Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Νυχτερινά ποτά Ι



Άδειο το ποτήρι σου όσο και το δικό μου.
Μα το δικό μου μοιάζει τόσο καθαρό, σαν να μην ήταν ποτέ γεμάτο ή σαν να το'πια το κρασί μου με μία ρουφηξιά και στάλα περιεχόμενο δεν άφησα, ούτε καν τη μυρωδιά του. 'Οταν δε θέλεις να το δεις ποτέ γεμάτο, τότε φροντίζεις να μην ακουμπάει τραπέζι.
Γίνεται προέκταση κι αυτό του ενός χεριού σου και αναρωτιέσαι αν οι αρθρώσεις των δακτύλων σου είναι κι αυτές άμμος ψημένη, έτοιμο γυαλί να σπάσει.
Κι αν είσαι ένα από τα γέλια που απέφευγες, πώς μεταφράζεται αυτό σε δόσεις, σε γουλιές ή σε ποτήρια; Δύσκολο να κρατάς λογαριασμό με γυάλινα τα δάκτυλα.
Άκουω δειλά τους γύρω τους θαμώνες, μήπως σ'αυτούς ανακαλύψω μία γεύση που δεν πρόλαβα να παραγγείλω. Και την ακούω, όμως το ποτήρι έχει πάψει να γεμίζει, στέκεται δίπλα σου εξαρτημένο και αλκοολικό. Μην το γεμίσεις αφού μπορείς έτσι σιμά του τόσο πολύ να υπερέχεις.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

α-σφάλματα



χάζευα όμως τα γύρω αυτοκίνητα για να μαντέψω αν με κοιτούν να φεύγω ή εγώ αυτούς να έρχονται.
τα μάτια δε μου χρησίμευσαν και πολύ
μπορώ να τα κλείσω και να ελπίζω να μη με κτυπήσουν.
δε θα βρουν πρόσφορο έδαφος πιστεύω .
μονολογώ.
παίρνω τις στροφές και δε το νοιώθω το κάψιμο από την περιέργεια πια.
τα φώτα με ζαλίζουν ,
πεταλούδα βράδυ καλοκαιριού έτοιμη να λιώσει τα ρούχα της.
''δεν το αξίζεις'' σκέφτομαι
αλλά δεν το επιλέγει κάποιος αυτό.
μονάχα να είχα χώμα να πατώ στα πόδια μου, αυτό νομίζω θα τα γιάτρευε όλα.
(άλλη μια στροφή)

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Μια Δευτέρα όλο μπογιές

Κοιτάζοντας ψηλά ο ουρανός θυμώνει
για ένα θράσος που δεν έχω μα δεν το ξέρει
και για τα μάτια μου που χρωματίζω κίτρινα...

το κεφάλι ακολουθεί την κίνηση του λαιμού
και το μυαλό σιγοτραγουδά τη μελωδία της Δευτέρας...
όλοι βιάζονται να πάνε εκεί που κανείς δε τους θέλει
κι όλα τα πρόσωπα σκυφτά και έτοιμα να σκιστούν χαρτόνια.

τα παιδικά μου όμως βήματα πάνε ανάποδα
μπερδεύω ακόμα το δεξί με το αριστερό
σε μια χορογραφία που τη μαθαίνω μόνος
και παρατηρώ από τριγύρω πόσο θα μοιάζει άγαρμπο
ένα περπάτημα στους δρόμους από μένα.

ακόμα και αν συννεφιάσει θα το ζωγραφίσω το χρώμα
σε πρόσωπα , σε τόπους και σε τζάμια,
θα του γελάσω δύο φορές,
μία για να τρομάξει και μια από περιέργεια
να δει πώς μοιάζουν οι άνθρωποι όταν φωνάζουν στο χρώμα που τους λείπει.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Αδέσποτες μελωδίες



Είδες ξανά την ίδια μελωδία... και λέω είδες γιατί η υπόσταση που πήρε στο όνειρό σου ήταν τόσο ορατή, τόσο χειροπιαστή. Αυτή η μελωδία γιατί σε ακολουθεί και γιατί δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό σου; Σήμερα πίστεψες πως ήσουν ικανός σχεδόν να την ανασυνθέσεις με το ξύπνημά σου. Όμως δεν είσαι αρκετός για αυτό. Σου λείπει η συγκέντρωση για να το καταφέρεις.
Αυτό που διαφοροποιούσε όμως το αποψινό όνειρό από τα προηγούμενα, ήταν η ύπαρξη ενός άλλου προσώπου . Αυτός ο ζητιάνος που εμφανίστηκε μπροστά σου με μια βαλίτσα στο χέρι, άρπαξε τη μελωδία από τα χείλη σου και εσύ προσπαθούσες σε ολόκληρο όνειρο να τον προλάβεις, να τον παρακαλέσεις να σου την επιστρέψει. Ήταν τόσο συγκινητική η παρουσία του, που δεν μπορούσες να του κάνεις κακό. Ρακένδυτος, με μια έκφραση πόνου στα σκοτεινά του μάτια και ένα σουλούπι ατροφικό, λες και είναι αδύνατον να στέκεται στα δύο του πόδια ακόμη. Αυτός ο ταξιδιώτης , έκρυβε κάτι παραπάνω, σήμαινε κάτι παραπάνω.
Ίσως περνάει από όνειρο σε όνειρο και στη μικρή του βαλίτσα συλλέγει τις μελωδίες που ξεφεύγουν από την αντίληψή μας και τις αγκαλιάζει. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσεις τους ένοικους από τη διπλανή πολυκατοικία ή τους κάτω ορόφους αν παρατήρησαν να τους λείπει κάτι , ίσως πάλι όχι, να μην πρέπει να τους ανησυχήσεις. Εκείνος φαίνεται τις χρειάζεται περισσότερο και είναι σίγουρο θα τις προσέξει παραπάνω.
Τώρα που το σκέφτεσαι, δε θα έβρισκες χρόνο να την τραγουδήσεις, θα έπρεπε να προλάβεις να δουλέψεις, να δεις οικογένεια και φίλους, να μελετήσεις, να διαβάσεις, να γράψεις...Ναι, ας μη σου επιστρέψει τη δική σου μελωδία, δεν το θες πια. Όπως όμως θα περάσει και πάλι από τη γειτονιά σου, ας τη φέρει μαζί του ζεστή , αστόλιστη και καθαρή ένα βράδυ, να τη σιγομουρμουρήσεις.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ανυπάκουοι χρόνοι V

... έρχονται πρόσωπα, σε γυρεύουν εκεί που σε άφησαν,
δεν το σκέφτονται καν το ενδεχόμενο να έχεις περπατήσει
τέσσερα, πέντε, δύο βήματα έστω.
φωνάζουν το όνομα που είχες κάποτε, μα εσύ δε γυρίζεις το κεφάλι να τους δεις,
δεν το αναγνωρίζεις πια.
Σ'αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνεις το φως της μέρας
με την ελπίδα να είναι αυτό που θα τους ανοίξει τα μάτια.