω με τη σκέψη πώς θα στριφογυρίζω για ώρα. Καληνύχτα και για σένα όποιος κι αν είσαι λόγος που στη σκέψη μου τρύπωσες και με παγίδευσες.
Όταν ξυπνάς κι από το κρεβάτι δεν υπάρχει κάτι να σε δένει κι όμως βαρύ να νιώθεις το σώμα σου.
Ακατάπαυστες σιωπές που απορροφούν οι τοίχοι έτσι για ξημέρωμα δικό σου.
Κι όνειρα που σκέπασες μαζί με τα βλέφαρα που τώρα πια δε σου ανήκουν, άνοιξαν και δεν τα ορίζεις πια, μόνο ανοιγοκλείνουν δίχως να σε ρωτήσουν.
Ένας καφές είναι σαν χρώμα που θα κατάπινες να πάρεις τη ζωντάνια του, αλλά κι αυτός είναι αδιάφορος.
Και να περνούν οι ώρες να σε βλέπουν κι εσύ να μην τις υποδέχεσαι
να τις σκορπάς και να τις ζορίζεις
να τις κοιτάς με μια θλίψη που ανεξήγητα σε κυβερνά.
Σήμερα σηκώθηκα και ήταν λες και ήρθα πρώτη φορά στο σώμα μου
άγνωστος και ημιτελής.
Κοντεύει η ώρα που θα ξαπλώσω πάλι και τρομάζω με τη σκέψη πώς θα στριφογυρίζω για ώρα. Καληνύχτα και για σένα όποιος κι αν είσαι λόγος που στη σκέψη μου τρύπωσες και με παγίδευσες.
Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010
Αντίστροφη Πρό(σ)κληση
Καμιά φορά χρειάζεται ένα παιχνίδι για να ανατρέξεις στους λόγους που σε κάνουν αυτό που είσαι, στα πρόσωπα που σε στηρίζουν ή σε αυτά που σε βλάπτουν, στα χρόνια που περνούν και σε αυτά που έρχονται, σε στιγμές, λόγια, εικόνες και λάθη και μέσα τους να ταξιδέψεις και να επιτρέψεις να σε καθορίσουν και να σου δείξουν τη συνέχεια.
Πίστευα ότι μια τέτοια λίστα , δεν είναι αρκετή να δείξει έστω και ένα μέρος από τους τόπους που το μυαλό μου τρέχει , κάθε που νιώθει μοναξιά, άγχος, πίεση ή τρέλα. (Είναι η πίστη μου λοιπόν τόσο μεγάλη που αδυνατώ να αντισταθώ στο πείραμα που ξεκίνησε ηλεκτρονικά και που η σκυτάλη του έφτασε σε μένα.)
Αν αγαπώ είναι γιατί έτσι με έμαθε ο κόσμος μου κι ότι χωρά στο πέρασμα του . Κι ότι αγαπώ με αγαπά κι εκείνο και γι'αυτό δε με έσπρωξε ποτέ να το αφήσω πίσω μου.
Αγαπώ :
-να έχω πρόσωπα παιδικά μπροστά μου και να ζούμε το παρόν με τη σκέψη ότι κάποτε το παρελθόν θα μας ενώνει
-να έχω λόγια να μοιράζομαι όταν με θέλουν δίπλα τους οι φίλοι κι όταν τους θέλω να το ξέρουν με τη σιωπή μου
-να είναι η γραφή το κέντρο μου και η αφορμή μου, η θέληση και η ματαίωσή μου, που από παιδί ήξερα πόσο θέλω να γράφω
-να είναι η μουσική ο ρυθμός που γράφτηκε για μένα και το τραγούδι οι λέξεις που δεν πρόλαβα να πω
-να τραβώ φωτογραφίες με όσα είδα, ένιωσα, τόλμησα και μοιράστηκα
-να είναι οι περίπατοι σε κάποιους δρόμους της πόλης αρκετοί να μου θυμίσουν τον εαυτό μου
-να μαγειρεύω και να καλώ φίλους στο σπίτι, να τρώμε, να γελάμε και να σχεδιάζουμε τα γέλια μας τα επόμενα
-να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε γυμνοί και τα σεντόνια να μας δένουν μαζί και μαζί με τα τσαλακωμένα υφάσματα να βλέπουμε τσαλακωμένα από τον ύπνο χαμόγελα που φτάνουν απ'άκρη σ'άκρη
-να κλείνω τα μάτια , να ονειρεύομαι κι όταν τα μάτια μου ανοίγω το όνειρο να είναι ακόμα εκεί
-να βλέπω τα πρόσωπα δικών μου ανθρώπων, φίλων, συγγενών και αγαπημένων και να σκέφτομαι πόσο πολύ τους αγαπώ. Τα πρόσωπα είναι, τα πρόσωπα η λίστα μας παντού και πάντα. Και οι αριθμοί δε λένε τίποτα όσο εκείνα είναι παρόντα και μοιράζονται το 1 μας, το ένα και μοναδικό δικό μας πρόσωπο.
Ευχαριστώ τους δύο φίλους που μου έδωσαν τη σκυτάλη λοιπόν και άνοιξα τη δική μου λίστα μπροστά τους. Basili και Οδοιπόρε ορίστε η απάντησή μου.
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Χάθηκα στην Πρόβα
Τα λες ξανά, πολλές φορές τα ίδια λόγια, της καλημέρας και της νύχτας τις ευχές, τα απλά ''πώς είσαι'' και τα πιο δύσκολα γιατί. Και διορθώνεις με το πιο αλάθητό σου βλέμμα. Εδώ μας ξέφυγε ένα κόμμα, μία απόστροφος δεν κάνει τη διαφορά κάνει όμως τη λέξη μια αγκαλιά με την επόμενη.
Βγάζεις το έτσι και βάζεις το αλλιώς. Οι πρόβες το έχουν αυτό, να αντιμάχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και το παλιό σου ώρα να το αλλάξεις να σου φωνάζει. Κάπου εκεί χάθηκα κι εγώ και συνεχίζω να χάνομαι, στα λόγια που πρέπει να διορθώνω και στους ανθρώπους που τα τραγουδούν , στο φίλο μου που τα παίζει στο πιάνο κι εγώ σκύβω δίπλα του και χαμογελάω σαν παιδί που κρατά το πιο πολύτιμο και το πιο ανόθευτο παιχνίδι του. Θα περάσουν οι μέρες και ό,τι γεννήθηκε από μέσα μας θα ταξιδέψει ανάμεσα σε μας και τους γύρω. Αλλά έχουμε το χρόνο να το ζήσουμε κι αυτό.
Τα γράφω και πάλι και τα σκορπάω. Να γινόμουν λέξεις αμέτρητες , μόνο τότε θα μπορούσα να μεταφράσω τον κόσμο που κατοικεί στο μυαλό μου. Μαζί με πρόβες, έρχονται και τα παιδιά κι ένα θρανίο να με φωνάζει να επιστρέψω γρήγορα δίπλα του. Λίγες ημέρες ακόμα πριν τον αγιασμό και τα παιδικά και αυστηρά τα μάτια που θα κοιτάξω και τις βουτιές μέσα τους δε θα γλυτώσω - γιατί δε θέλω να το χάσω αυτό το ταξίδι. Δάσκαλος δεν είναι όταν ζεις το καλοκαίρι, μα όταν έχεις μέσα στο μυαλό τις παιδικές φωνές να σου μιλούν ακόμα κι όταν Ιούλη μήνα πάνω στην άμμο ξαπλώνεις και τραντάζεσαι με γέλια. ΄Ξέρουμε τα πάντα κι όμως τίποτα δεν ξέρουμε. Ότι κι αν ο καθένας καταφέρνει , έχει το άγχος και το τρακ μέσα στο στομάχι να μην του επιτρέπει να χαρεί τον ύπνο του, με την επόμενη του μέρα να τα βάζει και τις τόσες υποχρεώσεις. Αλλά είναι το άγχος ζωντανός μας σύμμαχος εντέλει, μια αφορμή να διορθώσουμε και το μυαλό μας να το βάλουμε να τρέξει κατοστάρια. Να γίνω θέλω , να διορθώσω τα λόγια κι εμένα να με φτάσω ένα βήμα παραπάνω, παρακάτω. Έρχεται και μας βρίσκει το μετά. Κι εγώ έτσι το υποδέχομαι. Κι ας χάθηκα. Έχει μια γλύκα αμέτρητη για όλα τα δάκτυλα όταν στο βάζο τα βουτάς.
Υ.Γ.Αν ήξερα οι δικοί μου δάσκαλοι με τόσο τρακ πως ξεκινούσαν τη χρονιά τους , θα τους άνοιγα ακόμα μεγαλύτερη αγκαλιά. Τους στέλνω αναδρομικά όσες μπορώ. Μόνο με αυτές πάμε μπροστά.
Βγάζεις το έτσι και βάζεις το αλλιώς. Οι πρόβες το έχουν αυτό, να αντιμάχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και το παλιό σου ώρα να το αλλάξεις να σου φωνάζει. Κάπου εκεί χάθηκα κι εγώ και συνεχίζω να χάνομαι, στα λόγια που πρέπει να διορθώνω και στους ανθρώπους που τα τραγουδούν , στο φίλο μου που τα παίζει στο πιάνο κι εγώ σκύβω δίπλα του και χαμογελάω σαν παιδί που κρατά το πιο πολύτιμο και το πιο ανόθευτο παιχνίδι του. Θα περάσουν οι μέρες και ό,τι γεννήθηκε από μέσα μας θα ταξιδέψει ανάμεσα σε μας και τους γύρω. Αλλά έχουμε το χρόνο να το ζήσουμε κι αυτό.
Τα γράφω και πάλι και τα σκορπάω. Να γινόμουν λέξεις αμέτρητες , μόνο τότε θα μπορούσα να μεταφράσω τον κόσμο που κατοικεί στο μυαλό μου. Μαζί με πρόβες, έρχονται και τα παιδιά κι ένα θρανίο να με φωνάζει να επιστρέψω γρήγορα δίπλα του. Λίγες ημέρες ακόμα πριν τον αγιασμό και τα παιδικά και αυστηρά τα μάτια που θα κοιτάξω και τις βουτιές μέσα τους δε θα γλυτώσω - γιατί δε θέλω να το χάσω αυτό το ταξίδι. Δάσκαλος δεν είναι όταν ζεις το καλοκαίρι, μα όταν έχεις μέσα στο μυαλό τις παιδικές φωνές να σου μιλούν ακόμα κι όταν Ιούλη μήνα πάνω στην άμμο ξαπλώνεις και τραντάζεσαι με γέλια. ΄Ξέρουμε τα πάντα κι όμως τίποτα δεν ξέρουμε. Ότι κι αν ο καθένας καταφέρνει , έχει το άγχος και το τρακ μέσα στο στομάχι να μην του επιτρέπει να χαρεί τον ύπνο του, με την επόμενη του μέρα να τα βάζει και τις τόσες υποχρεώσεις. Αλλά είναι το άγχος ζωντανός μας σύμμαχος εντέλει, μια αφορμή να διορθώσουμε και το μυαλό μας να το βάλουμε να τρέξει κατοστάρια. Να γίνω θέλω , να διορθώσω τα λόγια κι εμένα να με φτάσω ένα βήμα παραπάνω, παρακάτω. Έρχεται και μας βρίσκει το μετά. Κι εγώ έτσι το υποδέχομαι. Κι ας χάθηκα. Έχει μια γλύκα αμέτρητη για όλα τα δάκτυλα όταν στο βάζο τα βουτάς.
Υ.Γ.Αν ήξερα οι δικοί μου δάσκαλοι με τόσο τρακ πως ξεκινούσαν τη χρονιά τους , θα τους άνοιγα ακόμα μεγαλύτερη αγκαλιά. Τους στέλνω αναδρομικά όσες μπορώ. Μόνο με αυτές πάμε μπροστά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)