Μαμά, κοίτα, μπήκα στη σειρά, με βάλαν δηλαδή στη σειρά, δεν
ήταν αυτοβούλως που σήκωσα τα χέρια, που παρατάχθηκα και που ακούμπησα τον ώμο
του μπροστινού μου, σαν να’ θελα «Κουράγιο» να του πω, «είμαι στο πλάι σου κι αυτό
θα το περάσουμε μαζί», που παραδόθηκα σε άλλου κρίση και για δική του χρήση,
εσύ με έφερες εδώ, θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα. Μου είπαν θα με αγιάσουν, θα
με διαβάσουν, θα με ξορκίσουν και θα τρομάξουν. Θα νιώσω σαν δαιμονισμένος, μία
φορά έστω τον χρόνο και να το βάλω καλά στο κεφάλι μου πως οι εξορκισμοί θέλουν
κι αυτοί μία καλή τον χρόνο επανάληψη. Αυτό θα κρατήσει χρόνια, μόνο που μέσα
μου κακό πνεύμα δεν έχω, έχω όμως ανήσυχο. Κι αυτό μου είπαν πρέπει να διώξω.
Να κάνω ένα φου και να τα σβήσω όλα τα κεριά στο νου μου και να ζηλέψω μοναχά
αυτό που έχουν να μου δώσουν. Μαμά, κοίτα, στο τέλος θα τα καταφέρουν. Αλλά να
ξέρεις, θα ήθελα να σταθώ στο κέντρο της αυλής, να μην έχω μπροστινό και πίσω,
να μην έχω στοίχιση, παράταξη και προσοχή. Να στέκομαι με το ένα πόδι και να
μην πέφτω, να στέκομαι με τα δύο πόδια και να σωριάζομαι, να στέκομαι στο
κάτω-κάτω όπως θέλω και κανείς να μη με βάζει .
Μαμά, κοίτα, με βάλαν να καθίσω σ’ ένα θρανίο, μια φυλακή με
τέσσερα πόδια που δε σε πάνε πουθενά, δεν περπατά, μονάχα τρίζει ή και σκονίζεται
κι όλο την τρίβεις κι όλο αυτή βρωμίζεται. Και μου’ παν πως μπορώ τις μέρες μου
να τις μετρώ χαράσσοντας γραμμές πάνω σ’αυτή τη φυλακή. Θα γίνει το θρανίο μου
τοίχος, κελί κι ημερολόγιο. Μόνο που ημερολόγιο ποτέ στ’ αλήθεια δε θα γίνει,
δε θα θυμάται το θρανίο τα δικά μου τα γενέθλια ή τα δικά σου, ή πότε φίλησα ή
πότε έκανα πρώτη φορά μου έρωτα ή πότε έμαθα απ’τα λάθη να διδάσκομαι. Μόνο τ’
απλά μου θα θυμάται, τα ανέκδοτα, τα όσα έλεγα για να μη σκάψω μέσα μου
βαθύτερα, να μην ανοίξω στο σχολείο τον δικό μου κόσμο να φανεί, γιατί μου
είπαν να προσέχω. Διπλανούς και μακρινούς και συγκρατούμενους. Το θρανίο θα το
σκάψω, θα το σκάβω κάθε μέρα από λίγο, με το μολύβι ξυσμένο, σαν μικρό σουγιά ή
σαν κουτάλι, λίγο τη μέρα να φανεί το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, η γη κάτω
από τα όνειρά μου. Μαμά, κοίτα, ξέρω ότι κι εσύ στις ίδιες φυλακές μεγάλωσες,
αλλά αυτός δεν είναι λόγος αρκετός για να σου μοιάσω. Εξάλλου, εσύ μέχρι και
σήμερα ανορθόγραφα τη γράφεις την ελευθερία.
Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Όχι σε όλα, σε
όσα όμως θέλουν κι έχουν πριν από μένα κάνει έρευνα . Δουλεύουν για μένα, το
διανοείσαι, δε θα χρειάζεται ποτέ μου να αναρωτηθώ γιατί και πώς και πού, θα
είναι όλα σερβιρισμένα, στον πίνακα, στο πιάτο, στο βιβλίο, κάτω απ’τη μύτη μου,
μέσα στην τσάντα μου, και δε θα πρέπει πια εσύ να ξεροσταλιάζεις, να ξενυχτάς
να μου διαβάζεις παραμύθια, θα το κάνουν πια εκείνοι, θα μου διαβάζουν όλα τα
παραμύθια που δεν ήθελα ποτέ να μάθω, όσες φορές θα χρειαστεί μέχρι απέξω να τα
μάθω, να πω για τις φορές και τους καιρούς που άλλοι έζησαν καλά, εμείς
χειρότερα, πάντα χειρότερα, και θα πρέπει τα παραμύθια τους να μάθω, για να
μπορέσω κι εγώ να τα ζηλέψω, να γίνω ήρωας δίχως την πανοπλία, στη μνήμη μου να
τα ανασύρω όταν μου πούνε ‘’γράψε και πάρε έναν βαθμό, πάρτον και ράψτον πάνω
στο μανίκι σου, στο δέρμα σου πάνω τυπωσέ τον, δε θα’ σαι πια ο χ, ο ψ, ο ω,
θα’σαι ο 6, ο 8, ο ‘’λίγη προσπάθεια ακόμα δε θα έβλαπτε’’, ο ‘’πάλι αδιάβαστος
Γιωργάκη,’’, ο ‘’μα επιτέλους τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις’’. Αυτό το τελευταίο
σταμάτησαν να το λένε, έτσι μου είπαν. Γιατί πια ξέρουν τι θα γίνουμε όταν
μεγαλώσουμε. Άνεργοι. Μ’ ένα κεφάλι γεμάτο παραμύθια, που δε θα έχουμε παιδιά
να τους τα πούμε.
Μαμά, κοίτα, μου είπαν θα με μάθουν να πιστεύω. Σε Θεό, σε
Χριστό, σε θαύματα, μου είπαν ότι είμαι χριστιανός και πως γι’αυτό θρησκευτικά
θα έχουμε στο πρόγραμμα. Το ήξερα πως ήμουν χριστιανός, μου το’λεγες τις δυο,
τις τρεις φορές τον χρόνο που με πήγαινες στην εκκλησία, και τις φορές που με
χαστούκιζες όταν δεν έκανα μπροστά σε άλλους τον σταυρό μου. Εδώ θα γίνω πιο
πολύ. Θα πάρω και σ’αυτό έναν βαθμό και θα μπορώ να αποδείξω ότι είμαι. Θα μάθω
και τη γλώσσα που εσύ μου περιόρισες μόνο στα κάτσε και στα σήκω, σε όλου του
κόσμου τις προστακτικές, κι ας είχα εγώ στο νου μου πτώσεις δοτικές. Θα μάθω
ιστορία για να μπορώ τους μετανάστες να κλωτσάω, θα μάθω φυσική για να μπορώ τη
φύση να λερώνω, θα μάθω μαθηματικά για να μετρώ τα όνειρα που δε θα γίνουνε
ποτέ αληθινά, γιατί σκοντάφτουν σε αριθμούς, γιατί σκοντάφτουν σε ευρώ, κι αυτά
μας τα βιβλία όλα σε ευρώ μας τα υπολόγισαν, βιάστηκαν κι αυτά ν’αλλάξουν
νόμισμα, χωρίς πρώτα να λύσουν τα προβλήματα. Θα μάθω αρχαία ελληνικά, για να
μπορώ τα γκρικλις να αφαιρέσω απ’τη ζωή μου. Μαμά, κοίτα, αν δεν υπήρχε το
σχολείο θα γινόμουν δυστυχής.
Μαμά, σ’ ευχαριστώ που μ’ εγκατέλειψες στο σχολείο. Κάθε μέρα
που περνά μαμά, κοίτα πως δε θα μοιάζω σε τίποτα μ’αυτό που θα γινόμουν. Μέρα
με τη μέρα η φαντασία μου θα εξαφανίζεται, δεν ήταν και σε τίποτα εξάλλου
χρήσιμη, όλο μπελάδες μου δημιουργούσε. Ο χρόνος μου θα εκμηδενίζεται, αλλά κι
αυτόν δεν τον χρειάζεσαι να σε πληγώνει άλλο. Θα συναντιόμαστε στα κλεφτά, πριν
πάω αγγλικά, κομπιούτερ, ρυθμική και γυμναστήριο, θα με κοιτάς στα πόδια ή στην
πλάτη, θα μου φοράς τα ρούχα μου, θα μου σερβίρεις το φαί και θ’ αποφεύγεις να
με δεις στα μάτια. Μαμά, θα σε φωνάζω μέχρι να με κοιτάξεις. Κάποτε κι εμείς
μαμά, θα πάρουμε εξιτήριο.
* αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το εικοστό δεύτερο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου'' που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.