Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Η Μπλούζα

Και ξαφνικά μαζεύτηκαν τόσες πολλές υφασμάτινες οσμές
λες και θα μπορούσαν όλες να μιλήσουν για πρόσωπα που σε άφησαν 
με ένα κομμάτι πανί να τους θυμίζουν 
και μ'αυτό αγκαλιά να κοιμάσαι πρέπει.
Δε ζητάς να φορέσεις ούτε μια από αυτές τις μπλούζες
μοναχά να την αγγίξεις 
και μετά να τη χαρίσεις στο παρελθόν σου που κοντεύει να γίνει μέλλον σου. 

Βλέπεις γύρω σου τόσα ανθρώπινα παρόντα
λερωμένα και σε μπλούζες γαντζωμένα που φοβάσαι 
να υποστηρίξεις πώς η δική σου εξάρτηση είναι από δέρμα
και η οσμή που λαχταράς έχει φλέβες και μάτια.
ίσως κάποτε μπορέσεις την οσμή της να μυρίσεις.
μέχρι το τότε απλώνεις,
μανταλάκια ξύλινα 
σκοινιά συρμάτινα 
και χέρια που τρέμουν μη το σκίσουν κατά λάθος το παρόν σου 
έτσι δειλά που το στριμώχνουν δίπλα στων άλλων 
τα υγρά υφασμάτινα παράπονα... 

υπέροχη Ελένη Βιτάλη σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου 
και μουσική Νίκου Αντύπα
που δε στεγνώνουν εύκολα.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Θερινά (Σ) ΠΑΝΙΑ

Κάποιες δικές σου απολαύσεις πολλές φορές τις ζεις
ακόμα κι όταν λες δεν έχουν κάτι νέο να σου προσφέρουν
είναι εκεί και σε περιμένουν
να σε διαψεύσουν 
και να σε καταπλήξουν
όπως τα θερινά τα σινεμά
τις αγκαλιές της νύχτας για το καλοκαίρι
με μυρωδιά από ζέστη,
από χαλίκι που πατάς η αίσθηση
κι από καρέκλες πλαστικές που πάνω τους κολλά το δέρμα
ή μια ζακέτα τυλιγμένη για τους ώμους
μήπως την κάνει τελικά την ψύχρα

και δεν υπάρχει χέρι ικανό να σε τυλίξει και να σε ζεστάνει,αλλά και φίλοι να γελάτε στο μαζί ,      μπύρα , ψημένο καλαμπόκι και τυρόπιτα.                                 Πάντα θα αγαπάς τα θερινά τα σινεμά                    δικά σου θα τα νιώθεις ,                                     από τα λίγα πράγματα που δε χάθηκαν ακόμα απλώς με το δικό τους τρόπο εξελίχθηκαν ,  στο αίμα σου σαν μνήμη και στην καρδιά μαζί με ταινίες ασπρόμαυρες κυρίως                                                                         που στο πανί παίρνουν φωτιά.

Hitchcock, Dassen και Kurosawa, Mizoguchi, Chaplin και Ceaton,Brothers Marx μαζί και ο Wells,  Bergman, Truffaut και τόσοι ακόμα, να σου προβάλλουν όσα δεν είδες όταν γεννήθηκαν αλλά στο χρόνο άντεξαν για εσένα . Και για εσένα.

του Jean Vigo αυτά τα παγωμένα τα καρέ
η τόσο όμορφη δική του ''Αταλάντη '' (L' Atalante , 1934)

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Βραδινά σημεία στίξης : παρένθεση

( Μην τα πιέζεις, δεν κλείνουν τα δυο χέρια όση δύναμη , όση πειθώ κι αν εξαντλήσεις , όσο κι αν θες να καλοπιάσεις τις αρθρώσεις να στο κάνουν το χατήρι. Δεν κλείνουν γιατί δεν έχουν κάτι να αγκαλιάσουν λες, αυτή η παρένθεση των δύο εκτεταμένων άνω άκρων μένει ως έχει να σου θυμίζει το κενό περιεχόμενο που συγκρατούν - ή τη δική τους αφελή διάθεση να έρθει όποτε θέλει μόνο του να μπει ανάμεσά τους. )


( Κι αν δεν πρόκειται για ανοικτή αγκαλιά, με τι να μοιάζει αυτό το νέο στίξης το σημείο; Μήπως με πρόσωπο ακαθόριστο , από δικά του εγγενή χαρακτηριστικά στερημένο , ένα ανέκφραστο σκιαγράφημα δίχως τα μάτια να σε δουν που το κοιτάζεις , δίχως τα αυτιά να σε ακούσουν που το ψάχνεις, δίχως το στόμα να μπορέσεις να φιλήσεις για βοήθεια και οσμή να έρθει εκείνο να μυρίσει την ανάγκη σου ; )


(Ή σαν τον κύκλο τον στα δυο κομμένο, που δε συνάντησε το ένα ημισφαίριο το άλλο, ή σαν πεδία μαγνητικά που έλκονται μαζί και απωθούνται ;  Η φαντασία σου τα βάζει όλα τα σχήματα πρόσφορο θέμα για συζήτηση στο τραπέζι. Κι από εκεί τρως κι από εκεί παλεύεις να χωνέψεις το συμπέρασμα.)


Οι παρενθέσεις στη ζωή μας δίνουν και παίρνουν, τυχαίο δεν είναι ποτέ που μέσα στα λόγια μας πολλές φορές μιλάμε για αγάπες που πέρασαν και χάθηκαν, σαν παρενθέσεις στη ζωή μας μέχρι τότε ή για φιλίες που βιαστήκαν να τραβήξουν το παράθυρο και σε αέρα άλλον να αναπνεύσουν δεν 
επέτρεψαν την είσοδο. Κλείνουν και τίποτα δεν αφήνουν να ειπωθεί ως παραπάνω, τράβα τη μια άκρη τους να πέσεις σε τοίχο και τσιμέντο που να μετακινήσεις δεν θα είσαι ικανός. 


Μένουν κι αυτές να σου θυμίζουν, να σε θυμώνουν, να μη λογάριασες ακόμα μία να ανοίξεις στη ζωή σου - τόσες πολλές που μάζεψες τι να τις κάνεις, σε ποιο ντουλάπι να της κρύψεις; Και σε τετράδιο να τις βάλεις τη μια δίπλα στην άλλη , νόημα κανείς δε θα το βγάλει. Δες και μόνος σου...  ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) ( ) . Για τους γύρω σου έχουν λευκό περιεχόμενο, για εσένα όμως ονόματα κρύβεις μέσα σε κάθε μία, όσο κουτό κι αν είναι να βαπτίζεις τις πρώην αγάπες σου παρενθέσεις ( γιατί κακά τα ψέματα οι αγάπες είναι αυτές που σε πονούν και τις καταχωνιάζεις ασφυκτικά κλεισμένες μέσα σου).


Ξέρεις όμως καλά πως αυτά τα πρόσωπα που θες να ξεχνάς τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους , τα χείλη, τα μάτια, που πείθεις το μυαλό ότι σε απωθούσαν όσο σε έλκυαν ταυτόγχρονα, σαν κόσμοι που δεν συναντήθηκαν , είναι τα λευκά τα αδιόρατα εκείνα πρόσωπα που δε σου επιτρέπουν να κλείσεις την αγκαλιά σου. Γιατί είναι ήδη μέσα της.





(Ευρυπίδη ''Μήδεια'' στ.627-662 σε μια εξαιρετική μελοποίηση-διασκευή Σ.Κραουνάκη και τρεις ερμηνείες εξίσου συγκλονιστικές με υπερέχουσα την πρωταρχική της Ε.Βιτάλη)
http://www.youtube.com/watch?v=1yGULBtccAw
http://www.youtube.com/watch?v=SMIjen280j4

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Παραμονεύει σύννεφο

Όποιο παιδί και να ρωτήσεις για τα σύννεφα, από τι φτιάχνονται , τι είναι αυτό που τα κρατά δεμένα και σφιχτά αγκαλιασμένα , δε θα βρεις νέες απαντήσεις από αυτές που θυμάσαι εσύ να έδινες στην ηλικία τους. Είτε από ζάχαρη πλεγμένα να τα γεύεσαι στο στόμα τα ονειρευόσουν, είτε από ουρανού κλωστές και πάνω τους κομμάτια παραδείσου και θεοί που κατοικούν παρατηρώντας σε να κλαις και να γελάς .

Κι ας ήρθε η επιστήμη σαν τον οδοστρωτήρα να τα εξηγήσει όλα, για εσένα έχουν πάντα κάτι τρυφερό που θα θυμίζει όνειρο , αιθάλη που τυλίγει ήρωες σε ασπρόμαυρη ταινία, ανέβασμα στον ουρανό και κάτι από Χατζιδάκι , κουρτίνες τόσο ελαφριές που τις ανοίγεις με ένα φύσημα. 
Αθώα σε σκεπάζουν άσπρα γαλακτερά, στο γέννημα της μέρας ή στο κατευόδιο της όταν ξαπλώνει, ζηλεύεις όσους έχουν τη δύναμη στη φαντασία να τους δίνουν ένα σχήμα και να στα δείχνουν λέγοντάς σου ''κοίτα αυτό εκεί  - ολόιδιο με λύκο '' ή ''δεν είναι σαν μικρή χελώνα; ''
Κι ας μην το κατάλαβε ο νους σου αυτό, όλοι έχουμε την ανάγκη να δούμε κάτι παραπάνω σε αυτά.

Κι ας είναι γκρίζα ακόμα με ψιλόβροχο, κουρτίνες με τα κρόσσια τους πάνω σου να ξεφτίζουν, μαύρα κι ανταριασμένα να σε κάνουν στο σπίτι σου να κλείνεσαι και να γυρεύεις να ακούσεις τη μουσική τους , τη βροντή τους , τον οργασμό και τις δικές τους λήψεις, φωτογραφίες λες με τραβούν από εκεί ψηλά, δεν είναι αστραπή αυτό το φλας που ανάβει. Όλα τα θες και το μυαλό σου τα μπορεί να τα επινοήσει. Είναι όμως αρκετές εκείνες οι στιγμές που ξέρεις πως δε γίνεται να τα ακουμπήσεις.
''... τη σκάλα πάρε του ουρανού, μα πέτα τ' όνειρο απ'το νου, αλλιώς δεν ανεβαίνει...''  

Αυτά τα σύννεφα πονούν , μαθαίνεις να το λες στον εαυτό σου, σφάζουν και σε ματώνουν, αν στα φοράνε και δεν τα διάλεξες από δική σου ιδιοτροπία να το κάνεις . Αν τα ζητάς, δε θα τα φτάνεις κι αν στα ζητούν είσαι μικρός να τα αγκαλιάσεις . Γίνεσαι κι ο ίδιος σύννεφο για κάποιους κι αναρωτιέσαι πώς το μπόρεσαν να σε παραλληλίσουν με κάτι που είναι ρευστό, όσο εσύ και προφανές. Και να θέλεις να γίνεις ένα σύννεφο , δεν το μπορεί η φύση σου να αλλάξει μέσα σύσταση και χρώματα να δίνεις με διαθέσεις ξένες .  Αν είσαι λοιπόν ένας ακόμα λύκος που γυρεύει θήραμα να πνίξει με τα πουπουλένια νύχια του ή μια χελώνα που αργοκινάει σε κάποιου ουρανό που επιθυμεί να δει να τρέχεις, είναι μια τόση δα ανάγκη του που σε πιέζει να αλλάζεις ρούχα .

Μα έχουν τα σύννεφα προϋποθέσεις να καλύψεις και δεν τις βρίσκεις έτσι αβίαστα μπροστά σου. 'Οταν η μέρα τους τα πλάθει , εσύ γυρεύεις νύχτα να ζυμώσεις και δε διακρίνεις τα υλικά που ανακατεύεις, όλο κάτι άλλο βγαίνει , όχι τόσο άσπρο, όχι τόσο ονειρεμένο. Και είναι τόσο σπάνιο στη νύχτα σύννεφο να δεις να κατοικείται, που δε θα το ήθελες νομίζω και δε θα το μπορούσες ούτε καν να το πατήσεις. Θα γκρέμιζες τη σκάλα σου κι εγώ σου λέω δεν έμαθα ακόμη να τη χτίζω.

Πονάνε αυτά τα σύννεφα κι ας μη τα λαχταράς λοιπόν, άσε τα λίγο ακόμα να ταΐσουν των παιδιών τη φαντασία μήπως με τα δικά τους μάτια εξηγήσεις ποιο σκαλί τους έχει ασφάλεια . 

Κόκκινα μάτια

Έχεις τα μάτια κόκκινα
είτε από κλάμα , είτε από ξύπνημα άγουρο 
και πολεμάς να τα ανοίξεις, δίχως το χρώμα τους να θες να το χαλάσεις
κι αν το ξεβάψεις 
θα είναι για να μην το κοιτούν 
και ξέρουν κάτι από σένα.
Έχεις τα χείλη σου ξερά
είτε από κρύο, 
είτε από μπόλικο αλκοόλ που την ανάσα σου τη βάπτισε βαριά
και δίχως να θες να την ξεπλύνεις σ'ενοχλεί.
Όλα σου τα σημάδια μαρτυρούν μιαν αλλαγή
από ενέργεια χαμένη και αξόδευτη σου θέληση
να κάνεις κάτι παραπάνω 
ν'αλλάξεις κάτι .
Κρίμα να το καταλαβαίνεις
κι ακόμα πιο πολύ να μην το πράττεις 
αυτό το βήμα το καινούργιο.