Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Απραξία φωτός

Δείξε μου ένα δρόμο.
Έναν οποιονδήποτε δρόμο.
Πες μου πως θέλεις μαζί να τον διασχίσουμε.
Φανέρωσε μου μια κατεύθυνση που πήρες στη ζωή σου ως τα τώρα ή μίλησε μου για μια που θες να ακολουθήσουμε.Εξήγησε μου.
Δε θέλεις;
Γιατί σιωπή;
Είναι στα μάτια σου γραμμένη η άρνησή σου κι όμως τα χείλη σου τα βλέπω πως κινούνται...
Θέλεις να φύγω;
Είναι αρκετά τα λόγια που δε λες και όσο χρειάζεται εκκωφαντικά.
Μα Αν το φανάρι σου ξέχασες αναμμένο, πως περιμένεις να πειστώ πως θες να φύγω;

Άγρια λιοντάρια

Αυτά τα πρόσωπα που αλλάζουν τόπους,
αυτά που εξόριστα ζητούν για στόχους,
άγρια ζώα που το σκάσαν απ'τη γη τους
κι άγριοι εμείς που τα σκοτώνουμε.

Αυτοί οι ξένοι που γρυλίζουν στη σκιά μας
κι εμείς οι ίδιοι τόσο ξένοι ανάμεσά μας,
δε χαραμίσαμε ούτε ένα λεπτό μαζί τους.
Αγνώστου κήρυγμα τάχα μου ενσαρκώνουμε.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Το νανούρισμα

Ξυπνάς και κοιτάς ένα ρολόι που δε σου δείχνει αυτό που θες να δεις , γιατί ποτέ δε σε υπολόγιζε ο χρόνος - και γιατί να το κάνει όταν κι εσύ τον σπαταλάς ; - και δεν είχες τη δύναμη να τον επηρεάσεις. Ξυπνάς . Αυτό είναι το βασικό και από κει ξεκινούν όλα. Είναι πρωί ; Είσαι εσύ; Όλα θολά ακόμα και για τόσες απλές ερωτήσεις. Τα χέρια σου απλώνονται και φτάνουν το ταβάνι . Τα πόδια σου χτυπούν στον μπροστινό σου τοίχο. Είσαι εκεί ; Δεν είναι οι διαστάσεις σου αυτές , ούτε το σώμα σου μπορεί να τις αντέξει.
Τι έγινε και βίωσες μια τέτοια αλλαγή; Αν προσπαθήσεις να θυμηθείς, μέχρι χτες ήσουν φυσιολογικός.... Ήσουν; Δεν είσαι ικανός για τέτοια αναρώτηση, το δωμάτιο αρχίζει να γεμίζει ρωγμές και τα σκεπάσματα δεν σε προστάτευσαν ποτέ, ούτε όταν παιδί περίμενες να σε παρηγορήσουν σε μια καταιγίδα, τότε που χωνόσουν όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο τους. Τα τινάζεις και να σηκωθείς προσπαθείς ... είναι ο κόπος σου μάταιος ή δε βρίσκεις κάπου να πιαστείς, να στηριχτείς, μια αφορμή να σηκωθείς από του ύπνου το τραπέζι;
Είσαι εσύ; Μήπως σε όνειρο ακόμα ταξιδεύεις και ό,τι δήθεν σε φοβίζει είναι ακόμα ένα πιάτο να γευτείς προτού ξυπνήσεις; Είναι από εκείνες τις στιγμές που όλα γίνονται σκοτάδι. Μα επιτέλους τι ώρα είναι; Γιατί κανείς δε σε αναζήτησε ως τώρα; Είναι για αυτό που τώρα τα άκρα σου ψηλώνουν, για να σε δουν όσοι ως τώρα σε αγνοούσαν. Οι πιθανότητες γλυκά σε καταπίνουν και έχουν μια δύναμη που εσύ ποτέ δεν είχες. Ή δεν τη γνώρισες.
Τα αυτιά σου τώρα έχουν γεμίσει ένα νανούρισμα και τίποτα άλλο δε σου επιτρέπουν να ακούσεις. Αυτή η φωνή, είναι χροιά που τη φυλάς για ώρα ανάγκης. Αυτή η ανάγκη όταν θα θες να τη διαλέξεις , δε θα έρθει. Είναι η ψευδαίσθηση όμως τέτοια που σε θωρακίζει. Η δική σου φωνή όμως δε βγαίνει. Εγκλωβισμένη σε στρώματα φλεβών και ιστών, σε λυγμούς και άναρθρες κραυγές, ίσα που ακούγεται πίσω από το νανούρισμα που όλο και δυναμώνει την ένταση στα αυτιά σου. Σαν να το βλέπεις να αποκτά σάρκα και οστά , να ρίχνει τα τείχη από γύρω σου , να σου απλώνει το χέρι και τότε μόνο να βλέπεις τις ακτίνες του ήλιου να γλύφουν τα βλέφαρά σου.
Είναι πρωί και μόλις ξύπνησες. Στις σωστές σου διαστάσεις και για τους λόγους που αναρωτιέσαι αν είναι οι σωστοί . Τα χέρια και τα πόδια σου ίσα που προεξέχουν κάτω από την κουβέρτα, κανένας τοίχος δεν απειλεί να σε γκρεμίσει κάτω. Κανείς δε βρέθηκε να σε βοηθήσει, γιατί δεν τον χρειάστηκες, προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου. ΌΛΑ ήταν ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση. Το νανούρισμα όμως ακόμα ακούγεται.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Ο πυρετός

Άνθη φορούσε στα μαλλιά του
κι όμως ήταν φλεγόμενη η κεφαλή του όπως ο ήλιος,
σκορπούσε δέος κι αναρίθμητα τα κλάματα
σε όσους τον πέρασαν για την καταστροφή τους.

Τον έλεγες και άνοιξη
ή όπως ήθελες να λες αυτό που απ'τη ζωή σου λείπει
ή ό,τι δεν πρόλαβες να αγγίξεις, ή ό,τι έφυγε
ό,τι το άρωμα του σκόρπισε για λίγο
κι έπειτα γέλασε βλέποντάς σε να το ψάχνεις.

Η αναπνοή του όμως μόνο με ηφαιστείου λάβα
με πυρωμένο πεζοδρόμιο
ή με την υψικάμινο του Αυγούστου
θα ήταν μιας σύγκρισης τόλμημα.

Μ'ένα δρασκελισμό πελώριο
η απόσταση ελάχιστη γινόταν όσο τα μάτια σου κοιτούσαν
κι όμως δεν έφτανε ποτέ για να σε κάψει
μόνο το φόβο πως θα'ρθεί σου διαλαλούσε.

Μπορούσες να αντισταθείς
ή δεν το σκέφτηκες
ή ήταν σαγηνευτικό να έχεις τη σκέψη
πως μόνο σε σένα κατευθύνει την ορμή του.

Κι εσύ απέμενες στου κρεβατιού σου το τελάρο
φορτίο έτοιμο στον παραλήπτη του
αδιαπραγμάτευτη του κόσμου η ανθρωποθυσία
και η δική σου πλησμονή.

Ανυπάκουοι χρόνοι IIΙ















...κι όσες ακόμα φωνές κι αν ακουστούν
τίποτα πιο δελεαστικό από το δευτερόλεπτο
προτού ο δείκτης δείξει τα μεσάνυχτα
κι αναστηθούν οι ανάσες μας.
Αυτός ο απειροελάχιστος χρόνος
κλείνει κάθε αμφιβολία και κάθε βεβαιότητα .
Κι εσύ το αφουγκράζεσαι.