Πότε παιχνίδι το έλεγες πως μοιάζει αυτό το σχήμα, σαν το κουτσό που τα παιδιά στο ένα πόδι τρέχουν , χωρίς να είπανε ποτέ από τι τάχα να ξεφύγουν προσπαθούν... Από το χρόνο που με δυο εκείνος τρέχει πόδια;
Εσύ από το σώμα σου το έκλαψες κι αυτό λιμνάζει σαν πληγή στο ένα σου πόδι
κι ανάπηρο σε δείχνει να κοιτάζεις... μια τόση δα μικρή κουκκίδα που θα σου αρκούσε σαν βατήρας για το άλμα... !
Αυτή σου η σκέψη πάνω απ΄το άπειρο, πότε μπαλόνι που γεμίζει από το χρόνο σου θυμίζει,
το χρόνο που ποτέ δεν έδωσες να αδειάσει... έχεις το θάρρος με μια βελόνα κοφτερή να την τρυπήσεις ή θα επιτρέψεις ολοένα να φουσκώνει στο κεφάλι σου το όνειρο ... ;
Κι όταν οι μέρες μεγαλώνουν όπως απόψε, αυτό το θαύμα το αστικό γίνεται σαν θαυμαστικό που το χωρά η αγκαλιά σου και από συνήθεια του λες τι εσύ θαυμάζεις : γύρω ανθρώπους που ερωτεύονται κρυφά και δεν σκορπούν στη μέρα τα αισθήματά τους αλλά στη νύχτα τα γυρεύουν τα ανταλλάγματα... πράσινα σπίτια που τολμούν ακόμα να φυτρώνουν μέσα σε τόσο γκρι μονότονη γειτνίαση... πουλιά που ξέχασαν το πέταγμα και δίποδα ανάμεσά μας αναπνέουν... όνειρα που ξάπλωσαν δίπλα μας αλλά σηκώθηκαν προτού μας δουν να τα χαλάμε... γέλια που γέμισαν δωμάτια και κλάματα που κύλησαν και δεν σκουπίστηκαν βιαστικά... μελωδίες που έγιναν εικόνα με το νου...και σκέψεις που τραγουδήθηκαν...
είναι πολλά τα όσα έχεις θαυμάσει και όσα εσύ θαυμάζεις σε κρατούν με το ένα πόδι σηκωμένο, ένα ακόμα παιδί που δε ξέχασε να παίζει κουτσό παίρνοντας φόρα να πηδήξει να τα φτάσει ... είτε τα όσα έχει μπροστά είτε τα όσα γέμισαν το πάνω το μπαλόνι.
Αυτή του θέρους η ισημερία βαφτίστηκε ισηρεμία.