Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Θα'θελα να λέω την αλήθεια





















''Θα'θελα να λέω την αλήθεια...''
όχι όσο νομίζει η ψυχή μου πως αντέχει
ούτε με τρόπους που γνωρίζω πως δεν έχει
αλλά με σιγουριά μέσα στα στήθια.

Θα'θελα να λέω μόνο το ψέμα
βαρύ για κείνους που δεν έμαθαν να ακούνε
αισχρό για όσους δε νοστάλγησαν να δούνε
αν είναι κόκκινο στις φλέβες τους το αίμα.

Θα'θελα να ορίζω τις πληγές μου
να ανοίγουν μόνο όταν θελήσω να τις γλύψω
να κλείνουν μόνο όταν θελήσω να σου λείψω
να πολεμάς με τις σκιές μου.

Θα'θελα να ζω με καθαρότητα
να μη φοβάμαι στους αγύρτες να σηκώνω το κεφάλι
να μετριάζω του μυαλού μου τη σπατάλη
μέσα στην άβουλη αυτή επικαιρότητα.

Θα'θελα τα θέλω μου να έχουν αρχή και τέλος


πράξεις να κάνω όσα ειπώθηκαν σαν σχέδια

τα όνειρα μου να έχουν λίγο από προπαίδεια

απέξω κι ανακατωτά ,

δίχως αναίδεια,

να τους περνάω τον καρπό μου

και να'ναι αυτό το τυχερό και νικητήριο βέλος.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Ανάπηρες συμμετρίες

...ένα παιδί ήμουν όσο τολμώ να θυμηθώ
με συμμετρίες ανάπηρες
και αποτελέσματα αμφίβολα...
σαν έργο μισοτελειωμένο ή σαν μια πίστη που δεν οδηγεί στο θαύμα.
Τούτο το κλάμα όμως πλένει τα σκοτάδια
και αναπνέουν πάλι νέες προσδοκίες.
Υπάρχω ; Περπατώ ;
Σε τόση ακινησία τι οδήγησε τις πράξεις ;
Είναι καλύτερη η σκιά
ή στην αλήθεια πρέπει να παραδοθείς ;
Αυτάρεσκα μηνύματα κι όμως δε φτάνουν ως τα αυτιά μου,
είναι μεγάλη απόσταση από τη σκέψη ως τα πλήκτρα.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Μούδιασμα















Πράσινο χρώμα στους ανθρώπους
και των ματιών σου τα δέντρα άκαυτα
στο πιο ζεστό μου καλοκαίρι.
Ένα απ'αυτά να πιάσει μια σπίθα,
θα γίνουν τα λόγια σου βεντάλιες να τη σβήσουν
κάνοντας άνθρωπο ξανά ερωτευμένο και άτολμο μπροστά σου.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Άγρυπνη αλάνα

Χώμα τριγύρω και σκουριά,
αλάνα μοιάζει ξεχασμένων σου φαρμάκων ,
νεκροταφείο όπου κερί για να ανάψεις πρέπει να έχεις κάτι να προσφέρεις,
ένα κομμάτι από σίδερο σαν των ανθρώπων τη σκληράδα.

Γύρω κοιτάζεις ,
ένα παιχνίδι πεταμένο μέσα σε λάσπες
και παραδίπλα ένα παιδί χωρίς παιχνίδι,
έτσι ήταν πάντα στη ζωή αυτός που ψάχνει δίπλα σε αυτό που ήταν άχρηστο για κάποιον,
όλα τα σκόρπια απορρίμματα μια ομορφιά .

Μια ξεχασμένη ρόδα αυτοκινήτου, μια διαδρομή που δεν υπήρχε προορισμός,
και χαραγμένα πάνω της ονόματα από εταιρίες που σου πουλούσαν το άπιαστο.
Μία βαλίτσα από καιρό κομματιασμένη
κι από μέσα της να βγαίνει ένας καημός
που δε τη ρώτησε κανείς αν της αρέσουν τα ταξίδια...

Ανάμεσα τους μια παλιά φωτογραφία,
ένα τοπίο από θάλασσες και πλοία ξελογιασμένα
να σεργιανίζουν στων κυμάτων τους τα χάδια λες και ζυγώνουν
σε ερωτικό κρεσέντο.

Σωροί μπουκάλια από πλαστικό
κι άμμο ψημένη, να σου θυμίζουν ακόμα οι μυρωδιές τα χνώτα των στομάτων
που ακούμπησαν τα χείλη τους και τ'άδειασαν
κι αυτά τα χνώτα να γυρεύεις να γνωρίσεις.

Τσιγάρα κι άμορφες σακούλες,
χαρτιά και γεύσεις από φρούτα,
όλα αναδύουν μια κραυγή
που διαπερνά την όσφρησή σου
κι όμως στα μάτια σου δάκρυα επιστρέφουν...
γιατί σε αυτό το περιβάλλον,
αναγνωρίζεις ένα λίκνο να σε έλκει.

Βροχή σε πιάνει και μουσκεύεις,
βροχή στεγνώνει μα κανείς δε στέγνωσε μαζί της,
τρέξαν αμέσως να κρυφτούν της πόλης τα κοπάδια κάτω απ'την αδιάβροχη ζωή τους,
μα εκεί η σκουριά δεν έχει ανάγκη από υγρασία.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Καύσιμη ύλη

Ήσουν παιδί όταν ξεκίνησες να ονειρεύεσαι. Μέρες κυρίως και λιγότερο τα βράδια. Τότε το είχες περισσότερο ανάγκη κι αυτή σου την ανάγκη την τάιζες χωρίς δεύτερη σκέψη. Όνειρα μικρά και όνειρα μεγάλα, στρωμένο τραπέζι και αυτά ζεστά, αχνιστά και καλομαγειρεμένα μπροστά σου. Βέβαια σπανίως τα δοκίμαζες, φοβόσουν πως το επόμενο δείπνο δε θα σταθεί αντάξιο εκείνου και ήθελες ανέπαφο να το αφήσεις. Να το λαχταράς, να εισπνέεις τις ευωδίες του, αλλά να βρίσκεις τη δύναμη να μην το αγγίζεις.
Αυτή σου τη συνήθεια την κουβάλησες χρόνια μαζί σου, δέμα μικρό σε μία τσέπη που άλλοτε υπερηφανευόσουν γι'αυτό και το επεδείκνυες αριστερά και δεξιά, χωρίς την πονηριά στο νου πως κάποιος μπορεί να το ορεγόταν και να στο έκλεβε. Άλλοτε πάλι περνούσε μέρες ξεχασμένο σ'αυτήν την τσέπη κι ερχόταν κάποια στιγμή που τα δάκτυλά σου το ψηλαφούσαν βάζοντας το χέρι σου και ψάχνοντας για έναν αναπτήρα, τα κλειδιά της εξώπορτας ή εισιτήρια και ξαφνιαζόσουν, έκανες πως δε θυμόσουν πως ήταν εκεί.
Λέω ''έκανες'' γιατί μεταξύ μας, ποτέ δεν πίστεψα σε φτηνές δικαιολογίες. Aνέκαθεν όμως αυτό το δέμα ήταν ένας λόγος για να σε κρατήσει γερά δεμένο στην πεζή πραγματικότητα. Ίσως από ανάγκη να αποκτήσει αξία, περισσότερη από όση ήδη του είχες αποδώσει. Όσο πιο πεζή και συνηθισμένη ήταν η καθημερινότητά σου, τόσο πιο σημαντικό φάνταζε στα μάτια σου αυτό το πολύτιμο κομμάτι όνειρο.
Κι όταν κάποτε τύχαινε όλα στη ζωή να σου πήγαιναν καλά, όταν έμοιαζαν με κάτι που είχες ονειρευτεί, τότε πανικοβαλλόσουν και σκεφτόσουν πως δε θες να γίνεις μέρος αυτού του ονείρου, πως τότε τίποτα δε θα απομείνει να έχεις για ελπίδα πάνω σου, τίποτα για σανίδα σωτηρίας. Και τα κατέστρεφες όλα. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να το κάνεις. Τι πιο εύκολο από το να γίνεις δυστυχής...
Περνώντας όμως ο καιρός, σε έκανε να αλλάξεις γνώμες και διαθέσεις. Οι φίλοι, λιγοστοί έστω αλλά πολύτιμοι, σε συμβούλευαν να κόψεις τις κακές συνήθειες και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να πετάξει , να χαρεί αυτά που του έρχονται. Δεν ήξεραν πόσες φορές προσπάθησες, ούτε πόσες φορές απέτυχες. Ήταν όμως τόση η επιμονή τους που πήρες την απόφαση μια μέρα να τους ακούσεις.
Διάλεξες τον ψηλότερο βράχο της ζωής σου , κράτησες μια απόσταση ικανή να σου δώσει φόρα και ξεκίνησες να τρέχεις καταπάνω του. Χωρίς πουθενά να σκοντάψεις, κι αυτό είναι κάτι που σου έκανε εντύπωση, όσο και μένα. Ένα βήμα προτού συναντήσεις το χείλος του σκέφτηκες...''αυτό είναι, αυτό το δέμα δε μου χρειάζεται πια'' και το έβγαλες από πάνω σου , πέταξες αυτό το μικρό πολύτιμο κομμάτι όνειρο στο χώμα και έκανες το κρίσιμο άλμα στο κενό. Και τότε έπεσες.