Μ’ άρεσε πάντα να κοιτώ τα λεωφορεία να περνούν. Να στέκομαι στη στάση, με ομπρέλα, με σακάκι, με τσάντες φορτωμένος και συναισθήματα, με γκρίνια μέχρι τον Θεό και νεύρα μέχρι το ζενίθ και να περιμένω. Και να λέω τώρα θα περάσει, θα μετρήσω μέχρι το 10, θα μετρήσω μέχρι το 1000, θα μετρήσω μέχρι να ξεχάσω τι μετράω. Και να περνούν όλα εκείνα που δε χρειάζομαι. Να λέω περνάει η ζωή που δε χρειάζομαι, αυτή που τρέχει και κάπου σε πάει. Να είμαι αυτός ο επιβάτης που αποφεύγουν. Γι’ αυτό και δεν αποστηθίζω δρομολόγια. Δεν τ’ αναζητώ σε στάσεις κολλημένα. Γι’ αυτό και κείνα κρύβονται πίσω από ενοικιαστήρια, πίσω από κλειδαράδες και μαρκαδόρους. Κι εγώ δεν έχω νοίκι να προσφέρω, δεν έχω πόρτες, δεν έχω μνήμη για τους αριθμούς. Έχω μια μνήμη που συχνά κι αυτή μουδιάζει. Κοιτώ πολλές φορές το λεωφορείο που περίμενα, χωρίς εμένα να φεύγει μπροστά, κι εγώ αυτός που φταίει, που δεν του έκανα σήμα να σταματήσει. Και φταίνε οι στάσεις, που για μένα είναι μια ανάπαυλα στη μέρα μου.
Σε κάθε στάση έχω αφήσει ένα κομμάτι μου. Είναι στιγμές που προσπαθώ να βάλω τάξη στο μυαλό μου, είναι λεπτά που κλείνω μάτια να σκεφτώ, γιατί χρειάζεται η τάξη; γιατί χρειάζεται μυαλό; γιατί χρειάζεται να φτάσω κάπου; Με νοιάζει μόνο να ανέβω. Κάποια στιγμή, κάποια φορά στη μέρα. Να πιάσω μία θέση σε παράθυρο κοντά, να βλέπω τα αυτοκίνητα να τρέχουν, στην ανάγκη τους να μάθουν το γιατί. Κι αυτή η θέση είναι ανάμεσα στους όρθιους, όχι στους καθιστούς. Το λεωφορείο ήταν και είναι μια ασφάλεια για μένα, ένα παράθυρο να βλέπω τη ζωή και μια χειρολαβή. Μια γαντζωμένη από το χέρι μου. Που μ’ αγκαλιάζει πιο πολύ απ’ ότι εγώ. Σε μια χειρολαβή πιασμένος έμαθα τον θάνατο της γιαγιάς μου και κρατήθηκα γερά απ’ αυτήν. Σε μια χειρολαβή ερωτευμένος τη Μαρία ακολουθούσα, στο λεωφορείο που δεν έπρεπε να πάρω, γιατί το σπίτι μου ήταν δυο βήματα απόσταση. Κι εγώ χιλιόμετρα αντίθετα, για κείνη τραβούσα. Σε μια χειρολαβή φίλησα ανθρώπους και με φίλησαν, είπα δικά μου μυστικά γεμάτα ψίθυρους, κάποτε μάλωσα, συμφιλιώθηκα, είπα αλήθειες, είπα ψέματα. Αν οι χειρολαβές είχαν δική τους γλώσσα θα με πρόδιδαν.
Είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους το να προδίδουν. Γιατί κι αυτές δεν είναι λίγα αυτά που τράβηξαν. Υπήρχε κάποτε μια εποχή που δεν τις έβρισκες συχνά σε λεωφορεία, μόνο σε τσάντες μαθητών κρέμονταν ραμμένες. Ήταν κι αυτά, φαντάζομαι, παιδιά που ταξιδεύουν. Που η χειρολαβή σήμαινε ασφάλεια, κάτι να έχουν κοντινό για να πιαστούν. Μ’ αυτή τους πρόδιδε. Και δεν τους πήγαινε πια πουθενά, έτσι αδύναμη κι αυτή, μακριά απ’ το σπίτι της. Αν δε φοβόμουν μην τη χάσω, θα είχα ράψει και εγώ μία στην τσέπη μου. Και θα μπορούσα τη ζωή να τη χωνέψω. Να κατεβαίνω σ’ άλλη στάση, να υποκρίνομαι λάθος προορισμό, να ταξιδεύω με τον νου ή με τα πόδια. Δεν ξέρω αν τα πόδια θα με πάνε κάπου, γι’ αυτό επιμένω να κινούμαι με λεωφορεία. Κι έχω δει γυναίκα να κλαίει στο κάθισμά της και άνθρωπος κανείς να μην την πλησιάζει. Έχω δει οδηγό να μαλώνει απ’ το κινητό του τηλέφωνο και τ’ αυτιά των επιβατών να λαχταρούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες και να μαντέψουν τις στροφές που θα πάρει το όχημα. Έχω δει γεροντάκια πιασμένα χέρι-χέρι στη μέση της νύχτας να ταξιδεύουν και να μην τους ενδιαφέρει πόσες νύχτες ακόμα έχουν μπροστά τους, αλλά το ότι μαζί κάπου ταξιδεύουν.
Όταν άκουσα για το φονικό στο Αγρίνιο, για το παιδί που μ’ ένα μαχαίρι έδωσε τέλος στη ζωή της μητέρας του, σκέφτηκα να του στείλω μια χειρολαβή. Κάτι να κρατιέται, τώρα που τα ταξίδια του δε θα’ χουν προορισμούς. Όταν άκουσα για τη δολοφονική επίθεση στο Ρέθυμνο, για τον 11χρονο που 20 φορές μαχαιρώθηκε στο σώμα, σκέφτηκα να μπω σε ένα λεωφορείο κι εκεί να μείνω. Να αφήσω τις μπαταρίες στο κινητό, στο mp3, στο νου μου να αδειάσουν και να μην έχω πού να τις φορτίσω. Να κλείσω απ’ έξω απ’ τα παράθυρα τα ραδιόφωνα, τις ειδήσεις, τον κόσμο που όλα θέλει να τα ορίζει και σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας να φέρεται. Μονάχα η Αντιγόνη κάπου σπάραξε, πως στη ζωή γεννιέσαι για ν’ αγαπάς και ν΄ αγαπιέσαι, το δικό της όχημα όμως γρήγορα ξεπεράστηκε και μπήκε στο αμαξοστάσιο. Το δικό μου δε θέλω να σταματήσει, θέλω να κινείται συνεχώς, να μην έχει πληροφόρηση, να πηγαίνει μπρος και πίσω, ένα ατέρμονο αποκούμπι στους ανθρώπους που φοβούνται. Σ’ αυτούς που παρατηρούν και ζουν την παρατήρηση. Να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας θα ευχόμουν μόνο. Ν’ ακούμε για ζωή , όσο ακούμε για θανάτους.
Λίγες μέρες πριν, έμεινα μέχρι αργά στο σχολείο να διορθώνω και μια γιαγιά περνώντας με είδε σκυφτό στα γραπτά. Πάω να σου φέρω σπανακόπιτα που έφτιαξα, μου είπε. Και μου έφερε. Σπιτική, μυρωδάτη και ζεστή. Θα τη φάω στην υγειά σας, της είπα. Όχι παλικάρι μου, στην υγειά της εγγόνας μου. Η εγγονή της πέθανε 8 μήνες πριν από μια σπάνια πάθηση. Και όμως ζει, στα χέρια μιας γιαγιάς γεμάτη δύναμη. Λίγες μέρες πριν, έφυγε από τη ζωή η μητέρα ενός φίλου, ξαφνικά, από ένα ατύχημα. Χωρίς να προλάβει να κάνει διαδρομές πολλές, να επικυρώσει εισιτήρια. Ακούω για τόσες απώλειες, τις ζω σαν δικές μου και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Άλλοι κάνουν τάματα, ολονυκτίες, ανάβουν κεριά, φτιάχνουν σπανακόπιτες για να πενθήσουν. Εγώ κάνω διαδρομές. Πιάνω τη χειρολαβή και προσεύχομαι. Κάπου να πάμε. Κι εμείς, κι αυτοί που φεύγουν. Τώρα τελευταία σκέφτομαι όλο και πιο πολύ να έχω λίγη σπανακόπιτα μαζί μου. Τυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο. Για τη ζωή όσο κινούμαστε.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στη 1 Ιουνίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο έβδομο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.