Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΣΦΗΚΕΣ *

Κάθε καλοκαίρι σκέφτομαι τι πρέπει να ξεφορτώσω απ'τη ζωή μου. Είναι σαν τη δική μου Πρωτοχρονιά το καλοκαίρι - με απολογισμούς , με σχέδια και στολισμούς. Kαι σαν Πρωτοχρονιά μου έρχονται τα δώρα, οι αποφάσεις, οι προτάσεις, οι νέες προκλήσεις και προσκλήσεις.
Αυτό το καλοκαίρι - ύστερα από μια δύσκολη χρονιά, που με δοκίμασε και τη δοκίμασα σε τόσα διαφορετικά πόστα - ήρθε κάτι καινούργιο. Που όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Το λένε ''Σφήκες'' και το έγραψε ο Αριστοφάνης. Αυτός που δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ λίγο καιρό πριν ότι θα έπιανα να αναμετρηθώ - και που σαν ρήμα ακόμα, αναμέτρηση δεν το λες, απόπειρα μόνο από σεβασμό εκπορευόμενη.

Ο Νίκος σκηνοθετεί, ο φίλος Γιώργος από το παρελθόν υπογράφει τη μουσική κι εγώ τους στίχους των χορικών. Και όλο αυτό το λες ανυπομονησία, χαρά μεγάλη και χαμόγελα οκάδες.

Εύχομαι να σας συναντήσει και να το συναντήσετε κι αν κάτι σας πει, γράψτε δυο λογάκια εδώ ή σε mail, έτσι για να βελτιωνόμαστε.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Ρένια Πετράκη
Διασκευή - Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Νίκος Ορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη
Πρωτότυπη μουσική: Σιτώτης Γιώργος
Στίχοι: Μάριος Μάζαρης
Χορογραφίες: Μαρίζα Τσίγκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Πηνελόπη Ζαλώνη
Μακιγιάζ: Λένα Χανιωτάκη 

Κορυφαίος του Χορού ο Τάκης Ζαχαράτος !

Τους ρόλους ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Στέφανος Απέργης, Ρένια Αχιλλεοπούλου, Γιώργος Βούλγαρης, Βανέσα Γούπιου, Θάλεια Γρίβα, Ισιδώρα Δωροπούλου, Παναγιώτης Θεοδώρου, Μάριος Κραββαρίτης, Παναγιώτης Κυριακού, Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος, Στράτος Λύκος, Γκέλυ Μητροπούλου, Φωτεινή Μπακλατζίογλου, Καίτη Μπουγαδάκη, Φώτης Πυριτίδης, Λευτέρης Ραπτάκης, Διονύσης Σάββας, Κέλλυ Σπάνθη, Εβίτα Συρίγου. 


Πρεμιέρα 25/7 στο Δημοτικό Θέατρο Νέας Ερυθραίας, Αθήνα και μετά συνεχίζουμε με : 

27/7  Ρέθυμνο - 28/7  Αρχάνες-Ηράκλειο - 29/7  Μίνωας-Πεδιάδος Ηράκλειο - 30/7  Σφακιά -  1/8 Ακράτα - 2/8  Μεγαλόπολη - 5/8  Κύμη - 6/8  Ωρωπός -  7/8  Γρεβενά - 8/8  Κοζάνη - 9/8 Καλαμπάκα -  10/8  Γιάννενα - 20/8  Αρχαία Ολυμπία - 21/8  Ναύπλιο -  22/8  Καρπενήσι - 24 /8 Βόρεια Κυνουρία - Άστρος -  25/8 Λιβαδειά /  29/8 Κυλλήνη – Λεχαινά -  30/8 Κέρκυρα - 1/9  Σκύρος - 4/9  Αργυρούπολη (ΑΘΗΝΑ) -  5/9  Βόλος -  14 /9  Λάρισα


* όπως λέμε κάτι που με κέντρισε

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Βασιλικός *

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην μπορώ να θυμάμαι περισσότερα. Να θυμάμαι πράγματα που συνέβησαν χρόνια πολλά πίσω, με λεπτομέρειες, με ονόματα, με πρόσωπα και ρούχα που φορούσαν, με εκφράσεις του προσώπου τους, με τικ, με μορφασμούς και με κινήσεις των χεριών τους. Κι όχι απλώς αναρωτιόμουν, στεναχωριόμουν, γιατί πολλές από τις αναμνήσεις μπερδευόμουν και δεν ήξερα αν τις έζησα πραγματικά ή τις φαντάστηκα, ήθελα τόσο να τις ζήσω και τις έπλασα. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο παρελθόν, θα το έκανα, μόνο και μόνο για να γυρίσω στην παιδική μου ηλικία, να δω τον εαυτό μου φρεσκογεννημένο, σαν ζεστό ψωμί, που περιμένει χέρια να το πιάσουν, και να δω ποια υλικά είναι δικά μου πράγματι και ποια τρώγονται. Δεν είναι πολλές οι αναμνήσεις που μπορείς να ανασύρεις από την παιδική σου ηλικία, το ξέρω.  Είναι μια χούφτα αλεύρι και μια θερμοκρασία που σε ζέστανε, είναι ψωμί, είναι μπουκιές, είναι νερό σε κυπελλάκι πλαστικό κι αγκαλιές.

Οι αγκαλιές από την άλλη, ήταν ανέκαθεν μια μνήμη ισχυρή, που δεν μπορούσε κανένας χρόνος να τη σβήσει. Ακόμα κι αν οι άνθρωποί σου έφυγαν, ακόμα κι αν δε θες άλλο ανθρώπους σου να τους αποκαλείς, οι αγκαλιές τους έμειναν πίσω, έγιναν δέρμα σου, έγιναν στρώσεις, που η μία αντικαθιστούσε την άλλη, κι εσύ τις φύλαγες όλες αυτές τις στρώσεις, σαν του φιδιού τα πουκάμισα. Το φίδι ήσουν πάντα εσύ. Εσύ, εγώ, εμείς, που στον χρόνο πάνω σερνόμαστε και αναζητούμε θηράματα, τροφή και ζεστασιά. Κι αλλάζουμε πουκάμισα, όταν η αγκαλιά βαριά μας πέσει. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι δε θέλω να αλλάξω πια πουκάμισο, ότι η αγκαλιά θέλω να γίνει δέρμα μου κι εγώ δικό της. Και κάπου να βρω μία γωνιά, να αποβάλλω όσο δηλητήριο μου αναλογεί σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν το λες μια αυτοάμυνα το δηλητήριό σου. Θέλω να ζήσω δίχως άλλη τέτοια αυτοάμυνα, δίχως πίκρες και  δίχως άλλη χολή. Γιατί και η χολή μας, μοιάζει σαν του Προμηθέα το συκώτι : πάντα παραμένει άθικτη για τον επόμενό μας στόχο. Ακόμα κι αν η δική μου αφαιρεθεί, πάντα πλεόνασμα θα υπάρχει εκεί έξω.

Το δικό μου το πλεόνασμα είναι σε μυρωδιές. Μπορώ περήφανα να πω ότι η μνήμη μου έχει μεγάλες αποθήκες. Κι ίσως αυτό το αντιστάθμισμα μου αφαιρεί εικόνες. Αλλά κι οι μυρωδιές έχουν μια μαγική, δική τους ικανότητα να με πηγαίνουν πίσω κι εικόνες να αναπλάθουν. Μυρωδιές από λεμονιές στο νησί κι εγώ να είμαι ξαπλωμένος από κάτω τους, από ασβέστη κάθε καλοκαίρι στα σκαλιά που έβαφε ο παππούς μου, απ’ τα τσιγάρα του πατέρα μου και την εικόνα του να τα καπνίζει, απ’ τα μαλλιά της γιαγιάς μου, από τις γάτες τις αδέσποτες που έδινα ονόματα κι από καφέ ελληνικό και μάτια που κοιτάζουν μη φουσκώσει. Η καρδιά μου είναι γεμάτη από μάτια που φρόντιζαν να μη φουσκώσει παραπάνω. Και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη νιώθω, όταν τα σκέφτομαι. Γιατί και η σκέψη είναι μια ανάμνησή μου διαρκείας. Που δε μαραίνεται, που δεν το χάνει το άρωμά της. Είναι σαν φύλλα από βασιλικό, που σου τρυπάνε τα ρουθούνια και οι κινήσεις των δακτύλων σου που τα χαϊδεύει. Κι ύστερα, με δάκτυλά μυρωμένα, είσαι κι εσύ ο ίδιος βασιλικός , ίσως ακόμα και βασιλιάς. Γιατί κάποιος από μικρό παιδί σε έχρισε τέτοιον.

Στη μάνα μου άρεσε πάντα ο βασιλικός. Ήθελε – και θέλει- να έχει μια γλαστρούλα στο μπαλκόνι της τα καλοκαίρια, να τη βλέπει, να την ποτίζει, να τη μυρίζει. Κι εγώ μαζί της ήθελα το ίδιο. Πολλά μου θέλω κι επιλογές ήταν δικά της ποτίσματα. Και δεν το ήξερα, είτε το ήξερα και κρυφογέλαγα, γιατί μου άρεσαν. Όπως μου άρεσε πάντα, παιδί να είμαι με το κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια της και να με νανουρίζει με το Que sera sera , γιατί η ζωή ήταν πάντα κάτι απρόβλεπτο κι εσύ η πρόβλεψη να το περάσεις και να χαμογελάσεις. Όπως μου άρεσε που ερχόταν κι έφερνε το φαγητό στα κάγκελα του σχολείου κι εγώ δήθεν ντρεπόμουν, όμως την έψαχνα σε κάθε διάλειμμα, μήπως φανεί. Κι έστεκε και χαμογελούσε, ακόμα κι όταν έλειπε. Από τότε χαμογελώ κι εγώ, γιατί χρωστώ πολλά χαμόγελα σε κείνη και θέλω κάπως να της τα ανταποδώσω. Ακόμα κι αν έμεινα μικρός σαν βασιλιάς, δεν ξεχνώ σε ποιον χρωστώ αυτό μου το βασίλειο. Κι η ίδια συνεχίζει να μου χαμογελά, κι ας μη με βλέπει όσο συχνά θα ήθελε, κι ας μη τρώμε μαζί τα μεσημέρια, κι ας μην έχω τρόπους πολλούς να της δείξω την αγάπη μου. Έχω πάντα όμως τη μυρωδιά της μαζί μου και το νανούρισμα.

Σήμερα τα νανουρίσματα ίσως να είναι ξεπερασμένα. Ίσως τα νέα παιδιά δεν έχουν όνειρα ή όρεξη να κοιμηθούν να τα γυρέψουν. Ίσως δε βρίσκουν εύκολα τις αγκαλιές που επιθυμούν.

Βασιλικοί όμως δεν έπαψαν να φυτρώνουν κι οι μυρωδιές τους κάτι να σημαίνουν. Η γιορτή της μητέρας είναι κι αυτή μια διαρκής ανάμνηση, ένα γλαστράκι βασιλικού κι ένα ευχαριστώ που μ’ έχρισες βασιλιά. Είναι μια χούφτα εικόνες, είναι το μπάνιο που κάνεις στα χέρια της παλεύοντας με αφρούς και παπάκια, είναι οι αναμνήσεις όλες που θα ήθελα να επαναφέρω στο μυαλό μου, είναι τα τραγούδια, τα νανουρίσματα, το καμάρι της και το δικό μου, είναι οι μυρωδιές και οι εκφράσεις της, είναι τα παραμύθια που πλάθει καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, όσο σου δίνει μπουκιά μπουκιά το φαγητό σου, κουταλιά κουταλιά το φαρμακό σου, αγκαλιά αγκαλιά τη δυναμή σου. Κι αυτή η αγκαλιά είναι το δέρμα που ξέρω πως ποτέ δε θα φύγει από πάνω μου.  

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 11 Μαΐου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο πέμπτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου: Προσευχή*

Έπαιρνα πάντα πέντε κεριά. Ούτε τέσσερα, ούτε έξι. Μόνο πέντε, όσες και οι ευχές μου ή αλλιώς οι παρακλήσεις μου. Αν ήταν παραπάνω από πέντε, έπρεπε να στριμωχτούν, να αγκαλιαστούν σφιχτά για να χωρέσουν ή μία από αυτές ή παραπάνω να περιμένει τη σειρά της, για άλλη επίσκεψη στην εκκλησία.  Που μπορεί, μέχρι τότε, να μην υπάρχουν ευχές παραπανίσιες ή να μην έχω θέληση κεριά ν’ ανάψω. Κάθε κερί, εξάλλου, ήταν κι ένας μικρός θάνατος. Που καιροφυλακτούσε η καντηλανάφτισσα να τον τελέσει. Ένα προς ένα, προτού καν στρέψεις το κεφάλι σου, έβλεπες τα κεράκια να βυθίζουν το δικό τους το κεφάλι στην άμμο. Οι ευχές έκαναν πάντα τον ίδιο ήχο καθώς έσβηναν, ένα απαλό τσιγάρισμα πάνω στην άμμο. Και το παγκάρι ήταν γεμάτο από τέτοιους μικρούς θανάτους, που περίμενε ο καθένας τους τη στιγμή που θ’ αγοράσεις τους δικούς σου. Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά να ξόδεψα ως σήμερα, να δω τις ευχές μου έτσι να τσιγαρίζονται.

Ο αριθμός 5 δεν ήταν τυχαίος. Ήταν τα δάκτυλα που είχα να μετρήσω, οι αφιερώσεις και οι ελπίδες μου οι άνθρωποι γύρω μου να είναι καλά, οι άνθρωποι που πέθαναν να αναπαύονται,  να με θυμούνται οι μοίρες όταν μοιράζουν καλοτυχία και ο εαυτός μου, όταν λαθεύει, να επιστρέφει. Όσα κεριά κι αν άναβα, ο εαυτός μου επέστρεφε ταπεινωμένος, εσταυρωμένος κι αναστημένος. Γιατί έπρεπε να την περάσει τη διαδικασία, γιατί δε θα μπορούσα να περάσω κατευθείαν στην ανάσταση, γιατί έτσι φτιάχτηκαν όλες του κόσμου οι αναστάσεις  πώς να το κάνουμε, απ’ τα δικά μου τα πεσίματα, που έπρεπε κάθε φορά να είναι και πιο μεγαλειώδη. Και κάθε φορά η ανάσταση είχε και άλλο χρώμα. Δίχως όμως λαμπάδα.  Οι λαμπάδες συνήθως κυκλοφορούν γεμάτες παιχνίδια και κορδέλες και στρασάκια και φιογκάκια και δεν αφήνουν χώρο ν’ ανάψει το φιτίλι. Κι αυτό από μόνο του πάλι τις ζωές μας μου θυμίζει, που δεν άφησαν χώρο να ανάψει το φιτίλι. Καλοκαιριάζει θα μου πεις και τι να το κάνεις το φιτίλι με τέτοιον ήλιο . Ο ήλιος θ’ αναλάβει να μας φωτίσει και να μας κάψει. Αλλά χωρίς να μας ζεστάνει.

Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να μας ζεστάνει. Δεν έχω καν μια πληροφόρηση πόσοι από μας αντιλαμβάνονται το κρύο, ακόμα και με 40 βαθμούς υπό σκιάν. Που δε σου φτάνει μια κουβέρτα, που δε σου φτάνει μια αγκαλιά, θέλεις να δεις ανθρώπων έργα φωτιά να βάζουν μέσα σου. Και δεν τα βλέπεις. Και πας και ανάβεις τα κεράκια σου και θες τα χρήματά σου να πιάσουν τόπο στο παγκάρι. Γιατί αλλιώς Θεός δε γίνεται απένταρος. Έχει κι αυτός τα έξοδα συντήρησης. Θυμάμαι που συνόδευα τη γιαγιά μου στην εκκλησία και της ζητούσα συνεχώς ψιλά να ρίξω στο κουτάκι, να πάρω τα κεράκια, να πιάσουν οι ευχές. Μεγάλωσα πιστεύοντας πως οι ευχές είναι συντριβάνια για τουρίστες, που πρέπει κέρματα να δώσεις αν θες να σε προσέξουν, είναι κεράσματα στις Μοίρες στο τραπεζάκι δίπλα απ’το κρεβάτι και κουραμπιέδες στον Άγιο Βασίλη κάτω απ’το χριστουγεννιάτικο το δέντρο. Μεγάλωσα κι εγώ στη λογική του παζαρέματος, να μου δώσεις, να σου δώσω, να τις αξίζεις τις ευχές και να τις αγοράσεις. Κι αγόραζα κι εγώ ευχές, μέχρι που τέλειωσαν τα χρήματα. Κι έτσι με άδειο πορτοφόλι, φοβάσαι ο Θεός μη και δε σε υπολογίζει στα τεφτέρια του.

Ποιος είναι Θεός για τον καθένα είναι συζήτηση μεγάλη, που για να την κάνεις προϋποθέτει ψυχραιμία και λογική. Τίποτα από τα δύο δε συναντάς εύκολα πια, παρά μόνο ανθρώπους που ξέχασαν τα παιδικά τους χρόνια που προσεύχονταν πριν κοιμηθούν, που ζητούσαν συγγνώμη κι έλεγαν ευχαριστώ, που είχαν μια καλή κουβέντα για το καλό σου και μια παρήγορη για το πέσιμό σου. Η ανάσταση δεν έρχεται πια εύκολα, όσο η Σταύρωση. Και σκέψου βάρος στις τσέπες των ανθρώπων με τόσα καρφιά που κουβαλούν, που δε τους μένει σπιθαμή υφάσματος να βάλουν ένα χαμόγελο. Κάποιο τεφτέρι εκεί ψηλά έχει πάρει φωτιά, αυτό σκέφτομαι. Όχι κάποιου Θεού, ποτέ δεν ήμουν υπέρμαχος συγκεκριμένης θρησκείας. Ήμουν όμως υπέρμαχος του σεβασμού. Σε ό,τι διαφέρει απ’ τα δικά μου θέλω, γούστα και κεριά. Ο καθένας ξοδεύει τις ευχές του κι εγώ δεν ήθελα ποτέ καντηλανάφτης να γίνω κι ευχές να τσιγαρίζω. Θα λαχταρούσα λίγη παραπάνω καλοσύνη, αυτή, την καλοσύνη των Ξένων, όπως είπε μια ηρωίδα του Ουίλιαμς. Κι αυτή την καλοσύνη των ξένων να αναλογιστούμε, αν είμαστε ικανοί να την προσφέρουμε οι ίδιοι σε άλλους ξένους γύρω μας.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Πέραμα. Εκεί γεννήθηκα , εκεί μεγάλωσα. Πέραμα σημαίνει και πέρασμα, όπως και Πάσχα το ίδιο σημαίνει. Ανέβαινα λοιπόν κάθε Μεγάλο Σάββατο στην ταράτσα του σπιτιού μας μ’ ένα βιβλίο και περνούσα ώρες ατέλειωτες. Ήταν το μόνο μέρος που νόμιζα κανείς δε με φτάνει, καμιά ευχή μου δεν τσιγαρίζεται κι εγώ ο ίδιος σαν κερί δε θα μπορούσα να λιώσω. Κοιτούσα τον ήλιο, με κοιτούσε κι αυτός, δεν ήξερα τι ένιωθα ακριβώς, όμως δεν κρύωνα. Δεν είχα κέρματα μαζί μου, ήταν ανέξοδη η πίστη κι η προσευχή μου. Κι έτσι μπορούσα ελεύθερα να πω ότι δεν πίστευα σε κανένα Θεό και ότι πίστευα σε όλους. Κυρίως πίστευα σε ανθρώπους, που Θεό κρύβουν μέσα τους και που μπορούσαν θαύματα να κάνουν και να μην κρατούν τεφτέρια. Μεγαλώνοντας αναθεωρώ και εύχομαι αν υπάρχει Θεός, ένας ή παραπάνω, να σκίσει τα τεφτέρια του και να δώσει μιαν Ανάσταση ακόμα. Και οι άνθρωποι να σταματήσουν να Σταυρώνουν για να μπορέσουν να την αντιληφθούν.


αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 30 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τέταρτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Κουβάδες

Γέμιζα κουβάδες όλο το πρωί.
Και κάθε κουβάς είχε μια θλίψη,
που δε γέμισε αρκετό από το χάος μου
που με άφησε να γυρεύω τον επόμενο.
Το πάνω πάτωμα αποφάσισε μέσα στη νύχτα να πλημμυρίσει.
Και το έκανε με φωνές
και το έκανε με κλάμματα.
Πήρα αγκαλιά έναν κουβά και άρχισα μαζί του να μιλώ.
Του ζήτησα βοήθεια
να με στεγνώσει ή να με κρύψει
στο κρύο του μέταλλο να με φωλιάσει.
Και το έκανα με θυμό
και το έκανα με λαχτάρα.
Το πάνω πάτωμα δεν έλεγε να αλλάξει χαρακτήρα
κι ένιωθα εγώ πως πρέπει να αλλάξω.
Οι τοίχοι έσταζαν, σαν κεριά που έλιωναν
και που δεν είχα ανάψει, ούτε προσευχηθεί.
Κάθε που ένιωθα τον εαυτό μου να βυθίζεται
πέταγα τον σταυρό μου στον κουβά
σαν να’ταν Θεοφάνεια.
Τον άφηνα πνιγμένο στο κολύμπι του.
Κι ο ουρανός είχε πια γίνει ένα πελώριο σφουγγάρι
όχι από κείνα που σε πλένουν,
αλλά από κείνα που σε σβήνουν.
Κι έτσι σβησμένο με αφήσαν και ανώφελο.
Κάποια στιγμή το πάνω πάτωμα σταμάτησε νερά να στάζει
κι αναρωτήθηκα γιατί το δικό μου δε λέει να στεγνώσει.
 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Πορφύρα *

Κρύψου εσύ. Σήμερα θα τα φυλάω εγώ. Μόνο που θέλω να μου πεις, προτού κρυφτείς, τι έμεινε να φυλάω. Είναι σκέψεις, είναι πόνοι, είναι συναισθήματα, είναι χρώματα, χώματα ή ιστορίες; Είναι αξίες, γεγονότα, είναι όνειρα; Και πώς θα ξεχωρίσω τα δικά σου απ’ τα δικά μου ή των άλλων; Πριν αρχίσω να ψάχνω, πες μου σε παρακαλώ αν άφησες ποτέ σου ένα σημάδι στα αφύλαχτά σου για να τα ξεχωρίσω. Κι αν δε μου πεις, εγώ πάλι θα μείνω να φυλάω. Δεν έχω τι άλλο να κάνω. Σ’ αυτό τον κόσμο κάποιοι φυλάνε, κάποιοι κρύβονται και κάποιοι κυνηγούν. Δεν έχω φαντασία στις κρυψώνες κι επουδενί δε θα’ θελα να κυνηγώ. Να τα φυλάω όμως μπορώ. Και δε θα τ’ ανεβαίνω τα σκαλιά μου πέντε πέντε της αρίθμησης, μα ένα ένα. Να έχεις χρόνο να κρυφτείς, να έχω χρόνο να κρυφτώ. Εδώ, με το κεφάλι μου σκυφτό, σ’ έναν κορμό ενός δέντρου. Και να μη δω πού κρύφτηκες, ας μην το ξέρω. Ίσως σε κάποια αδύναμη στιγμή σε μαρτυρήσω.

Παλιότερα κρυβόμουν πίσω από καναπέδες, κάτω από τραπέζια κι αυτοκίνητα, μέσα σε θάμνους και ντουλάπες και περίμενα να με βρουν. Η αγωνία να με ανακαλύψουν ήταν πάντα μεγαλύτερη απ’ το να μη μ’ ανακαλύψουν. Κρυβόσουν κι εσύ, μόνο και μόνο για να σε βρουν. Να τρέξεις στη βάση, να πεις το φτου και βγαίνω και πάλι να κρυφτείς. Τώρα πώς γίνεται τα πράγματα να αντιστράφηκαν έτσι; Να τρέμεις να βρεθείς, να εύχεσαι η κρυψώνα σου να μη χωρά σ’ ανθρώπου νου. Ή του ανθρώπου ο νους ιδέα να μην έχει ότι κρύφτηκες. Μια γυναίκα στο Ρέθυμνο έπεσε μέσα σε πηγάδι, λίγες μέρες πριν. Δεν ήταν κέρμα το σώμα της  που πέφτει στο νερό, δεν ήταν πηγάδι η ζωή της που δίψαγε να γεμίσει, ήταν κέρμα και ευχή η ίδια. Ευχή να κρυφτεί, που δεν εκπληρώθηκε. Κάθε που ακούω για αυτοκτονίες, σκέφτομαι ανθρώπους που θέλουν να κρυφτούν κι ανθρώπους που τα φυλάνε. Κοιτάζω γύρω μου και δε βλέπω δέντρα και γυρτά σώματα να μετρούν μέχρι το εκατό. Σε πόσα σπίτια να ριζώνουν δέντρα σκέφτομαι , σε πόσα σπίτια οι άνθρωποι  τα φυλούν, μέχρι να μην έχουν πια τι άλλο να φυλάξουν. Οι απορίες μου είναι κι αυτές αφύλακτες.

Αφύλακτα είναι και τα όνειρα μας. Κυκλοφορούν ανάμεσα σε βρώμικους δρόμους και κούφιες υποσχέσεις. Καμιά φορά τα όνειρά μου πέφτουν από τις τσέπες μου και δεν προφταίνω να τα μαζέψω, κάποιο χέρι ασύδοτο και δημοκρατικό θα τα πυροβολήσει, μόνο και μόνο για να νιώσει χαρούμενο που έχει την επιλογή. Θα με ταΐσει φράουλες για να μην αντιδράσω, θα μου ζητήσει τη σιωπή μου ή θα με ειρωνευτεί, θα μου θυμίσει πόσα όνειρα σκοτώνονται μέρα τη μέρα και ρέστα θα μου ζητήσει γιατί σε άλλους φόνους δεν έχω αντιδράσει. Δε θα ξέρω τι να του απαντήσω, θα είμαι πάντα αδέξιος συνομιλητής μπροστά στου κόσμου τη μνησικακία, που θα συγκρίνει τους θανάτους λες και μιλά για οικόπεδα, για χρέη σε χαρτιά ή σε εμπόρους. Σκέφτομαι πως η μεγαλύτερη νίκη των δικτατόρων του τότε, είναι η δημοκρατία του σήμερα. Που μας έκανε να πιστέψουμε πως μπορούμε να τα έχουμε όλα, με κάθε τρόπο, με κάθε μέτρο. Και που κανείς δε θα μας εμποδίσει. Γιατί κι αυτός κάποιου άλλου όνειρα έχει σκοτώσει και κάποιες άλλες φράουλες θα έβαψε με αίμα. Ίσως τελικά όλοι έχουμε φάει πολλή φράουλα για να αντιδράσουμε. Κι αυτή η συνενοχή μας είναι το κρυφτό που όλοι παίζουμε.
Υπάρχουν κι αυτοί που δεν κρύφτηκαν ποτέ και δεν το θέλουν. Που μπορούν να χαίρονται με τα θύματα της Βοστώνης, που μπορούν δυνατά να λένε ‘’καλά να πάθουν’’, μόνο και μόνο λόγω εθνικότητας, λόγω φρονημάτων, λόγω πολιτικής του κράτους που ανήκουν. Αν σε χαρακτηρίζει το κράτος που ανήκεις, από τύχη, ατυχία ή επιλογή, τρέμω τους ανθρώπους που θα με κρίνουν για το κράτος που ανήκω εγώ. Τρέμω στην ιδέα της κριτικής γενικότερα. Που έτσι όπως όλοι πια κρίνουμε και κρινόμαστε βάναυσα, δίχως επιχειρήματα, δίχως διάθεση διαλόγου, η κριτική κι αυτή έχασε την αξία της, έγινε φαρμάκι που εξαπολύουμε προς κάθε κατεύθυνση. Είναι δημοκρατία , είναι λογική, είναι αφύλαχτα τα λόγια και οι προθέσεις μας. Κι όποιος διαφωνεί, μπορεί να πέσει να πνιγεί. Μπορεί να βρει πηγάδι, θάλασσα ή ποταμό. Να κολυμπήσει με χέρια δεμένα, να πιστέψει σε σωσίβια τρύπια ή σε βάρκες δίχως κουπιά. Τις μέρες που γεμίζω απογοήτευση θα έπρεπε το ίδιο το πληκτρολόγιο να μου απαγορεύει να γράφω. Θα έπρεπε να με άφηνε να κρυφτώ στις σκέψεις που δεν έχουν αρχή και τέλος, είναι ουροβόρα πλάσματα που τρώνε η μία την άλλη.

Στο τέλος μένουν πάντα τα πιο δυνατά σαγόνια, που μασούν, που χωνεύουν, που καταπίνουν και ξεχνούν τι έφαγαν. Που μετρούν τη ζωή σε κέρματα και όχι σε βλέμματα, που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους με χρώματα και όχι με ονόματα, που τολμούν να ξοδεύουν οράματα και όχι κλάματα. Έτσι που στέκομαι με μάτια κλειστά, γυρτός στον κορμό του δέντρου, διστάζω να πάψω το μέτρημα. Φυλάω κι έχω φτάσει το ένα εκατομμύριο. Κάποιοι γύρω μου έχουν προλάβει να κρυφτούν και ξέχασαν ότι μετράω. Κι εγώ ξέχασα ότι έχουν κρυφτεί. Κατά βάθος τους ζηλεύω. Φυλάω τις πόρτες τις κλειστές, που μέσα κρύβουν άλλα δέντρα κι άλλους ανθρώπους που τα φυλούν. Ο καθένας φυλά τα δικά του όνειρα, μην τύχει μια ελευθερία του ενός να τα σκοτώσει. Κι έτσι και γίνει το κακό, βάφει πορφύρα ο τόπος ανεξίτηλη.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο τρίτο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

υποβρύχιο

κάθε τέτοια εποχή ξυπνά μέσα μου μία βανίλια υποβρύχιο,
έρχεται πρώτα σα μυρωδιά,
μετά σα γεύση και τέλος σα προσδοκία.
αυτή η βανίλια είναι πάντα λευκή, 
όχι μ' αρώματα, ξηρούς καρπούς και άλλες γεύσεις.
κάνει πάντα τις ίδιες βουτιές - 
από το χέρι μου καταλήγει στο ποτήρι κι ύστερα στο στόμα μου μέσα
κι όσο η βανίλια αλλοιώνει τη συνοχή της και γίνεται κομμάτι μου
σκέφτομαι αυτά που αλλοίωσε ο χειμώνας 
ή που πρέπει να κάνω εγώ να αλλοιωθούν.
χειμώνας βαρύς, υποχρεώσεις, ευθύνες και ξοδεμένες μέρες 
πάνω σε τετράδια, πλήκτρα και τραπέζια εργασίας.
τώρα, μονάχα ήλιος και στόμα ανοικτό να τον χορτάσεις.
είμαι κουτάλι και βανίλια
έτοιμος να βουτήξω στο ποτήρι.
και μετά, θα αλλοιωθώ. 

*και πολυμήχανος γυρίζω στην Ιθάκη μου, τις μουσικές μου, τα διαβάσματα, το μπλογκ που παραμέλησα κι εμένα. βουτιά. 


Κυριακή 26 Μαΐου 2013

sure about now ... at last

Τελευταία. Και απολογητική. Και χαρούμενη. Και  μουσική. Η τελευταία εκπομπή της σεζόν έχει μια γλύκα παραπάω, γιατί θυμάμαι όλα τα σάββατα στη σειρά και τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, εκείνους που με άκουσαν κι αυτούς που με συμβούλευσαν. Έχει μια παύση για καλοκαίρι και μια υπόσχεση για τη συνέχεια. Και κρύβει πάντα τις μουσικές, όλες εκείνες που στη σειρά είπαν τις ομορφότερές μας ιστορίες. Οι 35 εκπομπές της χρονιάς με συνοδεύουν σε καλοκαιρινά ραντεβού.




Σήμερα πήγαμε ανάποδα στον χρόνο, διαλέξαμε ένα κομμάτι από κάθε εκπομπή και φτάσαμε πίσω. Στην πρώτη σιγουριά Σαββάτου, εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη. Ακούσαμε λοιπόν τα :

Buika - La Bohemia / Patti Smith - Pastime Paradise / Nina Simone - Feeling Good / Shirley Ellis - The Name Game / Zaz - On Ira / Julien Dore - Moi Lolita / Jack White - Love is Blindness / Alex Clare - Relax my beloved / Dido - Go dreaming / Emeli Sande - My kind of Love / Xαρούλα Αλεξίου - Είσαι η νύχτα με τα αινίγματα / Ben E.King - Stand by me / Adriano Celentano - Non esiste l'amor / Asaf Avidan - Different Pulses / OMD -Enola Gay / Vassilikos - You're my destiny / Hooverphonic - Mad about You / Smith & Burrows - When the Thames froze / Genesis - Land of Confusion / The Verve - Bitter Sweet Symphony / Grease ost - We go together / Fun._  ft. Janelle Monae - We are young / The Pierces - Kissing you Goodbye / Queen - I want to break free / Bjork - Hidden Place / Jessie Ware - Wildest Moments / Pet Shop Boys - Love etc. / Dusty Spingfield - I only want to be with you / Imagine Dragons - It's time /Adele - Skyfall / Εdward Sharpe & the Magnetic Zeros - 40 day dream

Bonus: το σημερινό podcast για πριβέ αποχαιρετισμούς, δυστυχώς δεν εγγράφη. πράγμα που σημαίνει η τελευταία εκπομπή δεν έγινε ποτέ και η συνέχεια έρχεται τον Σεπτέμβρη. Φιλώ σας.
Το επόμενο ραντεβού δεν είναι τόσο κοντά :)
Ο σταθμός όμως παραμένει αγαπημένος. Clipartradio.gr ΚΑΙ το καλοκαίρι.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Γκόλφω *

Δεν έχω βρει ακόμα εφαρμογή σε κινητό πώς ερωτεύεσαι. Δεν έχω ιδέα αν απαιτείται σύνδεση ή καρτοκινητό, αν θέλεις τάμπλετ, φορητό ή επιτραπέζιο πισι, έξυπνο, χαζό ή κάτι που να μοιάζει με ανθρώπινο. Βάζω το κεφάλι μου να θυμηθεί πώς ήταν ο έρωτας τα χρόνια που τα κινητά τα είχαν ένας – δύο στην παρέα και τους κορόιδευες , που κρατούσαν μια παντόφλα με κεραία στο χέρι, δήθεν γιατί έπρεπε πάντα κάποιος πάντα να τους βρίσκει. Από τότε τα κινητά άλλαξαν σχήματα, σχέδια, ονόματα, δεν άφησαν όμως τα χέρια μας ελεύθερα. Τα χέρια μας έγιναν δικά τους και πήραν της αγκαλιάς τους το σχήμα. Αν έπρεπε να πω τι σχήμα έχει ο έρωτας, θα έλεγα ότι πια είναι παραλληλόγραμμος. Ο έρωτας είναι οθόνη αφής, είναι τα φίλτρα ίνσταγκραμ και οι μονάδες που ξοδεύεις, είναι οι μηνιαίοι λογαριασμοί στο πορτοφόλι σου . Ή σ’ αντιδιαστολή, έρωτας είναι όλα αυτά που αποχωρίζεσαι κρατώντας κινητό στο χέρι.

Τα χρόνια που πρωτοερωτεύτηκα, τα κινητά δεν είχαν ακόμα κατακλύσει την αγορά. Δεν αναφέρομαι στην περίοδο που ήμουν μαθητής δημοτικού και αγαπούσαμε τέσσερα αγόρια την Ελένη. Πια η Ελένη αμφιβάλλω αν το θυμάται το σουξέ της. Αυτά τα χρόνια σε προοικονομούν για της ζωής σου την ανατροπή. Μιλώ για τα εφηβικά, που έπαιρνα κάθε απόγευμα τηλέφωνο στο σπίτι της Μαρίας και περίμενα να το σηκώσει. Όταν το σήκωνε, έβαζα το ακουστικό δίπλα στο κασετόφωνο και έβαζα ν’ ακούει όσα εγώ να πω δεν τόλμαγα. Άλλοτε άκουγε αρκετά, άλλοτε λίγο, ποτέ δε μίλαγε, ποτέ δε μίλαγα, ο έρωτάς μου ήταν δευτερόλεπτα σιωπής μέσα σε σύρματα. Κι η ανταπόκρισή της, στα τραγούδια που αφιέρωνα, ήταν δευτερόλεπτα σιωπής μέσα σε σύρματα. Ήταν η εποχή που, για να γευτείς μια ομοιότητα, δε χρειαζόσουν το μπλουτούθ ή τις υπέρυθρες. Όταν πια έμαθε για μένα, δεν είχα πια λέξεις να της πω πολλές, είχα βλέμματα, είχα ελπίδες κι εκείνη δεν είχε τίποτα. Δεν έγινε ποτέ κάτι μεταξύ μας. Η σύνδεση διεκόπη. Ξεμείναμε από σήμα. Μας έμειναν όμως τα τραγούδια. Που τα ακούω μέχρι τώρα και θυμάμαι.
Τώρα τι μένει να θυμάσαι; Αναρωτιέμαι μεγαλώνοντας ποιες συμπεριφορές μου και ποιες αναμνήσεις μου θα θεωρούνται ρετρό στις επόμενες γενιές ή αρκετά ξεπερασμένες, όπως τα ραβασάκια που έγραφε ο παππούς μου στη γιαγιά μου και που τα στόλιζε με ζωγραφιές που μόνος έφτιαχνε, λες και τα χέρια του ήταν κι αυτά ερωτευμένα με τον παραλήπτη, λες και τα μάτια της γιαγιάς μου θα διψούσαν για έρωτα. Εμένα αυτό ποτέ δε μου φάνηκε ρετρό. Έχω στα χέρια μου ένα τέτοιο δικό του ραβασάκι και νιώθω την αγάπη του για κείνη να μην έληξε στον χρόνο. Παρέμεινε αφιλτράριστη, δίχως ορδές από λάικ, δίχως σχόλια και ταγκαρίσματα. Ο έρωτας ήταν κατεξοχήν η πιο κρυφή κι ανομολόγητη εφαρμογή του ανθρώπου, κρυφή όχι από ντροπή, αλλά από τον σεβασμό, να μοιραστείς κάτι με κάποιον, που μόνο δικό σας είναι, που δεν το βλέπουν άλλα μάτια, που δεν το αγγίζουν άλλα στόματα, που δεν ρυπαίνουν άλλες λέξεις. Κι έτσι, ηδονοβλεπτικά, δεν πολυκατάλαβα τα ζευγάρια που φιλιούνταν στους δρόμους . Εκτός κι αν δεν είχαν μάτια, παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, και δεν έβλεπαν τον κόσμο γύρω τους να τους φωτογραφίζει.
Οι άνθρωποι πλέον φωτογραφίζονται μόνοι τους. Το βλέπεις στις γωνίες των φωτογραφιών τους το παρατεταμένο χέρι που κρατούσε τη φωτογραφική. Και φωτογραφίζονται μόνοι τους. Και χαμογελούν. Και με στεναχωρεί η σκέψη ότι αυτό τους το χαμόγελο δεν το μοιράζονται με κάποιον εκεί γύρω τους, ότι αυτή η ευδαιμονία, αυτό το φροντισμένο κάδρο ή το επιμελώς ατημέλητο δεν έχει άνθρωπο δεύτερο μέσα του. Ίσως κι εγώ παράξενος να γίνομαι και να ελπίζω όλα να γυρνούσαν σε άλλες εποχές , που οι φωτογραφίες ήταν λίγες, ήταν σε φιλμ που δεν μπορούσες να επέμβεις κι ήταν σε πόζες 12, 24 ή λίγο παραπάνω. Τώρα κι αυτές βγαίνουν κατά δεκάδες, ψηφιοποιημένες κι εσύ επιλέγεις τις καλύτερες σου λήψεις, με τις γωνίες, τα χαμόγελα και τ’ αντικείμενα όσο πιο πολύ αν γίνεται να δείχνουν πόσο ευτυχής είσαι τριγύρω τους. Μα δεν είσαι. Γιατί σπάνια άνθρωπος τόσο χαρούμενος έχει ανάγκη άλλοι να επιβραβεύσουν τη χαρά του. Τη ζει και την κρατά ολόδική του. Κι ο έρωτας είναι κατάδικός του. Δε βγαίνει σε πόζες 12, 24 ή λίγο παραπάνω. Βγαίνει σε λίγες, είναι από φιλμ και δε φιλτράρεται. Σε διαφημίζει, αν είναι τελικά αυτό που’ χεις ανάγκη. Μα όταν διαφημίζεται , δεν είναι αυτό που’ χεις ανάγκη να είναι.
Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου ποια θέλω η δική μου σχέση με την τεχνολογία, τα φέισμπουκ και τα κινητά να είναι, αν χρειάζομαι τη δημοσίευση για να νιώσω κάτι, αν προσθέτουν κάτι τα λάικ  στην ωραιότητα των συναισθημάτων μου, των κειμένων μου, του προσώπου ή των στιγμών μου ή στην ασχήμια τους. Είμαι κι εγώ ένας εγκλωβισμένος άνθρωπος που ζει το σήμερα κι αναπολεί το χθες. Αναπολώ τον έρωτα της Γκόλφως, που την τραντάζει, την κυβερνά, την υψώνει και την καταβαραθρώνει. Που είχε αισθήματα και είχε αποδέκτες. Που είχε θαυμαστές, μα δεν την ένοιαζε. Και θέλω να ελπίζω πως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ζουν τον έρωτα, με τις εντάσεις, τις υπερβολές, τα ύψη και τα βάθη του. Κι ότι ακόμα και στην τελευταία πράξη, δεν αναρτούν τα δάκρυα του χωρισμού για να μαζέψουν χαρτομάντηλα.
αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 14 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δωδέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

μικρά καλοκαιράκια ( 3 )

που δε σ'αντέχει η ζωή, όπως κλεισμένος είσαι σπίτι και δεν μπορείς στον εαυτό σου μιαν εκδρομή να τάξεις. ή που σου τάζουν διακοπές σαββατοκύριακες, με ήλιο πνιγμένες και ουσίες μυστικές, όλο κουβέντα και όλο θέλω. και μέχρι το μικρό καλοκαιράκι το μεγάλο να συναντήσει, οι μουσικές βρίσκουν τα λόγια τα Ισπανόφωνα. προτελευταία εκπομπή για φέτος γεμάτη με τέτοιες μουσικές :

Frida Ost - The floating bed / Estrella Morente - Volver / Connie Francis - Siboney / Agustin Lara - Piensa en mi / Τάνια Τσανακλίδου - Cuando tenga la tierra / Buena Vista Social Club - Chan Chan / Vicky Christina Barcelona Ost - Barcelona / Perez Prado - Mambo No5 / Miranda Martino - Meglio Stasera / Jose Larralde - Quimey Neuquen / Arno Elias feat.Nino - Amor Amor / Astrud Giberto - Agua de Beber / Buika - La Bohemia / Cesaria Evora - Besame Mucho / Lila Downs Y Celso Pina - Zapata se queda / Gotan Project - Una musica brutal / Jun Miyake - Lillies of the valley / Trio Los Panchos - Quizas Quizas Quizas / Cesaria Evora & Ελευθερία Αρβανιτάκη - Sodade / Chavela Vargas - La Llorona / Madredeus - O Pastor / Black Orpheus ost - Manha De Carnaval / Luz Casal - Un ano de amor / Perez Prado - Guaglione / Nat King Cole - Aquellos ojos verdes / Pink Martini - Donde Estas Yolanda / Manu Chao - Me gustas tu / Lhasa de Sela - Con toda palabra / Arno Elias - El corazon / Mercedes Sosa - Gracias a la vida / Lila Downs - La cumbia del mole

 Bonus track : το podcast το σημερινό για επαναλήψεις σε λέξεις κλειδιά

το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά και είναι το τελευταίο
Σάββατο 25/05 - 18.00-20.00 / Clipartradio.gr 

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

μικρά καλοκαιράκια ( 2 )

που περιλαμβάνουν Πάσχα, γιορτή της μητέρας και μπάνια σε παραλίες κοντινές, μέσα στη ρουτίνα βουτηγμένες. ξεφεύγουμε όσο μπορούμε απ'τις εντάσεις και επιδιώκουμε γιορτή να γίνουμε, γιορτή να τιμήσουμε και να τη ζήσουμε. Όπως απόψε που αφιερώσαμε μια εκπομπή στη γιορτή της μητέρας και ακούσαμε τραγούδια για μητέρες, μανούλες, μανίτσες και τέκνα.

 Rosemary's Child - Music theme / Devendra Banhart - I feel Just like a child / MGMT - Kids / The Shirelles - Mamma Said / Harry Belafonte - Mama look-a Boo Boo / Genesis - Mama / Nick Cave & The bad seeds - The Lyre of Orpheus / Χάρις Αλεξίου - Μανούλα μου / Elton John - Mama can't buy you Love / Etta James - Tell Mama / Radiohead - I am a wicked child / Σαββίνα Γιαννάτου - Τα παιδιά κάτω στον κάμπο / Robbie Williams - King of Bongo / Taken by Trees - Sweet child of mine / Kate Bush - The man with the child in his eyes / The Who - The Kids are alright / The Misunderstood - Children of the sun / Μελίνα Μερκούρη - Τα παιδιά του Πειραιά / Marietta Fafouti - The girl who loved the Rain / Antony & the Johnsons (feat. Rufus Wainright) - What can i do / Doris Day - Que sera sera / The Rolling Stones - Mother's little helper / Vassilikos - Nature Boy / Billie Holiday - God bless the child / The Beatles - Mother Nature's son / Odetta - Sometimes i feel like a motherless child / Τάνια Τσανακλίδου - Μαμά Γερνάω / Sinead O' Connor - This is to mother you / Miranda Lambert - Mama's broken Heart / Diana Ross & the Supremes - Love Child / Abba - Mamma Mia

Bonus Track : το αποψινό podcast για να εμπνευστείτε για αυριανές αφιερώσεις.
το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 18/05
SurE aboUt noW / clipARtraDio.gr / 18.00 - 20.00 

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Συναπάντημα *

Κατέβαινα δυο και τρεις φορές τη μέρα. Το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ και με περίμενε. Κατέβαινα από το σπίτι όπως-όπως, με τις παντόφλες, με τις πυτζάμες, δίχως φανελάκι ή με αχτένιστα μαλλιά. Σαν όλα τα πιτσιρίκια που δεν έχουν μάθει ακόμα να σιδερώνονται, να κάνουν τσάκιση σε ρούχα και εμφάνιση, που οι τρόποι τους είναι άγαρμποι, όπως και οι κινήσεις τους. Κι ήμουν κι εγώ ένα από τα άγαρμπα. Δε χτύπαγα πόρτα για να μπω, γιατί τις περισσότερες φορές ήταν ήδη ανοικτή. Λες και ήξερε πότε θα πήγαινα. Δε με περίμενε όμως, απλώς ήταν πάντα παρόν, στη θέση του, μια σιγουριά που αγάπησα και μοιράστηκα μαζί με άλλα πιτσιρίκια που συναντιόμασταν εκεί. Αγοράζαμε βόλους, τσίχλες σε σχήμα μπάλας ποδοσφαιρικής, αυτοκόλλητα με τον μπούμερ για τα άλμπουμ μας ή γόμες σε διάφορα σχήματα, που ένας Θεός ξέρει γιατί αγοράζαμε, αφού ποτέ δε χρησιμοποιούσαμε. Μας άρεσαν πολύ τα λάθη μας για να τα σβήσουμε.


Το ψιλικατζίδικο είχε όσα ένα παιδί της ηλικίας μου επιθυμούσε και το να βρίσκεται δυο μέτρα απ’ το σπίτι μου σ’ απόσταση ήταν τόσο πολύτιμο, όσο και το περιεχόμενό του. Ο ιδιοκτήτης του μας είχε μάθει με τον καιρό, ήξερε τα χούγια και τις ορέξεις μας και τις ώρες που ξυπνούσαν μέσα μας, κυρίως τα μεσημέρια που βάζαμε τους μεγάλους για ύπνο και ξαμολιόμασταν στη γειτονιά. Ήξερε τα μικρά μας ονόματα και επίτηδες τα μπέρδευε, για να δει τις αντιδράσεις μας και να γελάσει μαζί μας. Πότε γινόμουν Ανδρέας, πότε Κώστας, πότε Αχιλλέας και πότε Δημήτρης. Σαν επανόρθωση στα λάθη του, μας κέρναγε τσίχλες ροζ πάνθηρα, βουτύρου ή καραμέλες ούζου. Κι εμείς, δήθεν θιγμένοι, του κουνάγαμε το δάκτυλο λέγοντάς του να μην ξαναγίνει. Και γινόταν. Κι εμείς γελάγαμε και πηγαίναμε στο παρκάκι παραδίπλα και συνεχίζαμε το παιχνίδι μας, με αλλαγμένα ονόματα. Τι σημασία να είχαν τα ονόματα, αφού ο ένας τον άλλον τον φώναζε φίλε. Περνώντας τα χρόνια μόνο γυρέψαμε ονόματα και επανήλθαμε στα βαφτιστικά μας. Ήταν οι μέρες του αποχωρισμού.
Αποχωριστήκαμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το πάρκο και το ψιλικατζίδικο. Ο ιδιοκτήτης με είπε πρώτη φορά με τ’ όνομά μου και με αποχαιρέτησε ένα μεσημέρι που πήγα με τις σαγιονάρες. Εγώ δεν ξέχασα ποτέ το δικό του. Τη θέση των ψιλικών πήρε ένα άλλο, πιο μοντέρνο μίνι μάρκετ. Με μεγαλύτερα ράφια και πιο γεμάτα σε πράγματα που ποτέ δε θα μπορούσες να αγοράσεις, με δεκάδες περιοδικά που ποτέ δε θα διάβαζες και υπαλλήλους που δε θα θυμούνταν ποτέ τι αγαπάς και τι διαλέγεις. Με φώτα πιο δυνατά και πόρτες που ασφάλιζαν, ακόμα και μέρα μεσημέρι. Δε σε περίμενε ποτέ κανείς, δεν μπέρδευε κανείς το όνομά σου, γιατί απλώς το αγνοούσε. Ίσως και τις περισσότερες φορές να μη σε κοίταζε κανείς πια στα μάτια, αλλά στα πόδια που έμπαιναν και έβγαιναν ή στα χέρια που έπρεπε να παραδώσουν σωστά το αντίτιμο. Μπορεί να φαίνεται χαζό ή απλοϊκό, όμως αυτή η απώλεια είναι από τις πιο σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου. Τουλάχιστον με μένα έτσι συνέβη, όταν κατάλαβα ότι κι οι χώροι ζουν και πεθαίνουν, πριν προλάβεις να τους πεις αντίο. Ο θάνατός τους σε βρίσκει γυμνό ή φορώντας ένα ζευγάρι σαγιονάρες.
Από τότε είδα πολλούς χώρους μου αγαπημένους να πεθαίνουν. Να ανοίγουν και να κλείνουν. Να ανασαίνουν και να ξεψυχούν. Και άλλους να μαραζώνουν, να καταλήγουν σκιές του εαυτού τους και να βαραίνουν. . Ιστορικά καφέ και βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία και κινηματογράφοι, η ζωή μου ως τώρα είναι γεμάτη μέρες και αναμνήσεις από βιτρίνες, αίθουσες και πλατείες, ράφια, καθίσματα και τραπεζάκια, βιβλία και cd και καφέδες και εισιτήρια ταινιών σε τσέπες και κουβέντες και διάδρομοι και συζητήσεις με υπαλλήλους. Και όλα αυτά, στενό στενό στην Αθήνα και στον Πειραιά, στα σημεία που εγώ τουλάχιστον ναυάγησα, ερωτεύτηκα, περπάτησα ή σκόνταψα. Έβαζα σημάδια στο μυαλό μου και στους αριθμούς των δρόμων και ήξερα ότι είναι πάντοτε εκεί οι αναμνήσεις μου και τα κτίσματα που τις έκρυψαν. Ακόμα με πονά που οι κρυψώνες μου κάηκαν ή γκρεμίστηκαν, ακόμα έχω το κάψιμο στον λαιμό από τον εμπρησμό στο Αττικόν – Απόλλων στα περσινά επεισόδια της Σταδίου. Και ονειρεύομαι τον εαυτό μου να κάθεται σε κάθισμα βελούδινο, στα αγαπημένα εκείνα σινεμά, ανάμεσα σε πέτρες, καδρόνια και αποκαΐδια και να κοιτάζει στη σκισμένη πια οθόνη τις προβολές, τις αναμνήσεις μου με τα ασιδέρωτα, τα άγαρμπα και τ’ ατημέλητά μου αισθήματα.
Δε με ξάφνιασε το κλείσιμο της Εστίας. Δε με ξαφνιάζει τίποτα πια σ’ αυτή την πόλη. Με ξαφνιάζει μόνο πόσο εύκολα ξηλώνουμε μία μία τις φόδρες της, τις κάνουμε ένα σωρό κουρέλια και τις πετάμε. Πως ακόμα οι γόμες μάς είναι άχρηστες, ακόμα κι αν τα λάθη κραυγαλέα μάς προδίδουν. Θα έλεγε κανείς πως λαχταράμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, πως έχουμε κάτι νέο να κτίσουμε και θέλουμε να το κάνουμε γυμνοί, πατώντας μόνο στις δυνάμεις μας, κάτω από έναν καθαρό ουρανό. Ίσως να έχουμε κάτι να χτίσουμε κι ίσως όντως ο ουρανός να περιμένει το συναπάντημα να γίνει επί ίσοις όροις, γυμνοί κι οι δύο. Κι ίσως εγώ μόνο να νοσταλγώ της γειτονιάς μου το ψιλικατζίδικο. Αλλά αν δεν υπήρχε αυτό, ποτέ μου δε θα μάθαινα να έχω τόσα ονόματα. Ποτέ μου δε θα ήξερα πόσο εύκολα θα ανταλλάζαμε τον ουρανό, για κάποιον με ράφια μεγαλύτερα για εμπόρευμα.


αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 07 Απριλίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το ενδέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

μικρά καλοκαιράκια ( 1 )

τα - από δω και πέρα - σάββατα, που θέλουμε δε θέλουμε μας οδηγούν στο φως, στον τρόπο και στο πώς. καλοκαιράκι όπως λέμε χαμόγελα, χρώμα κίτρινο του ήλιου, θαλασσί και μπλε και όλα τα ενδιάμεσα. όπως λέμε όμορφες μουσικές που συνοδεύονται με κίνηση κεφαλιού, ποδιού, σώματος. όπως οι αποψινές που επιχείρησαν λίγη δροσιά να φέρουν στα αμφίβολα σάββατα.

Asaf Avidn - Different Pulses / David Bowie - (You will) Set the World on fire / The Temper Trap - Sweet disposition / Florence & the Machine - You've got the love / Robbie Williams - Supreme / The Pierces - Glorious / Hurts - Better than Love / Jodie Marie - I got you / Caro Emerald - That man / Elizabeth Mitchell - You are my sunshine / Beirut - The Rip tide / Koop - Koop - Island blues / Alice Gold - Runaway love / Rufus Wainwright - The One you love / Nancy Sinatra & Lee Hazlewood - Summer Wine / Mika - Stardust / Mungo Jerry - In the Summertime / Cat Power - Sea of love / Duran Duran - Come Undone / Lykke Li - I follow Rivers / Moby - Lift me up / Gossip - Perfect world / The Monkees - I'm a believer / Until June - Sleepless / Madonna - Shanti Ashtangi / Texas - Summer Sun / Jason Mraz - I'm yours /  Patti Smith - Pastime Paradise / Lana del Rey - Summertime sadness / Tanita Tikaram - Twist in my sobriety 

Bonus Track : το podcast της σημερινής εκπομπής μαζί με μπόλικη άμμο στις αποσκευές.
Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 11/05
Sure About Now / ClipArtradio.gr / 18.00 - 20.00 

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 15 )

μαγεμένη φωνή. δεν ξέρω αν είχε ποτέ επίγνωση της φωνής, της χροιάς, των συναισθημάτων που γεννούσε.  κι αν περίμενε ποτέ τα τραγούδια της να φτάνουν να περιγράψουν τη ζωή της. όλα είναι εκεί. όλα είναι δοσμένα, με τρόπους που μόνο η δική της ζωή φανταζόταν. με σεβασμό και αγάπη, αφιερώσαμε το δίωρο σε κείνη. για τα δέκα χρόνια που συμπληρώνονται από τον θάνατό της και τα αμέτρητα χρόνια που θα ζήσει η μουσική της.

Feeling Good / Work shop / Be my husband / Blacklash Blues / Gin House blues / Do i move you / Do what you gotta do / Go to hell / Mood Indigo / Forbidden Fruit / I want a little sugar in my bowl / Here comes the sun / Love me or leave me / My man's gone now / To be young. gifted and black / Black is the color of my true love's hair / Mr.Bojangles / Ne me quitte pas / I put a spell on you / Strange fruit / Rags and Old Iron / I can't see nobody / I shall be released / Ain't got no (I got life) / The Ballad of Hollis Brown / The look of love / Suzanne / To love somebody / Wild is the wind / Martin Luther King Suite-Mississippi Goddam / The times Are-a-changing


Bonus Track : το αποψινό podcast για κατ'ιδίαν συνομιλίες μαζί της.
Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 27/04
SuRe aBoUt nOw / cLipartRadIo.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Βοσκοτόπι *

«Εν αρχή ην το ψέμα», μου έλεγες. Το μικρό, το μεγάλο, το γενεσιουργό , το απλό, το πολύχρωμο, το γκρίζο, το κοινό, το μοιρασμένο, το διαιρούμενο, το διφορούμενο και το εις μιαν ανίατη και αντικανονική κοινωνία προσφερόμενο. Κι εγώ σε πίστευα. Κι ορκιζόσουν. Στη ζωή μου, στη ζωή σου, στα όνειρα που δεν είχες και σ’ αυτά που επρόκειτο να κάνεις. Σε όλα  ορκιζόσουν κι έβαζες τα γέλια. Σε γονείς, σε φίλους, σε αναμνήσεις, σε κόκαλα, σε όντα και απόντα, αρκεί να έδινες λίγο χρώμα στο παρόν σου. Η ζωή ήταν πολύ πεζή για να μένει αληθινή. Και οι όρκοι σου πολύ χαριτωμένοι για να τους πάρω στα σοβαρά. Δεν είχα απάντηση για να σου δώσω, καταλάβαινα όμως τις περισσότερες φορές τα ψέματά σου. Και συνωμοτούσα μαζί σου, μου έκλεινες το μάτι και τα μοιραζόμασταν. Με έβαζες στην αγκαλιά σου και ξεκινούσες τα παραμύθια με τους δράκους και τις μάγισσες της ζωής σου. Ήθελα να σε ρωτήσω κάποτε : «Γιαγιά, ποιο ψέμα είναι το αγαπημένο σου;». Αλλά δεν το έκανα. Ίσως δεν είχες αγαπημένο.

Εγώ είχα. Μου άρεσε να μου λες για τα παιδικά σου χρόνια, για τότε που δηλώσατε ψεύτικη ημερομηνία γέννησης, για να τρως στο συσσίτιο της κατοχής. Δεν ήσουν η μόνη, ήταν κοινή πρακτική τότε, για να ταϊστούν όλο και περισσότερα στόματα. Ήθελες, όμως, να υπήρχε τρόπος να αποδείξεις ότι η ταυτότητά σου δείχνει μεγαλύτερη απ’ ότι έχεις ηλικία. Δε τα μετράγαμε ποτέ τα χρόνια σου, ούτε σου βάζαμε αριθμούς να τους φυσήξεις σε γενέθλια. Σεβόμασταν το ψέμα σου και δεν αναρωτιόμασταν ποτέ πόσο στ’ αλήθεια ήσουν. Με μια παρόμοια τακτική, τα χρόνια τα δικά μου δεν έχουν αριθμό. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μεγαλώνω, αλλά ποτέ δε μεγαλώνω.  Ότι σου μοιάζω σ’ αυτό. Θα ήθελα να σου μοιάζω σε πολλά. Να σου μοιάζω στο πως δεν ανεχόσουν τους ανθρώπους που σου έλεγαν εκείνοι ψέματα. Πως τους ξεντρόπιαζες, τους παγίδευες και τους έκοβες την καλημέρα. Ήταν ένα σου χάρισμα να τα μυρίζεσαι τα ψέματα των άλλων, όσο περίτεχνα κι αν είχαν δουλευτεί.  Αφού κι εσύ λες ψέματα, σε ρώταγα. «Άλλο το παραμύθι κι άλλο το παραμύθιασμα» μου απαντούσες κι αυτό στη ζωή μου το έβαλα μέσα σε εισαγωγικά, το υπογράμμισα και ψηλά το κρέμασα.
Και είδα με τα μάτια μου πόσο διαφέρουν.

Αν ζούσες σήμερα θα έβλεπες κι εσύ το παραμύθιασμα. Όχι πια το ατομικό, μα το συλλογικό. Που εκεί δεν έχεις περιθώρια να κόψεις καλημέρα, γιατί θα μείνεις μόνος εσύ κι οι καλημέρες που δεν έχεις πού να απευθύνεις, παρέα με τα ψέματα τόσων γιαγιάδων που δεν είχαν δικά τους εγγόνια να τα πουν. Θα έβλεπες και μόνη σου πώς λαχταράμε να μας πουν ένα ακόμα ψέμα, να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι όλα θα φτιάξουν. Ότι θα βρεθούν δουλειές για τόσα παιδιά που κοπιάζουν να τελειώσουν ένα δημόσιο σχολείο , που δεν είναι πια τόσο δημόσιο ούτε τόσο σχολείο, ότι θα βρεθούν χρήματα για τόσα όνειρα που μπήκαν σε πλειστηριασμό δίχως κανέναν να τα κτυπήσει όσο-όσο,  ότι μαθαίνουμε απ’ τα λάθη μας και κάνουμε άλλα, που δεν έχουμε ακόμα μάθει, ότι αξίζει να εμπιστευόμαστε ανθρώπους καθοδηγητές κι ότι υπάρχουν κι άνθρωποι που δε στοχεύουν σε γκρεμό. Αν ζούσες σήμερα, θα ένιωθες ότι απέτυχες. Ότι τα ψέματά σου ήταν τόσο παιδικά και ανώδυνα.  Αλλά κι εκεί, δε θα ’σουν μόνη. Μαζί σου νιώθουν πολλοί ότι απέτυχαν, κάπου κάπου κι εγώ το σκέφτομαι για μένα.

Όχι πως ήταν ποτέ ρόδινα τα πράγματα. Το παραμύθιασμα βρισκόταν πάντα γύρω μας. Στην εκκλησία, που κάπου τη ζωή μας μπέρδεψε με μια παρτίδα από Μονόπολη, που την κερδίζεις συγκεντρώνοντας ακίνητα, αντί κάποιον φτωχό, έστω και σπάνια, βγάζοντας απ’ τη φυλακή του. Στους έρωτες, που βρίσκονται μαζί από συνήθεια, στηρίζοντας ο ένας τα ψέματα του άλλου, σε μιαν ανηφόρα που λέμε ζωή και που δεν έχει επιστροφή. Στους φίλους, που έχουν πάντα μια καλή κουβέντα να πουν μπροστά σου και πολλές παραπάνω άσχημες να πουν από πίσω σου, στους εαυτούς μας, που υψώνουμε στο βάθρο της ατιμωρησίας και της σωστής κρίσης, που το ανοίγουμε το στόμα μας και για όλα έχουμε γνώμη και σε όλους επιτιθέμαστε και όλους τους κατηγορούμε για υποκριτές, ενώ όλοι είμαστε υποκριτές και όλοι στα ίδια βοσκοτόπια φωνάζουμε «Λύκος Λύκος» και κανένας βοσκός άλλος, σύντροφος δε θα τρέξει να μας συμπονέσει, να μας συνδράμει γιατί δικά του πρόβατα δεν έχει, γιατί αφήσαμε άλλον λύκο να τα φάει και κάναμε το κορόιδο και γιατί εκείνος δε θέλει να συντρέξει τα δικά μας.

Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ σε σκέφτομαι κι αναπολώ τα παραμύθια που μου έλεγες. Εκεί ο λύκος ήταν ένας κι έβρισκε συνήθως τιμωρία. Από έναν ξυλοκόπο, από τρία γουρουνάκια, από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι επιστρέφοντας στο παρόν, γυρνώντας τα ρολόγια μπροστά ή πίσω, οι λύκοι είναι πολλοί, φορούν τα πρόσωπα τα δικά μας, έχουν αποκτήσει τις δικές μας συνήθειες, τις αλήθειες και τα ψέματά μας, καταβροχθίζουν τα παραμύθια μας, μόνο τον Πινόκιο δεν μπόρεσαν εύκολα να χωνέψουν και τριγυρνούν στα βοσκοτόπια μας. Το μεγαλύτερο ψέμα είναι πως υπάρχουν πια βοσκοί να τα φυλάξουν . Κι ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μη γίνω ποτέ λύκος ή μήπως είμαι και δεν πήρα ποτέ είδηση. Μην ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που σκότωνες γιαγιά στα παραμύθια σου. 

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το δέκατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 14 )

ότι το σάββατο δεν τα πάει καλά με τα ονόματα, έτσι που χάος γεννά και χάος κυκλοφορεί. κι όσο παραπάνω ονόματα φωνάζουμε, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες οι άνθρωποι να χαθούν. σήμερα λοιπόν στο απογευματινό μας ραντεβού, παίξαμε κομμάτια με ονοματεπώνυμο, με αποστολέα και παραλήπτη και στη θέση τους μπήκαμε, να δούμε πώς είναι να έχεις όνομα υπαρκτό και αδιαμφισβήτητο τις νύχτες.

Jessica Lang - The Name game / Paul Anka - Diana / Alanis Morissette - Mary Jane / Beach Boys - Help me Rhonda / The Police - Roxanne / Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας - Ρίτα Ριτάκι / Διονύσης Σαββόπουλος - Έλσα σε φοβάμαι / Paul Anka - Oh Carol / Harry Belafonte - Matilda / Simon & Garfunkel - Mrs. Robinson / James - So long, Marianne / Kim Carnes - Bette Davis eyes /  Cher - Just like Jesse James / Κωστής Μαραβέγιας - Λόλα / Βίκυ Μοσχολιού - Λόλα / Tom Jones - Delilah / Eric Clapton - Layla / Lucio Battisti - Anna / Leonard Cohen - Suzanne / Roling Stones - Angie / Φοίβος Δεληβοριάς - Πλαστική Ιουλιέτα / Άλκηστις Πρωτοψάλτη - Μαλάμω / The Beatles - Michelle / Simon & Garfunkel - Cecilia / Mango - Come Mona Liza / Robbie Williams - She's Madonna / Michael Jackson - Dirty Diana / Χάρις Αλεξίου - Η Τζένη των Πειρατών / Νένα Βενετσάνου - Η Μαριάνθη των ανέμων / Santana - Maria Maria / Mika - Grace Kelly

Bonus Track : το σημερινό podcast για να μη μείνει ουδείς ανώνυμος

το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 20/04
SuRe aBouT noW /CliPartRadio.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Νεράντζι *

Ποτέ δε μ’ άρεσαν οι παρελάσεις. Από παιδί που μ’ έβαζαν πάντα τελευταία σειρά, που δε με έβλεπε κανείς και έπρεπε να καμαρώνω μόνο και μόνο που κατάφερα να μπω στο άγημα. ‘’Κυρία θα ψηλώσω μέχρι την παρέλαση’’, έλεγα στη δασκάλα μου, αλλά εκείνη δε με πίστευε. Γιατί ποτέ δεν ψήλωνα. Αλλά το προσπαθούσα, στο μυαλό μου μέσα το να πατήσω στις μύτες των παπουτσιών μου σήμαινε πως παίρνω αυτομάτως δέκα πόντους ύψος. Μόνο που και τα παπούτσια είχαν άλλη γνώμη, συνωμοτούσαν κι αυτά με το σύστημα που ήθελε τους δασκάλους να παίρνουν χάρακα, μεζούρα, υποδεκάμετρο και να τοποθετούν τα κεφάλια των μαθητών σε φθίνουσα σειρά, ξεκινώντας από τα λελέκια και καταλήγοντας στους κουβάδες. Τα κεφάλια έσερναν μαζί και το σώμα φυσικά. ’’Γιαγιά με είπανε κουβά’’.’’ Αν θες να είσαι κουβάς, μείνε κουβάς’’, μου απαντούσε. Κι εγώ πατούσα πάλι στις μύτες των παπουτσιών μου κι έφευγα απ’ το δωμάτιο.

Κάποτε πήρα μπόι μαζεμένο, έγινα λελέκι, τόσο που αν πήγαινα σχολείο θα με έβαζαν πρώτη σειρά και όχι τελευταία. Εκεί είναι που τρώνε τα πιο πολλά νεράντζια στο κεφάλι, μου έλεγε ένας φίλος μου για να μου γλυκάνει τον πόνο, λες κι εγώ δεν ήθελα να φάω νεράντζι στο κεφάλι για χάρη της πατρίδας. Όμως, δεν το έφαγα. Τουλάχιστον δεν το έφαγα σα μαθητής. Η εμπειρία μου με τις παρελάσεις έληξε έτσι άδοξα. Ούτε που σήκωσα ποτέ τη σημαία, η σημαία ήταν πάντα για τους αριστούχους, αυτούς που ξέρουν να λύσουν εξισώσεις, να φτιάξουν μια περίληψη σε 8,5 γραμμές, να πουν απ’ έξω το Πιστεύω, το Νηστεύω, το Ελπίζω, το Υπομένω, το Αποστηθίζω, το Παπαγαλίζω κι όλα τα ρήματα τα υπόλοιπα που περνώντας απ’ το σχολείο κάνεις κτήμα σου. Η παρέλαση δε σήμαινε ποτέ επαγγελματική αποκατάσταση κι έτσι το Δουλεύω το αφαίρεσαν από τη διδακτέα ύλη. Σήμαινε μόνο καμάρι για τις μανάδες που θα δουν το παιδί τους να σηκώνει την ελληνική σημαία και θα’ ναι σαν να σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλου του κόσμου. Ένας Άτλαντας σ’ ένα ατέρμονο βασανιστήριο. Που ψάχνει έναν Ηρακλή να του φορτώσει την Υδρόγειο. Αν μου ζητούσαν να ντυθώ Ηρακλής, ίσως και να πήγαινα. Θα ρωτούσα όμως πρώτα αν τρώει κι αυτός νεράντζια στο κεφάλι.

Τα στρατιωτάκια μου πάντως δεν έτρωγαν. Κι έτσι όπως μάζευα όλο και περισσότερα, τα άλλαζα θέσεις συνεχώς στο πάτωμα, για να μη μένει κανένα παραπονεμένο. Δεν έβαζα ποτέ σημαιοφόρο ή δεν ξεχώριζα κάποιο απ’ τα υπόλοιπα κι έδινα σε όλους μια μικρή και χάρτινη σημαία. Δεν είχαν μανάδες στο πλάι με τους βαθμούς τριμήνου ανά χείρας, ούτε με αποδείξεις ιθαγένειας, υπηκοότητας ή θρησκευμάτων, ούτε με φωτογραφικές που να συνδέονται στο φέισμπουκ. Και δεν είναι το χρώμα που τα έκανε όλα ίδια. Το πράσινο κυπαρισσί των στρατιωτών μου ήταν κι αυτό μια σύμβαση. Στα μάτια μου ήτανε όλοι ίσοι, όχι όμως και ίδιοι. Είχαν ονόματα, οικογένειες, γονείς αλλοδαπούς ή ντόπιους, φορούσαν σταυρούς, μπούρκες, μπερέδες ή καφτάνια κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Γιατί  παρέλαση δε σήμαινε αγγαρεία, αλλά χαρά. Τέτοια έλεγα και στην κυρία μου και με έβαζε πάντα τελευταία σειρά.

Έπαιρνα λοιπόν κι εγώ στην τσέπη μου κάμποσους στρατιώτες και έκανα επίδειξη στους συμμαθητές μου. Τους έδειχνα ότι όλοι σήκωναν τη σημαία, γιατί όλοι το ήθελαν. Κι αυτοί με κοίταζαν με απορία. Χρόνια αργότερα, που βρέθηκα εγώ σε τάξη δάσκαλος και άλλοι από κάτω μαθητές, τους πήγα να δουν από κοντά τα ίδια αυτά στρατιωτάκια, τους είπα την ίδια ιστορία και δε με κοίταξαν με απορία, ούτε οι γονείς τους. Η κοινωνία προοδεύει σκέφτηκα και θα το πίστευα, αν δεν έπρεπε κι εγώ να παραδίδω βαθμολογίες στους γονείς. Που βαθμολόγησα κι εγώ τη σύνταξη, την πίστη, την προσπάθεια, την άμιλλα. Που ο βαθμός συνειρμικά σε πάει στη σημαία. Και που ο κάθε ένας γονιός θέλει να δει παιδί δικό του να τη σηκώνει, γιατί στο βάθος βάθος νιώθει ο ίδιος πως το κάνει. Ίσως πια όλοι αυτοί οι γονείς να κάθονταν κι εκείνοι  τελευταίοι στις δικές τους παρελάσεις και θέλουν κάποτε να φάνε το νεράντζι τους.

Ίσως και γενικά ο κόσμος να μην προοδεύει. Να αγκιστρώνεται μόνο στις παραδόσεις , περνώντας απ΄ την Τσικνοπέμπτη στην Αποκριά κι απ’ την Αποκριά στον μπακαλιάρο, δίχως κριτήριο, δίχως ένστικτο προσαρμογής ή ανανέωσης των ίδιων των εθίμων. Να περιμένει βαθμούς και το παιδί του να γίνεται Άτλαντας. Να επιτίθεται, όπως σε κείνη τη δασκάλα από τα Σπάτα που νοσηλεύτηκε πριν λίγες μέρες, ύστερα από ξυλοδαρμό, δαγκωματιές και ύβρεις που δέχτηκε από μάνα και γιαγιά παιδιού. Κι εγώ κυρία στεναχωρήθηκα που δε με έβαλες πρώτη σειρά παρέλαση, αλλά δε σ’ έδειρα ποτέ. Γιατί Κυρία;

 Κατά βάθος γιορτάζουμε εθνικές επετείους όταν τυχαίνει να πέσουν Δευτέρα ή Παρασκευή και μνημονεύουμε τους ήρωες που αγωνίστηκαν για να μας προσφέρουν αυτό το τριήμερο το δοξασμένο. Κατεβαίνουμε στις πλατείες και περιμένουμε να δούμε τα νεράντζια να πέφτουν βροχή. Κι εγώ θα κατέβω στην πλατεία. Και θα πάρω μαζί στην τσέπη μου τα στρατιωτάκια , να δουν σε τι κόσμο γίνονται πια οι παρελάσεις . Και θα πατώ ακόμα στις μύτες των παπουτσιών μου.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το ένατο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

σιγουριά σαββάτου ( 13 )

ότι ο γαλλικός κινηματογράφος είναι ο ορισμός του εκλεπτυσμένου και το αντίθετο του μαζικού, χολυγουντιανού. δεύτερη σιγουριά, ότι δε μας φτάνει μια βδομάδα αφιερώματος για να τον εκτιμήσουμε, θέλει και δουλειά κατ'οίκον. Και εκμάθηση της γλώσσας, με τη βοήθεια τραγουδιών όπως τα παρακάτω :

Yann Tiersen - Western / Brigitte Bardot - Moi Je joue / Francoise Hardy - Tout les garcons et les filles / Patrick Bruel - Pour La Vie / Charlotte Gainsbourg - Voyage / Zaz - La Fee / Melody Gardot - Les Etoiles / Edith Piaf - La foule / Jeanne Moreau - Indian song / Yann Tiersen - La Veille / Mirelle Mathieu - Toi et moi / Jacques Brel - Ne me quitte pas / Lara Fabian - Je suis malade / France Gall - Ella elle l'a / Desireless - Voyage Voyage / Benjamin Biolay - Tout ca me tourmente / Les tripletts of Belleville ost - Rendez-vous / Vanessa Paradis - La seine / Mylene Farmer - L'amour n'est rien / Richard Anthony - A present tu peux t'en aller / Julien Dore- Moi Lolita / Patricia Kaas - Mon mec a moi / Yann Tiersen - Kala / Lhasa - La marie haute / Les Surfs - Si j'avais un marteau / Zazie - Je suis un homme / Alison Moyet - La Chanson des vieux amants / Yves Montand - Les Feuilles Mortes / Marie Laforet - Viens viens / Celine Dion - Les jours comme ca / Les parapluies de Cherbourg - main song / Amelie ost - La valse d'Amelie 

Bonus Track : το σημερινό podcast , για εξάσκηση σε τρόπους και αισθήματα.

Το επόμενο ραντεβού είναι ήδη πιο κοντά / Σάββατο 13/04
Sure About now / clIpartRadio.gr / 18.00 - 20.00

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Θερμοκρασία Δωματίου : Αγκίστρι *

Δεν ψάρεψα ποτέ, δεν έπιασα ποτέ στα χέρια μου καλάμι, δίχτυα, αγκίστρια ή δολώματα. Η’ κι αν τα έπιασα, δεν ήξερα μ’αυτά τι ν’απογίνω. Να τα κρατήσω, να μιμηθώ, να τα πετάξω; Κοιτούσα τους άλλους να ψαρεύουν και να το κάνουν καλά, να γεμίζουν τους κουβάδες περηφάνια ή να κρατούν στα χέρια τους τα ζωντανά που σπαρταρούσαν λίγο ακόμη έξω απ΄το νερό, που λαχταρούσαν λίγο ακόμη για νερό. Δεν μπορώ να πω ότι συμμεριζόμουν τη χαρά τους ή πως την καταλάβαινα.  Δεν είναι ότι υποκρινόμουν, πως δε θα φάω από ψάρι που στα μάτια μου μπροστά ξεψύχησε ή ότι ήθελα υπέρμαχος να γίνω των δικαιωμάτων των ψαριών τους. Έχοντας γνώση τι σημαίνει τροφική αλυσίδα, απλώς παρατηρούσα. Και λαχταρούσα μαζί τους λίγο ακόμη για νερό.
Με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου για ψάρεμα, στην ηλικία που, ήθελα – δεν ήθελα, θα τον ακολουθούσα. Μπορούσε να βρει ψάρι σε κάθε θάλασσα, στέρνα, γούρνα, γουλιά και κουταλιά. Το ένστικτο του κυνηγού ήταν κι αυτό κάτι που αγνοούσα. Εν αντιθέσει με το ένστικτο του κυνηγημένου, που με κάθε αφορμή το συντηρούσα και το επαλήθευα. Καθώς δεν έπιανα ποτέ μου πετονιά να την πετάξω, καθόμουν στη γωνιά μου με τον Ποπάυ στα χέρια,  να διαβάζω το σπανάκι μου, να γίνω δυνατότερος μπροστά στου κόσμου τα ψαρέματα. Και δώστου  πετονιά και δώστου σπανάκι. Κάπως έτσι έμαθα ότι ο κόσμος χτίστηκε σε αντιφάσεις. Κάποιος που τρώει και κάποιος που τρώγεται. Κάποιος που ψαρεύει και κάποιος που ψαρεύεται. Κι εγώ ήθελα να ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Σ’αυτούς που τρώγονται. Έτσι έμαθα να μην παίζω ξύλο, ακόμα κι αν με κτυπήσουν, να μην απαντώ, ακόμα κι αν με κατηγορήσουν, να μην αντιδρώ, ακόμα κι αν με αγαπήσουν. Το κλείδωμα σε έναν εαυτό είναι της γενιάς μου σύμπτωμα. Που πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, χωρίζεται στα δυο, στα τέσσερα, στα οκτώ και καταλήγει  να’ναι οι αμοιβάδες που δεν ήθελε ποτέ να γίνει.  Να παρατηρεί, να σκέφτεται, να απορεί και να μη δρα. Να περνά από το γέλιο στο κλάμα και να διχάζεται. Ένα σύμπτωμα που θέλει πολύ σπανάκι για να πετάξεις από πάνω σου.

Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, αλλά δεν είμαστε γεννήτορες. Η κοινωνία αποφασίζει για σένα, πού θα ζήσεις, πώς θα ζήσεις, ποιο κράτος θα πληρώνεις όλη σου τη ζωή. Κι ας μην ψάρεψες, ας μην κολύμπησες δίπλα σε μεγαλοκαρχαρίες. Πληρώνεις την αδράνεια που επέδειξες, που είδες το καλάμι να βουτά στη θάλασσα και πίστεψες πώς θα ψαρέψει μόνο τα απαραίτητα του τραπεζιού, τα καθημερινά, όχι τη θάλασσα ολόκληρη. Και όταν άδειασε η θάλασσα, όταν προσπάθησες να κολυμπήσεις κι έπιασες πάτο, προτίμησες να σκεφτείς ότι τα ψάρια μας εγκατέλειψαν. Όχι ότι δεν έμεινε ψάρι ζωντανό να πεις καμιά κουβέντα, να μιλήσετε περί ανέμων και υδάτων, για τη ζωή στα βρώμικα νερά και στους εξίσου βρώμικους καιρούς. 

Με την ίδια λογική, δεν κατόρθωσα ποτέ να πετάξω χαρταετό. Πότε τα ζύγια δεν ήταν στη θέση τους καλά μετρημένα, πότε ο αετός μου δεν είχε κατάλληλο μέγεθος, πότε ο άνεμος δεν ήταν με το μέρος μου ή εγώ δεν ήμουν στο κατάλληλο υψόμετρο. Ή πιο σωστά, δεν είχα ακόμη φάει το σπανάκι μου, για να επιβληθώ σ’ ένα στοιχείο της φύσης. Τις λίγες φορές που δοκιμάσαμε να υψώσουμε αετό, τον πέταγε ο πατέρας μου κι εγώ τον παρακολουθούσα. Να σκίζει τον αέρα, να κάνει κόντρες με τους γύρω αετούς και δίχως ίχνος σεμνότητας να νομίζει ότι θα φτάσει το σύμπαν. Εγώ όμως ήξερα ότι το σύμπαν δεν είναι για τους αετούς. Και το σύμπαν το ήξερε καλά, γι’ αυτό και φρόντιζε να τους τσακίζει τα φτερά, να τους πηγαίνει για εκτέλεση πάνω σε σύρματα ηλεκτροφόρα ή μέσα σε κενά αέρος να τους πνίγει. Έχει πολλούς τρόπους η φύση να σου δείχνει τα όριά σου. Αρκεί η δική σου αλαζονεία να τους βλέπει.

Αν δεν τους βλέπει, δε σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν. Απλώς εσύ, ματαίως θα κοπιάζεις να ψαρέψεις σύννεφα. Με τον χαρταετό, που χρόνια αργότερα κατάλαβα πως ήταν και αυτός αγκίστρι σου. Αφού πια στέρεψαν οι θάλασσες, αφού η γη δε μας χωρά, ας βρούμε κάπου, κάποιο σύννεφο να κατακτήσουμε. Όχι για να το φέρουμε στη γη, αλλά για να μας ανεβάσει, για να μπορούμε να διαφέρουμε απ’ ότι πια κατηγορούμε. Αν δεν το κάναμε ως τα τώρα, είναι που η φύση αντιστέκεται και τα αγκίστρια μας ξέρει και αποφεύγει. Κι οι ουρανοί αύριο πάλι θα γεμίσουν αγκίστρια κι επίδοξους ψαράδες.

Όσοι δεν πιάσαμε στα χέρια μας ποτέ χαρταετό ή του ψαρέματος καλάμι, θα συνεχίσουμε να τρώμε το σπανάκι μας. Μπορεί μια μέρα να βγούμε στους δρόμους και να τους κάνουμε θάλασσες, με όσα ψάρια δε βρήκαν φωνή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Κι εμείς με την αρμύρα μας, θα κλάψουμε στη γη κι όχι πετώντας. Δεν είναι που δεν έχουμε αγκίστρια να πετάξουμε, είναι που δεν υπάρχουν ουρανοί να μας αντέξουν.

αυτούσιο το κείμενο,όπως δημοσιεύτηκε στις 17 Μαρτίου στην περιοδική έκδοση στοχασμού http://www.intellectum.org . Πρόκειται για το όγδοο μιας σειράς άρθρων στη στήλη μου ''Θερμοκρασία Δωματίου''  που με αγάπη φιλοξενείται στον πολύ αξιόλογο διαδικτυακό αυτό τόπο.