...έξω ξεκίνησε να βρέξει, χωρίς κανείς να σε ρωτήσει.
Θα σηκωθείς τα ρούχα να μαζέψεις που στεγνώνουν,
θα δεις τις τέντες βιαστικά να τις σηκώνουν
να φοβηθούν μήπως η τόση η βροχή θα τις σαπίσει...
Σε ένα μπαλκόνι έχουν ακόμα φώτα αναμμένα,
γέλια ακούς και δίπλα τους να παίζουν μουσικές ,
αυτοί σου οι ξένοι είναι λόγια που τα καις
κι ας μην αρπάζουν εύκολα έτσι βρεγμένα...
Κλεφτά κοιτάς κι εσύ ψηλά τον ουρανό σου
δάκρυα ρίχνει δροσερά στο σώμα το γυμνό σου
κι όπως παλεύουν της βροχής να σε σκεπάσουν στάλες
γνώριμες είναι σαν του νου τις βραδινές ψυχάλες...
Ψυχάλες όπως της ψυχής σωστά αλατισμένες
παίρνουν το σχήμα πόθων σου στο ίσως βουτηγμένες,
κι αν δεις καλά αυτή η βροχή είχε δικό σου κάτι
τα ψάρια ζουν στον ουρανό και όχι στο κρεβάτι...