Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

''Kαι σε κάνει να θέλεις να κλάψεις...''

Λύτρωσε με... αυτό φωνάζει η ψυχή σου όταν βαραίνει από σκέψεις τα μεσάνυχτα. 
Απάλλαξε με όταν δεν γίνεται να βρω μόνος τη λύση ή όταν έχω μια ψευδαίσθηση ότι την έχω κρατημένη αυτή τη λύση. Είναι μια σιγουριά αυτή η λύτρωση, όπως με λύτρα θα αντάλλασσες ένα σου όμηρο, είτε για όνειρο που σου άρπαξαν από την αγκαλιά , είτε για πρόσωπο αγαπημένο που δεν χόρτασες να το κοιτάς. Μια σιγουριά που μέσα της αντέχει όλη σου τη θλίψη.
Οι μέρες είναι και νύχτες παράλληλα - πώς εξηγείς το μαύρο σου το χρώμα αν από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει το φως και όλα σου τα εξουδετερώνει ; - κι έτσι το δέχεσαι γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να υποκρίνεσαι ή να εξηγείς σε φίλους πως είσαι καλά κι ακόμα πιο καλά απ΄ότι εκείνοι βλέπουν σε σένα. 
Κανένας άνθρωπος δεν είναι από πέτρα, μην πέφτεις στην παγίδα των ανθρώπων που δεν δείχνουν εύκολα το μέσα πόνο τους, έχουν τα δάκρυα φυλαγμένα κάπου που δεν μπορείς να δεις κι έχει υγρασία τόση που δεν θα άντεχες να βρίσκεσαι. Να θέλεις να κλάψεις δεν είναι υπόθεση απλή, ούτε σε λίγα σου λεπτά να την χωρέσεις θα μπορέσεις. Είναι του είναι σου ανοιχτός λογαριασμός και έρχεται όταν θελήσει να σε βρει απροετοίμαστο.
Σε μια εικόνα όπως περπατάς και στέκεσαι δυο και τρεις φορές να την κοιτάξεις. Σε ένα τραγούδι που αγγίζει αυτό που δεν περίμενες να νιώσεις . Και μια ταινία που με καρέ θα σε τυλίξει ανεμοστρόβιλος.
Έτσι που βλέποντας τις τύχες των ηρώων, το ξεπερνάς το παραμύθι και αφήνεσαι, ανοίγει ο πόνος σαν  το φρούτο που ωρίμασε και να φας από τη γεύση του περιμένει. Και ξεκινάς όταν ένας λυγμός σου ανεβαίνει προς τα πάνω να κραδαίνεις το κεφάλι σου και να μπορείς να ευχαριστιέσαι που σε λύτρωσε αυτή η ανυπομονησία σου να κλάψεις . 


Εύκολο τίποτα. Αλλά ευλογημένο το τώρα που το βρέχεις.




* O τίτλος της ανάρτησης είναι από το σενάριο της ταινίας  L'ARBRE ET LA FORET (Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλων) που τόσο αναπάντεχα εκπλήρωσε το στόχο της , ενώ ακολούθησε η ταινία ΒLESSED (Aττικόν) και η συγκίνηση έγινε διπλή.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Χωρίς αφορμή

Το χωρίς αφορμή το φοβάμαι περισσότερο κι από τις αιτίες. 
Όταν ξυπνάς κι από το κρεβάτι δεν υπάρχει κάτι να σε δένει κι όμως βαρύ να νιώθεις το σώμα σου.
Ακατάπαυστες σιωπές που απορροφούν οι τοίχοι έτσι για ξημέρωμα δικό σου. 
Κι όνειρα που σκέπασες μαζί με τα βλέφαρα που τώρα πια δε σου ανήκουν, άνοιξαν και δεν τα ορίζεις πια, μόνο ανοιγοκλείνουν δίχως να σε ρωτήσουν.
Ένας καφές είναι σαν χρώμα που θα κατάπινες να πάρεις τη ζωντάνια του, αλλά κι αυτός είναι αδιάφορος.
Και να περνούν οι ώρες να σε βλέπουν κι εσύ να μην τις υποδέχεσαι 
να τις σκορπάς και να τις ζορίζεις 
να τις κοιτάς με μια θλίψη που ανεξήγητα σε κυβερνά.
Σήμερα σηκώθηκα και ήταν λες και ήρθα πρώτη φορά στο σώμα μου
άγνωστος και ημιτελής. 
Κοντεύει η ώρα που θα ξαπλώσω πάλι και τρομάζω με τη σκέψη πώς θα στριφογυρίζω για ώρα. Καληνύχτα και για σένα όποιος κι αν είσαι λόγος που στη σκέψη μου τρύπωσες και με παγίδευσες

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίστροφη Πρό(σ)κληση

Καμιά φορά χρειάζεται ένα παιχνίδι για να ανατρέξεις στους λόγους που σε κάνουν αυτό που είσαι, στα πρόσωπα που σε στηρίζουν ή σε αυτά που σε βλάπτουν, στα χρόνια που περνούν και σε αυτά που έρχονται, σε στιγμές, λόγια, εικόνες και λάθη και μέσα τους να ταξιδέψεις και να επιτρέψεις να σε καθορίσουν και να σου δείξουν τη συνέχεια.
Πίστευα ότι μια τέτοια λίστα , δεν είναι αρκετή να δείξει έστω και ένα μέρος από τους τόπους που το μυαλό μου τρέχει , κάθε που νιώθει μοναξιά, άγχος, πίεση ή τρέλα. (Είναι η πίστη μου λοιπόν τόσο μεγάλη που αδυνατώ να αντισταθώ στο πείραμα που ξεκίνησε ηλεκτρονικά και που η σκυτάλη του έφτασε σε μένα.)
Αν αγαπώ είναι γιατί έτσι με έμαθε ο κόσμος μου κι ότι χωρά στο πέρασμα του . Κι ότι αγαπώ με αγαπά κι εκείνο και γι'αυτό δε με έσπρωξε ποτέ να το αφήσω πίσω μου. 

Αγαπώ :
-να έχω πρόσωπα παιδικά μπροστά μου και να ζούμε το παρόν με τη σκέψη ότι κάποτε το παρελθόν θα μας ενώνει
-να έχω λόγια να μοιράζομαι όταν με θέλουν δίπλα τους οι φίλοι κι όταν τους θέλω να το ξέρουν με τη σιωπή μου
-να είναι η γραφή το κέντρο μου και η αφορμή μου, η θέληση και η ματαίωσή μου, που από παιδί ήξερα πόσο θέλω να γράφω 
-να είναι η μουσική ο ρυθμός που γράφτηκε για μένα και το τραγούδι οι λέξεις που δεν πρόλαβα να πω
-να τραβώ φωτογραφίες με όσα είδα, ένιωσα, τόλμησα και μοιράστηκα
-να είναι οι περίπατοι σε κάποιους δρόμους της πόλης αρκετοί να μου θυμίσουν τον εαυτό μου
-να μαγειρεύω και να καλώ φίλους στο σπίτι, να τρώμε, να γελάμε και να σχεδιάζουμε τα γέλια μας τα επόμενα
-να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε γυμνοί και τα σεντόνια να μας δένουν μαζί και μαζί με τα τσαλακωμένα υφάσματα να βλέπουμε τσαλακωμένα από τον ύπνο χαμόγελα που φτάνουν απ'άκρη σ'άκρη
-να κλείνω τα μάτια , να ονειρεύομαι κι όταν τα μάτια μου ανοίγω το όνειρο να είναι ακόμα εκεί

-να βλέπω τα πρόσωπα δικών μου ανθρώπων, φίλων, συγγενών και αγαπημένων και να σκέφτομαι πόσο πολύ τους αγαπώ. Τα πρόσωπα είναι, τα πρόσωπα η λίστα μας παντού και πάντα. Και οι αριθμοί δε λένε τίποτα όσο εκείνα είναι παρόντα και μοιράζονται το 1 μας, το ένα και μοναδικό δικό μας πρόσωπο.


Ευχαριστώ τους δύο φίλους που μου έδωσαν τη σκυτάλη λοιπόν και άνοιξα τη δική μου λίστα μπροστά τους. Basili και Οδοιπόρε ορίστε η απάντησή μου.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Χάθηκα στην Πρόβα

Τα λες ξανά, πολλές φορές τα ίδια λόγια, της καλημέρας και της νύχτας τις ευχές, τα απλά ''πώς είσαι'' και τα πιο δύσκολα γιατί. Και διορθώνεις με το πιο αλάθητό σου βλέμμα. Εδώ μας ξέφυγε ένα κόμμα, μία απόστροφος δεν κάνει τη διαφορά κάνει όμως τη λέξη μια αγκαλιά με την επόμενη. 
Βγάζεις το έτσι και βάζεις το αλλιώς. Οι πρόβες το έχουν αυτό, να αντιμάχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και το παλιό σου ώρα να το αλλάξεις να σου φωνάζει. Κάπου εκεί χάθηκα κι εγώ και συνεχίζω να χάνομαι, στα λόγια που πρέπει να διορθώνω και στους ανθρώπους που τα τραγουδούν , στο φίλο μου που τα παίζει στο πιάνο κι εγώ σκύβω δίπλα του και χαμογελάω σαν παιδί που κρατά το πιο πολύτιμο και το πιο ανόθευτο παιχνίδι του. Θα περάσουν οι μέρες και ό,τι γεννήθηκε από μέσα μας θα ταξιδέψει ανάμεσα σε μας και τους γύρω. Αλλά έχουμε το χρόνο να το ζήσουμε κι αυτό.


Τα γράφω και πάλι και τα σκορπάω. Να γινόμουν λέξεις αμέτρητες , μόνο τότε θα μπορούσα να μεταφράσω τον κόσμο που κατοικεί στο μυαλό μου. Μαζί με πρόβες, έρχονται και τα παιδιά κι ένα θρανίο να με φωνάζει να επιστρέψω γρήγορα δίπλα του. Λίγες ημέρες ακόμα πριν τον αγιασμό και τα παιδικά και αυστηρά τα μάτια που θα κοιτάξω και τις βουτιές μέσα τους δε θα γλυτώσω -  γιατί δε θέλω να το χάσω αυτό το ταξίδι. Δάσκαλος δεν είναι όταν ζεις το καλοκαίρι, μα όταν έχεις μέσα στο μυαλό τις παιδικές φωνές να σου μιλούν ακόμα κι όταν Ιούλη μήνα πάνω στην άμμο ξαπλώνεις και τραντάζεσαι με γέλια. ΄Ξέρουμε τα πάντα κι όμως τίποτα δεν ξέρουμε. Ότι κι αν ο καθένας καταφέρνει , έχει το άγχος και το τρακ μέσα στο στομάχι να μην του επιτρέπει να χαρεί τον ύπνο του, με την επόμενη του μέρα να τα βάζει και τις τόσες υποχρεώσεις. Αλλά είναι το άγχος ζωντανός μας σύμμαχος εντέλει, μια αφορμή να διορθώσουμε και το μυαλό μας να το βάλουμε να τρέξει κατοστάρια. Να γίνω θέλω , να διορθώσω τα λόγια κι εμένα να με φτάσω ένα βήμα παραπάνω, παρακάτω. Έρχεται και μας βρίσκει το μετά. Κι εγώ έτσι το υποδέχομαι. Κι ας χάθηκα. Έχει μια γλύκα αμέτρητη για όλα τα δάκτυλα όταν στο βάζο τα βουτάς.


Υ.Γ.Αν ήξερα οι δικοί μου δάσκαλοι με τόσο τρακ πως ξεκινούσαν τη χρονιά τους , θα τους άνοιγα ακόμα μεγαλύτερη αγκαλιά. Τους στέλνω αναδρομικά όσες μπορώ. Μόνο με αυτές πάμε μπροστά. 


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Αόριστες λέξεις : κάποτε

Κλείνεις τα μάτια κι επιλέγεις τι θα θυμηθείς,έχεις το χάρισμα τη μνήμη σου να την εξουσιάζεις όπως και τα πρόσωπα που μέσα της κατοικούν.Μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις , να αλλοτριώσεις ή να βελτιώσεις , όλα είναι πιθανά κι όλα εξαρτώνται από τη δύναμη που κρύβει το μυαλό σου. 
Προσωπικά δεν φημιζόμουν ποτέ για το μνημονικό μου, μάλλον δυσφήμηση θα έλεγε κανείς πως είναι για μένα, αυτό που για άλλους αποτελεί μεγάλο χάρισμα. Λίγα ονόματα, λίγες κουβέντες και ακόμα λιγότεροι τίτλοι κατοικούν μέσα στα λίγα περιθώρια .
Οι τίτλοι είναι πάντα τελεσίγραφα που αρνιέμαι να δεχτώ την ύπαρξή τους. Μου αρέσουν τα λόγια τα πολλά, τα φλύαρα και τα παραπανίσια . Γιατί εκεί πολλές φορές προδίδεσαι, ξεχνάς τι θες να κρύψεις και όλα τα μαρτυράς. Κανένα πρόβλημα λοιπόν σε τούτο το μαρτύριο. Κι αν μαρτυρήσεις παραπάνω, πού είναι αλήθεια το κακό, αφού στο τέλος όλα βγαίνουν ζωντανά στο φως κι αλώβητα όσο κι αν προτιμούσες να τα κρύψεις 
στα σεντούκια του έγχρωμου σου παρελθόντος
Εκεί στο αχανές που όλα αναμειγνύονται, ξεχνάς, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι ήθελες να πεις , από ποιον να ζητήσεις ευθύνες και για ποιο λόγο.Λες ένα ''περασμένα ξεχασμένα'' κι όλα βαίνουν καλώς ή σου μιλάνε για σταφύλια που τώρα ξίνισαν και ποιος ο λόγος να ζητάς να τα γευτείς. Στο κάποτε λοιπόν  δεν έχεις πολλές ελπίδες να δικαιωθείς .
Άρα ξεχνάς και τη δικαίωση , όσο κι αυτή σε ξέχασε. Έχεις μονάχα ένα υπέρ σου επιχείρημα, αυτό που όλοι λίγο πολύ το μνημονεύουμε όταν περάσει ο καιρός των διακοπών ή μιας γιορτής που κράτησες ενθύμια. Φωτογραφίες όλοι μας κρατάμε λες και το παρόν μόνο σε φιλμ είναι υπαρκτό κι αποδείξιμο για όταν πια πεθάνει.
Κάποτε λοιπόν πέρασα από μέρη που μου γέννησαν τη σκέψη να τα φυλακίσω και το έκανα. Ένας αναμμένος φανοστάτης, που καίει το καντήλι της νύχτας μέχρι αυτό να γίνει παρανάλωμα, ένας σωρός από πέτρες τσαλακωμένες η μία πάνω στην άλλη να αναρωτιούνται τι να'ναι δυνατό να τις λυγίσει και συντροφιά δύο βάρκες ή μια να προστατεύει την άλλη λες και κρατιούνται από το χέρι με ένα κουπί να της μαλώνει. 
Αυτά τα κάποτε με λιώνουν κι όπως γερνάει ο καιρός κι εγώ μαζί τους λιώνω , δεν αναρωτιέμαι το πότε, αλλά τη γλύκα θυμάμαι διακοπών που πέρασαν.Εκεί που μπαίνει το φθινόπωρο -  που μόνο ετικέτα το ορίζει ως τέτοιο - θα είναι αυτή η γλύκα που θα αναδύεται όποτε τις φωτογραφίες μοιραζόμαστε με άλλα αχόρταγα μάτια και γελάμε, που δεν θυμόμαστε πολλά αλλά γελάμε.