Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Απο-λογισμός

Όταν θα φεύγεις θα σε κλάψω,
όπως θα έκανα νεκρό αν αποχαιρετούσα,
όπως θα τόλμαγα να σου εξομολογηθώ τον έρωτά μου 
λίγο προτού επιβιβαστείς στην αμαξοστοιχία
και το τρένο θα σφύριζε τη λήξη και την τελευταία σκηνή ταινίας.
Όταν θα φεύγεις θα σου χαμογελώ,
όπως θα είχα χείλη τεντωμένα σε γιορτή
ανάμεσα σε παρέα φίλων που περιμένουν το αστείο από μένα
κι όταν δεν έρχεται βαθαίνει ένα ρήγμα.
Όταν θα φεύγεις θα σε φορτώσω δώρα , 
να έχεις κι εσύ μια αγωνία ξετυλίγοντας το περιτύλιγμα
και διαβάζοντας την κάρτα...
όποιος σε θυμηθεί με δώρο υπενθυμίζει μια υποχρέωση
ή μια βαθιά ευγνωμοσύνη προς εσένα...αν και τα δώρα τα δικά μου τα δωρίζω σκεπτόμενος πόσο καλό σε μένα κάνουν να τα δίνω σε αυτούς που αγαπώ.
Μην περιμένεις να σου πω να μείνεις κι άλλο, 
ήταν αρκετό όσο έμεινες κι έφερες τόσα στη ζωή μου.
Έκανες τραγούδια με τα λόγια μου, έκανες παράσταση το θέλω μου, 
έκανες δεσμό την ελευθερία μου και με συντάραξες.
Μέσα σε λίγο μόνο χώρο να χωρέσω το άπειρο δε θα κάνω την απόπειρα.
Σε αγαπώ παλιέ μου χρόνε γιατί με έφερες εδώ να δω και τον επόμενο
με άλλα μάτια , με τόσες συγγνώμες στην καρδιά 
και τόσα ευχαριστώ
και με αυτό που προσδοκώ να επαναφέρω
το ανθρώπινο, το απλό, το καθημερινό, 
την επικοινωνία όταν εκεί που η κοινωνία βλέπει το επί-
όπως επί-θεση , επί - πλαστο,  επι-λήψιμο,   επι - κίνδυνο. 
Γεμίσαμε με πολλαπλασιάσμο τη μέρα μας εκεί που θα έπρεπε να επαναφέρουμε τις απλές πράξεις,
με τα δάκτυλα που κάνεις από αγνότητα , 
να μην φανείς θρασύς να φανταστείς τους αριθμούς πέρα από τα δέκα δάκτυλά σου. 
Επανέρχομαι λοιπόν στις πράξεις τις απλές, 
μια αφαίρεση και μια πρόσθεση, εκεί η ζωή με συγκινεί
όταν εκεί που αφαιρείς προσθέτεις..
κι αυτό που βγαίνει , ο απολογισμός είναι απόσταγμα, κλάμα, ευχαρίστηση, ανυπαρξία ή κοινωνία.
Μη μένεις άλλο παλιέ μου χρόνε, άκουσες πολλά. 
Σε χαιρετώ και κάνω εξάσκηση στα δάκτυλα για νέα πρόσθεση
- οι αφαιρέσεις θα έρθουν όταν τα δάκτυλα τελειώσουν.
Καλή μας χρονιά.

(Edvard Munch - Das kranke Madchen 
από την έκθεση με χαρακτικά του καλλιτέχνη στο μουσείο Ηρακλειδών. Εκείνος ονόμασε το συγκεκριμένο έργο του ''Το άρρωστο κορίτσι''...εγώ πάλι το κοιτάζω ως το Κορίτσι δίχως δάκτυλα για απολογισμό)

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Το πιατάκι

Πρώτα Χριστούγεννα ποιος άραγε θυμάται; Να είναι όταν στην ηλικία των 5 περίπου χρόνων κρατούσα μια φάτνη στολισμένη (ίσα που χωρούσε στα δυο μου χέρια )  με προσοχή σαν να ήταν έτοιμη να μου πέσει ; Ή όταν τις φιγούρες, τα πλαστικά πρόβατα που τις πλαισίωναν μετρούσα και ξαναμετρούσα , μη τυχόν και χάθηκαν οι πρωταγωνιστές του θείου επεισοδίου ... είχαν μια δύναμη πάνω μου, που δε θυμόμουν όμοιά της. Σε κάθε παραμύθι, σε κάθε ιστορία που μου διάβαζαν θα γούρλωνα τα μάτια, κάθε φορά που τραγουδούσα κάλαντα θα πίεζα την ντροπαλή φωνή μου να ακουστεί. Θα γεννιόταν εκείνος και θα ηρεμούσα. 
Περνούσαν οι μέρες όπως κι εγώ από δωμάτιο σε δωμάτιο. Πότε στην αγκαλιά της μητέρας μου να νιώθω πιο ψηλός ξαφνικά, να συναντώ την υπόλοιπη οικογένεια στην κουζίνα κι εγώ αγουροξυπνημένος να τρίβω τα μάτια μου, πότε να αποκοιμιέμαι στο πάτωμα , στο μαλακό χαλί να ονειρεύομαι. Πότε να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και να κοιτώ όλο αγωνία αν τα κεράσματα στο πιατάκι δίπλα απ'το δέντρο είχαν εξαφανιστεί, φαγωθεί να πω καλύτερα, και πότε να παραφυλάω τη νύχτα πίσω από τον καναπέ  να δω να μπαίνει στο δωμάτιο εκείνος με την κόκκινη στολή, τα άσπρα μπαμπακένια γένια και τις μαύρες μπότες. Μέρα νύχτα πλησίαζα και μετρούσα...ήταν όλα στη θέση τους, όπως και η πίστη μου πως υπήρχε εκείνος , απλώς δεν ήθελε να φάει από τα δικά μου κεράσματα.Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο...γιατί συνέβαινε; Τι ήταν αυτό σε μένα που τον πείραζε και δεν καταδεχόταν το δικό μου κέρασμα ;
Ο χρόνος περνούσε, Όπως και το πριν , έτσι και το μετά των Χριστουγέννων γεννά μια μελαγχολία. 
Ίσως δε τη γεννά, τη συνοδεύει όμως . Το μυαλό άθελά του γυρίζει πίσω στο χρόνο και όλα τα συσχετίζει με το τώρα. Αν υπάρχει Άγιος υπεύθυνος για τη μελαγχολία μας, γιατί δεν επιστρέφει να τον δούμε; Θα του μιλήσω για τα δώρα που δεν έλαβα ποτέ και για όσα ήρθαν ενώ δεν τα περίμενα. Για δέντρα που στόλισα με φίλους και για το δέντρο που στόλισα τα πρώτα μου Χριστούγεννα στο δικό μου διαμέρισμα. Χριστούγεννα δουλεύοντας, αλλαγή του χρόνου εξυπηρετώντας πελάτες, Χριστούγεννα σε στρατόπεδο, με φίλους ή μόνος, να γελάω από χαρά ή να κλαίω από μοναξιά, Χριστούγεννα που δε γιορτάστηκαν λόγω πένθους...έζησα και ζω όλα τα Χριστούγεννα με παρόμοιες σκέψεις. Τις μπάλες που στόλιζαν το πρώτο εκείνο δέντρο που θυμάμαι, τα στολίδια της γιαγιάς που ακόμα και τώρα στα μάτια μου φαντάζουν ανεκτίμητα, τα κάλαντα που μόνο μια φορά βγήκα να πω στις γειτονιές, τον πλαστικό φουσκωτό Άγιο Βασίλη που λίγες μέρες μετά θα έχανε τον αέρα του και θα μαράζωνε, τα τραπέζια με την οικογένεια που όλο κάτι θα έλειπε σε υλικά ή συναισθήματα.
Όσο κι αν μεγαλώνω δε σταματώ να πιστεύω στον Άγιο Βασίλη κι όταν με ρωτούν τα παιδιά στο σχολείο αν υπάρχει κι αν η ύπαρξή του μπορεί να πιστοποιηθεί απαντώ πάντα το ίδιο...πως είναι ωραίο να πιστεύουμε πως υπάρχει. Κι αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο...δεν ενοχλεί κανέναν όποιος πιστεύει. Κάποια παιδιά γελούν, όμως ακούγοντας το παραμύθι να περνά ξυστά από τα αυτιά τους σοβαρεύουν. Έχουν όλοι ανάγκη για λίγο παραμύθι. 

Ακόμα έχω λοιπόν πιατάκι δίπλα στο δέντρο κι ακόμα μετρώ και ξαναμετρώ κάθε πρωί. Αν λείψει ένα απ'τα κεράσματα , δε θα πω τίποτα, μια μυστική συμφωνία θα κάνω μαζί του και θα χαμογελάσω μοναχός μου. 




υ.γ. Χρόνια Πολλά σε όλους τους φίλους που μου ευχήθηκαν και σε όσους δεν το έπραξαν...μέσα στις τόσες φωνές, οι δικές τους ξεχωρίζουν μέσα μου. Χρόνια Πολλά σε όλους , με την υγεία και το χαμόγελο.


υ.γ.2 . Η ταινία Fanny and Alexander (Ingmar Bergman, 1982) είναι για μένα ένα αιώνιο Χριστουγεννιάτικο δώρο. Δίχως να κυοφορεί Μεσσία, είναι πάντα στη σκέψη μου ετοιμόγεννη .

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

το μηδέν

αλλάζουν οι μορφές κι υποκρινόμαστε
πως τις γνωρίζουμε στ'αλήθεια είναι ψέμα,
σαν ένα βλέμμα αντικρίσει ένα άλλο
βλέπεις το όνειρο που νόμιζες μεγάλο
να συρρικνώνεται
να συμπυκνώνεται
χωρίς ποτέ να εκτονώνεται ή να διαφέρει
- είναι εξίσου ελκυστικό το να μη μοιάζεις
με το να βρεις κάποτε κάποιον που να μοιάζεις -
να σε συμφέρει η διατύπωση είναι πρόβλημα
είναι σαν γρίφος που δε λύνεται ο κόσμος
μια ακαθόριστη του γεύση δοκιμάζεις
μα δεν τρομάζεις
ούτε πορεία να αλλάξεις έχεις νόημα
είναι σαν δυόσμος μυρωδιά που σε μεθάει
και το μεθύσι του σε κάνει να ξεχνιέσαι
να απαρνιέσαι  και να γελιέσαι
ότι του έρωτα τα φρούτα βρίσκεις ώριμα
κι όχι στο σάπιο χρώμα τώρα βουτηγμένα.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πρώτο χιόνι

Μια απόδειξη γυρεύουμε πως γύρω μας χιονίζει. 
Ας είναι βήματα που ύστερα θα λιώσουν από λίγο την κάθε φορά.
Ας είναι ο ορίζοντας ο άσπρος που θα κάνει την ανάσα μας να δροσίσει 
κι εμείς να παίζουμε κοιτώντας τα χνώτα μας να παίρνουν σχήματα 
να γράφουμε μηνύματα στο έδαφος 
και τα γάντια να υγραίνονται , κρύσταλλοι με δέκα άκρες τα χέρια μας.
Ας είναι ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό που θα ποτίσει από το άρωμα που φόρεσες εκείνη την πρώτη του φορά 
και δεν το έπλυνες ακόμη για να θυμίζει το άρωμά του το καινούργιο σου παρόν. 
Κι αν  το μοιράζεσαι στα δύο το κασκόλ, να μοιραστούν και τα αρώματα λαιμούς.
Ας είναι μια αγκαλιά δίπλα στο τζάκι - ένα χειμώνα πέρασα μονάχα σε χωριό κι ακόμα θυμάμαι τον πατέρα μου να ανάβει τα ξύλα, κούτσουρο που παίρνει φωτιά και πυροδοτεί τις ματιές μας - ή σε μια σόμπα ατομική ή και για τους δύο να ανάβει, 
όπως και το κρεβάτι κάτω από τα σκεπάσματα 
ή μια αλήθεια δίπλα στο ψέμα, 
ας τρέξει από τις φλέβες χιόνι να το τροφοδοτήσει, από τα μάτια χιόνι 
από τα βλέφαρα χιόνι
να μη στερέψει ποτέ αν δεν θελήσουμε
κι αν αύριο επιστραφεί ο καύσωνας
και βγάλουμε ξανά τις κρύες μύτες μας στο φως
ας είναι το χιόνι σήμερα αφορμή να θυμηθούμε πως υπάρχει. 
Κι αν υπάρχει ας το χορτάσουμε για όσο κρατήσει. Μαζί όσο κρατήσουμε κι εμείς.

 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Δέντρο

Ανάβεις το δέντρο και όλα αλλάζουν. Όχι όπως θα άλλαζαν αν αντί για δέντρο άναβες τα λόγια σου ή τους φόβους σου, αλλά είναι κι αυτό μια αρχή για ζεστασιά. Δίπλα σε λαμπιόνια που ποτέ δεν είναι αρκετά ζεστά για να σε κάψουν αλλά και ούτε αδύναμα για να τα σβήσεις με ένα σου φύσημα, στέκεις και κοιτάζεις. Κοιτάζεις το δειλό τους φως και το ονειροπόλημα στα άκρα των δακτύλων σου όταν τα αγγίζεις.

Δέντρο που φλέγεται, το λες ψιθυριστά.Κι εκείνο σε ακούει γιατί το ψιθυριστά δεν είναι τρόπος να κρυφτείς σε 4 τοίχους. Έξω απ'το σπίτι το κρύο απουσιάζει, χειμώνας κατ'όνομα και μόνο ο φετινός, πού να τη βρει τη δύναμη ο καιρός να σκοτεινιάσει... όλα στην πόλη καίγονται, οι μισθοί κατρακυλούν, οι έξοδοι περιορίζονται, τα έσοδα εκμηδενίζονται, τα δώρα γίνονται λαχείο που κληρώνει , τα σύννεφα πάπλωμα τρύπιο που δεν μπαλώνεται .Μέσα στην ανασφάλεια, το δέντρο αν κοπεί δεν θα είναι για στολίδι , αλλά για κάψιμο μπροστά σε οδοφράγματα και πλακάτ στα χέρια τυλιγμένα . Οπότε ας μείνει άκοπο - ούτως ή άλλως είναι βάρβαρο το νεκρικό φυτό να το στολίζεις επιτάφιο στο δώμα σου.

Το έχεις ανάγκη όμως το φως του στο δωμάτιο, τα μάτια σου να ακολουθούν αυτό το τρεμάμενο άναμμα του και να μετράς ανάποδα το χρόνο προς τη γέννηση . Αν υπήρξε γέννηση, πιστεύεις είτε όχι ο τοκετός σε καθηλώνει και το παρόν σου ορίζει. Σβήνεις τις σκέψεις σου και επικεντρώνεσαι σε εκείνο,όσο πάει και απλώνεται το φως του από κλαδιά που πλησιάζουν να σε αγγίξουν, απ'τον κορμό που όλο ριζώνει στο παρκέ το ξύλινο και κάπως ταιριαστά φτάνει να γίνει ένα και με εσένα που ξαπλώνεις δίπλα του και αναζητάς το παραμύθι. Με το χέρι στην πρίζα του πειραματίζεσαι να δεις αν την τραβήξεις και το φως θα παραμείνει, αν την αφήσεις αν θα χάσει κάτι από τη δύναμή του. 

Όλα αρχίζουν τώρα ανάποδα να μετράνε, 
τα καλώδια δεν έχουν χέρια να σε πνίξουν 
με μια ικανότητα ατόφια μπορούν να σε κλονίσουν 
και να σε κάψουν όπως κι εκείνο
κι ας είναι ζεστός ήδη ο χειμώνας 
είναι η δική σου η φωτιά που δέντρο γίνεται.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

μια σύγκρουση ακόμα

Το κάθε σκαλοπάτι σε μετρούσε αντί εσύ να το μετράς 
το όνομά σου το άκουγες στη σκάλα
φορές αμέτρητες 
και ζαλισμένο σε έβγαλε στην είσοδο 
η επιμονή σου ανελκυστήρα από παιδί να αποφεύγεις.
Μέρα ή μεσημέρι, 
χαρά στο φως τα μάτια σου και λύπη που δεν είχε κι άλλο φως
να τα τυφλώνει ως το ξημέρωμα τα δάκρυα 
και όσα δε φτάνουν μέχρι έξω να απλωθούν.
Βήματα ακανόνιστα, πότε εδώ και πότε παραπέρα
- κατηγορούν πολλές φορές τα βήματα και όχι τον διαβάτη 
για λάθος πορείες και εσφαλμένους υπολογισμούς -
ποτέ μπροστά και πότε πίσω
στο χρόνο πίσω δε νοείται να γυρίσεις
μόνο την πλάτη στο παρόν σου επιτρέπεται.
Στρίβεις γωνίες , περνάς απέναντι εκεί που συναντάς σκιές σου γνώριμες
και αποφεύγεις να σηκώσεις το κεφάλι σε βιτρίνες
ακούγοντας ακόμα στα αυτιά σου τα σκαλιά 
να ψιθυρίζουν το όνομά σου.
Πεζοδρόμια σαν τρύπια σώματα 
ανοίγματα για δήθεν πράσινο και στόματα 
χώμα που κάτω απ'το τσιμέντο ρέει σαν αίμα 
και να θες να το πιεις αυτό το αίμα, το χώμα που θυμίζει παιδική λασπόπιτα 
και μουσκεμένο ερχομό από βροχή.
Σωροί από ανθρώπων υπολείμματα 
αυτά που μέσα μας δεν έμεινε πολύ 
ή βρήκε γρήγορα διέξοδο να φύγει, ρούχα σε τσάντες που πεινάνε 
σάπια και φλούδες μέχρι πρότινος εδέσματα
όλα μαζί ανάκατα , πληγές , στιγμές και ανώφελα ξοδέματα σε πράγματα 
που όλα μια μέρα θα βρεθούν σε έναν παράδεισο σε τσάντες νάυλον συσκευασμένο.
Με απεργίες ένας παράδεισος όμως ποτέ δε χτίστηκε, παρά σκορπίστηκε.
Και κόρνες τόσο δυνατές που ξεκουφαίνουν τα παιδιά που άλλοτε έπαιζαν με βώλους
και τώρα ρόλους μεταξύ τους τσιλιαδόρους ,
οι πόλεις μοιάζουν ζωντανά νεκροταφεία, 
όλοι σκιές του εαυτού τους περιφέρονται
κι αν ενδιαφέρονται είναι στον τάφο το δικό τους μη λερώσεις.
Τα βήματα σου ακόμα το όνομά σου ψιθυρίζουν και σε μπερδεύουν
νομίζεις χρόνο πως διαθέτεις 
κι εσύ τολμάς να πεταχτείς μέχρι απέναντι
σε πετυχαίνει το καπώ και σε τσακίζει έτσι 
που στόχος γίνεσαι στη γη όταν σωριάζεσαι
με το αυτί ακουμπισμένο να ακροάζεται το χώμα 
μήπως να πάλλεται κι αυτό όπως κι εσύ τρεμάμενο
και τα σκουπίδια κάπου δίπλα να σου μοιάζουν ή όπως θα μοιάσεις κάποτε εσύ σε εκείνα.
Κι όταν θα σε σηκώνουν από το έδαφος να συνεχίσεις να μετράς 
πόσα σκαλιά αναγνώρισες στην κάθοδό σου 
ή πόσα ήταν τελικά που έτσι σου μίλησαν. 

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ανάμεσα

...
ανάμεσα σε μένα και σε σένα μια απέραντη μορφή
με τέσσερα χέρια
τα δικά μου και δικά σου
που άλλοτε αγκαλιάζει εμένα
κι άλλοτε πνίγει εσένα
πότε αφήνει φιλιά κρυμμένα στο λαιμό μου
και πότε στου δικού σου σώματος τις αυλακιές ξαποσταίνει.
Δεν είναι δύναμη αυτό που μας ενώνει , μα ούτε κι αδυναμία
είναι αναίμακτη η μάχη ανάμεσα στα σώματα
και στις καρδιές που ξεκλειδώθηκαν.
Σου αμελώ την προσοχή
ή μου παραπονιέσαι
μα είμαι δίπλα σου χαμένος στις λειψές μου ελευθερίες ...
σου απαιτώ να με ακούς όταν σου δίνομαι
και την απαίτηση σου κάτω απ'τη σάρκα μου κρυμμένη έχω.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Εξώστης

Κάθισα τρίτη σειρά και σε κοιτούσα στη σκηνή
ακόμα μια φορά μονολογούσα όσο τα φώτα έσβηναν, άναβαν, 
νύχτωναν και ξημέρωναν 
πως έχεις δίκιο κάποιες φορές να ονειρεύεσαι.
Μικρός σε μια γωνιά , δίπλα στις ατάκες των ηθοποιών 
και στα αντικείμενα τα σκηνικά και άψυχα 
σε έβλεπα να χαμογελάς
να σκύβεις το κεφάλι σου στο πλάι , 
τα χέρια σου να ιδρώνουν και να τα τρίβεις από αμηχανία,
να αγγίζεις το μέτωπό σου και να το νιώθεις ζεστό κι αυτό.
Κάθισα τρίτη σειρά στον εξώστη
τρεις μέρες στη σειρά είδα το έργο 
όμως εσύ μονάχα χθες μου εμφανίστηκες
Σου χαμογέλασα κι εγώ 
και υποσχέθηκα να μην εξαφανίζομαι, είναι ο χρόνος μας λίγος 
για να μην τον μοιραζόμαστε
Κάθισα τρίτη σειρά 
αλλά και απέναντι με έβλεπα να σιγοψιθυρίζω ,
ένας κρυμμένος εαυτός που βρήκε θάρρος να φανεί.

(λευκό που μπλέχτηκε στο φως το άλογο και έγινε ξάφνου λογικό)

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Θα σε λέω Αργώ (και θα' σαι όνειρο)

Μέσα καλοκαιριού κι εγώ ταξιδεύω για Άνδρο. Στις βαλίτσες μαζί με όλα τα άλλα, διπλωμένα χαρτιά, στίχοι ανολοκλήρωτοι και ιδέες που ανυπομονώ να τις δείξω στο Γιώργο. Το φίλο - συνεργάτη που κάποιους μήνες πριν αποφασίσαμε σχεδόν ξαφνικά να το προσπαθήσουμε. Να γράψουμε από κοινού, στίχο εγώ, μουσική εκείνος. Εντατικά και γεμάτα ενθουσιασμό απογεύματα στο σπίτι με την κιθάρα και το πιάνο, να παίζει εκείνος κι εγώ να γράφω και να σβήνω. Πολλά χαμόγελα, πρώτα δείγματα από λόγια  ντυμένα να μοιάζουν φυσικά. Και ήρθαν οι διακοπές . Φτάνω στην Άνδρο λοιπόν, λίγες μέρες αφού τον είχα αποχαιρετήσει για θερινά μπάνια- μάλλον δεν ήταν να χωριστούμε για πολύ. Μου ανακοινώνει το νέο. Πρόταση να γράψουμε τη μουσική για θεατρική παράσταση. Σοκ. Δεν τον πιστεύω, μάλλον είναι λάθος... Τελικά δεν ήταν. Επιστροφή από Άνδρο, πριν καλά καλά έρθει 15αύγουστος , πρώτα σενάρια, διαβάσματα στο μπαλκόνι, να βρούμε τους χαρακτήρες , τις ψυχές και τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα τους. 




Πρόβες, γνωριμία με τους ηθοποιούς, κλίμα άγνωστο και τόσο γνωστό ταυτόγχρονα. Γράφω ασταμάτητα, σκίζω και διορθώνω, στέλνω του Γιώργου το ένα πίσω από το άλλο. Ότι δεν λάμπει εξ αρχής, περνάει δεύτερο και τρίτο χέρι.Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται αυτό που θέλαμε. Μαζεύουμε κομμάτια, 4, 5, 6, 7, φτάνουμε τα 9 . Οι ηθοποιοί τα αγαπούν, τους δίνουν σάρκα και οστά,  με το πρώτο άκουσμα. Εγώ στις πρόβες γωνία καρέκλα να κοιτάζω, μικρό παιδί που θέλει να τους αγκαλιάσει όλους σαν ευχαριστώ...
Οι μήνες κυλούν με λεπτομέρειες και διαδικασίες. Μπαίνουμε στο στούντιο,φτιάχνουμε το cd, μίξη, ενορχήστρωση, άκουσμα που παίζει ολημερίς στο ηχοσύστημα. Η χορωδία νέων Πεύκης έρχεται να προστεθεί στο αποτέλεσμα. Και μετράμε τις μέρες αντίστροφα και φτάνουμε στο σημείο που το αντίστροφο μηδενίζει σχεδόν. 
Δευτέρα λοιπόν 22 Νοέμβρη, θέατρο Αργώ να μας φωνάξεις να σε ακούσουμε, όλοι εκεί μέσα να συγκεντρώσουμε τις στιγμές μας και τις χαρές μας. 
Τύχη; Όλοι τη χρειαζόμαστε. Για αυτά που ζούμε και για όσα ελπίζουμε να ακολουθήσουν. 
Μοιράζουμε την τράπουλα και παίζουμε. 


'' Είχανε τύχη όσοι πατήσαν στο φεγγάρι
κι όσοι στο διάστημα γυρέψανε μια τύχη, 
μα δεν αρκεί να'χεις καινούργιο μαξιλάρι 
το όνειρό σου για να πετύχει... ''


Θέλεις και φίλους να το μοιραστείς. Και αν ήταν δυνατό να μοιραστώ την ευτυχία που πήρα από τους ''Ηλίθιους'' θα έκοβα κομμάτι κομμάτι να τη δώσω. Έξυπνα και ηλίθια λόγια . Αλλά ζωντανά. Σας περιμένω, όπως κι εγώ θα ανέβω στη σκηνή, έτσι κι εσείς. 


http://www.mytheatro.net/2010/10/blog-post_11.html  


ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ (Από 22 Νοεμβρίου 2010 έως 8 Φεβρουαρίου 2011) :
Δευτέρα : 21:15  Τρίτη : 21:15 

Στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου ΑΡΓΩ (Ελευσινίων 15, δίπλα στο Μετρό Μεταξουργείο). 
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ : Κανονικό : 15 € Φοιτητικό / μαθητικό : 10 €  ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 85 λεπτά 

Κρατήσεις Θέσεων: 210 5201684, 6947692669

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ανυπάκουοι χρόνοι VIII


Xωρίς το τίποτα βρίσκεις ένα χαμόγελο
σε μια τσέπη καταχωνιασμένο,
όπως ψιλά που βρέθηκαν σε σακάκια του χειμώνα
ή αποδείξεις από εξόδους που ξόδεψες στιγμές 
με αντάλλαγμα αναμνήσεις
χαρακιές στου νου τις αυλακιές.
Χωρίς το τίποτα βρίσκεις μιαν αγκαλιά
σε μισοφωτισμένα στενά 
και τη βαπτίζεις Αθήνα 
για τις νύχτες που οι αλλαγές έρχονται 
με μια ψήφο ή περισσότερες
με μια ελπίδα που ξέρεις ότι θα πεθάνει αλλά αρκεί που για λίγο θα ζήσει.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Ο Διαβάτης

 
Με το φως του ήλιου ξυπνάς και με το φως της σελήνης κοιμάσαι
ανάμεσά τους χωράς σχεδιασμούς ,
βλέφαρα που τρεμοπαίζουν και το φως που δεν κουράζεται να σε θαμπώνει,
μηνύματα που δε φτάνουν στον παραλήπτη τους 
ή φτάνουν , αλλά περιττό να λάβεις την απάντηση ,
σκιές που σε μοιράζονται και τα δικά σου θέλω νυσταγμένα που υποκύπτουν 
που ανυποψίαστα σε βρήκαν και σε πήραν οδηγό τους 
- χωρίς εσένα δε θα ήταν για να γίνουν-
ή σε παρέσυραν στο όχημα συνεπιβάτη τους.
Με ρόδες, μηχανές που έγλυφαν τους δρόμους,
σε θάλασσες, ανάμεσα σε σύννεφα και σε βουνά ανεξιχνίαστα
με φίλους ή κατά μόνας.
Τα όνειρα δεν είναι αρκετά , ούτε τα σχέδια, 
όταν αναμένεις αυτούς τους λίγους να τα ζήσουν κουβεντιάζοντας.
104 θυμάμαι τα δικά μου λόγια
τα ταίριαξα με λέξεις θαρρετές και πράξεις αυτοκτονίας
που δε βελτιώθηκαν στο χρόνο, 
άλλαξα γνώμη στην προσπάθεια να ζήσω με αποφάσεις στεγνές 
που απαιτούν σκληρός να είσαι 
και σώματα που αλλάζουν χέρια όπως και χέρια που αλλάζουν ονόματα.

 Πιάνει βροχή όταν τη θες 
όταν διψάς και οι φλέβες σου πηγάδια στερεμένα τη ζητούν.
Περπατάς μόνος, τα πεζοδρόμια γίνονται λίμνες 
και οι φίλοι σου κουπί κάνουν σε αντίθετη κατεύθυνση
απευθύνεις σήματα αλλά το ρεύμα τους τραβά πιο πέρα.
Είναι αμφίβολο αν θα συναντηθείτε, αν αποφεύγουν τη δική σου μοναξιά 
ή τη δική τους
και το απίθανο δικαίωμα μήπως τη μετριάσετε.
Αναρωτιέσαι, αμφιβάλλεις, κλείνεις τα αυτιά 
φως κι εκεί 
Κι ας μουτζουρώνεται η μορφή σου 
είσαι διαβάτης και λίγο θα σε νοιάξει αν βραχείς
αρκεί που νιώθεις το παλτό σου να σε παίρνει αγκαλιά
και το δικό του χρώμα με το άπιαστο νερό να αναμειγνύεται.
Δε σε πληγώνει που δεν έχεις κάτι στεγνό πάνω σου
αλλά που όταν το είχες ελάχιστη φροντίδα έδειξες.
Έδειξες τόση όση είχες ή σου έδωσαν 
ή κάτι παραπάνω απ'όσο είχες συγκεντρώσει.
104 σημαίνει ελευθερία,ένας τυχαίος αριθμός που σήμερα ή αύριο αλλάζει
τον ράβεις στου κορμιού σου τη φόδρα 
μέχρι να τον ξηλώσεις και να δηλώσεις άστεγος
στεγνός αν τύχει ή βρεγμένος
αλλά 
διαβάτης .

Αφορμή και έμπνευση από το φίλο Στέλιο.
Τον Ευχαριστώ θερμά.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Νήματα

Καρφί δεν καίγεται όταν ξηλώνονται ραφές,
όταν υφάσματα αποχωρίζονται το ένα το άλλο, χρώματα ξέχωρα πια λογίζονται και πλένονται, 
μανίκια που περισσεύουν λίγο παρακάτω από τα δάκτυλα... 
και δίχως αυτά μπορούμε να ζήσουμε.
Κλωστές που μαζεύεις από το πάτωμα, τρυπώνουν πίσω από συρτάρια, από καναπέδες και σκουπίζεις σε συνέχειες αγαπημένα σου πουλόβερ και κουβέρτες, 
στου χειμώνα τις αγκαλιές όλα μαδούν κι εσύ να πρέπει να κοιτάς αυτό το ξόδεμα 
το λίγο λίγο τους 
που το δωμάτιο αερίζεις και το φως με σκόνη συνοδεύει την ανάσα που σου δίνει μια λιακάδα.
Και μέσα μας; Και μέσα με κλωστές όλα δε στέκονται;
Άλλες φορές τις σκέφτεσαι σαν να'ναι ανίκητες, βελόνες που τις κέντησαν και δυο και τρεις φορές στη θέση τους 
κι άλλες φορές να νιώθεις να ξηλώνονται
τα όργανα να πέφτουν μες στα σπλάχνα σου
με την αρρώστια ή τη βία
με τη δική σου μοναξιά ή ένα χάδι που δεν έφτασε.
Νήματα ακούς να σκίζονται
και βήματα θες να γίνουν.Να φτάσεις κάπου που οι κλωστές είναι γιορτή
κουβάρι από χρώμα έτοιμο να του δώσεις σχήμα
όπως με κάτι δα κλωστές μία και δυο που έφτιαχνες του μήνα το βραχιόλι
και το φορούσες σαν του κόσμου το πιο πολύτιμο σου δώρο.
Αν το λυπόσουν δε θα το πέταγες ποτέ και θα το είχες ακόμη, 
να έλυνες τα νήματα και να τα έδενες πάλι απ'την αρχή, 
να δέσουν ό,τι στη θέση που του πρέπει αντιστέκεται, 
να στερεώσουν τον μέσα τον πλεχτό σου κόσμο.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Βραδινά σημεία στίξης - απόστροφος

Μέρα μεσημέρι χαιρετάς όσα έχουν πια γίνει παρελθόν στη μέρα
και όσα περιμένουν στην ουρά να γεννηθούν για νύχτα
και με το χέρι απλωμένο νόημα απευθύνεις,
ελάτε, λες
και έρχονται πότε υποτακτικά , πότε αγέρωχα
και σε σπαταλούν.
Τα μεσημέρια ακολουθούν τη δική τους τροχιά
την επαναλαμβανόμενη που δεν προσπάθησες να σπάσεις
-γιατί δεν πρόλαβες, γιατί δεν έβαλες το νου σου να δουλέψει
τα ένσημά του να τα δικαιολογήσει-
και σαν δεσμίδες από όνειρα στοιβάζονται.
Κάνεις τον κόπο να τα δεις κι όμως καλύφθηκαν στη σκόνη.
Και είσαι αλλεργικός στη σκόνη
όπως αλλεργικός και στα όνειρα.
Περιμένεις τις πραγματικότητες 
που ίσως κι από σένα μόνο να μην εξαρτώνται, εσύ όμως περιμένεις
την ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ και όχι την αποστροφή στο βλέμμα, 
το φρύδι το ανασηκωμένο που σου θυμίζει απόμερο σημείο στίξης και αγενές σημάδι αποστρόφου
-όνομα δηλωτικό και άκακο, όχι όμως και το περιεχόμενο του.
Η συντροφιά (λες και είναι θεμιτό να αναζητάς στην τροφή το συν, το παραπάνω να μοιράζεσαι στην κινητήριο δύναμη της θρέψης)
θέλει κι αυτή την ΠΡΟΣΟΧΗ της, το χρόνο να της μιλήσεις, να της απαντήσεις , να της χαιδέψεις τα μαλλιά.
Αν θα το κάνεις θα είναι εκεί να το δει ή όταν θα είναι δε θα θες εσύ.
Όλα είναι πιθανά και όταν το φεγγάρι πέφτει μέχρι το ύψος των ματιών, 
τότε είναι που πλαγιάζουν οι λέξεις παρέα
το Σε αγαπώ γίνεται Σ'αγαπώ
το Σε έχω Ανάγκη γίνεται Σ'έχω ΑΝΆΓΚΗ
Και τονίζουν κάθε συλλαβή τους έτσι αγκαλιασμένες που κοιτάζονται. 
Ειδάλλως ανακαλύπτεις τις δεύτερες αναγνώσεις των πράξεων, εκείνες που θέλουμε να λέμε 
σωστικές λέμβους με σημαία το Όλα έπρεπε να γίνουν έτσι.
Μα όλα τα έτσι δεν αρκούν να απαντήσουν στο γιατί. 
Γι 'αυτό ξεφεύγεις απ'το τέλος σου και γίνεσαι απόστροφος.


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Στάση να κατέβω

Ξυπνάω πάλι στο παρά πέντε - χρόνια τώρα να ξυπνάς στις 6, στις 7 σε εκπαιδεύουν και δεν εμπιστεύεσαι ποτέ πια ξυπνητήρια - και ξέρω τι θα ακολουθήσει. Ελάχιστα λεπτά για πλύσιμο, βιαστικό πρωινό, τσάντα και φύγαμε. Για λεωφορείο . Το οποίο σημαίνει αν είσαι τυχερός και δεν το χάσεις. Γιατί μην κοιτάς τι ώρα λέει το πρόγραμμα της γραμμής σου ( αν καταφέρεις να το δεις δηλαδή κάτω από τα αυτοκόλλητα για τους κλειδαράδες, τα ενοικιαστήρια και τα χαρτάκια για ιδιαίτερα μαθήματα, που όσο καλή θέληση και να έχεις όταν ψάχνεις δρομολόγιο δε θέλεις να πάρεις κλειδαρά.Με την ίδια λογική που όταν ψάχνεις κλειδαρά δε θα πάρεις λεωφορείο).  Εκείνο θα περάσει όταν : α ) ο οδηγός δεν πιάσει την κουβέντα στην αφετηρία με τους υπόλοιπους για θέματα όπως ποιος έχει το καλύτερο πρόγραμμα, πόσα ρεπό του έσπασαν -μαζί με τα νεύρα μας , πότε έχουν απεργία, πότε αλλάζει η ώρα και τι καφές είναι αυτός, α να αλλάξουν καφετιέρα πάραυτα.
β) ο οδηγός δεν γκαζώσει τη μηχανή γιατί σήμερα βρήκε άδειους δρόμους και θυμήθηκε τα νιάτα του, περνώντας από τις στάσεις όπως ο Ηλιόπουλος κάνοντας θαλάσσιο σκι, χαιρετώντας στα γρήγορα και βουτώντας το κεφάλι κατευθείαν στο νερό (ποιον έβρεξε, ποιος τον έσωσε, ποιος πρόλαβε να του μιλήσει ψιλά γράμματα).
γ) ο οδηγός δεν παρεκκλίνει της πορείας του γιατί πρέπει να μαζέψει άλλους 12 συναδέλφους που πιάνουν βάρδια και τι να κάνουν, με ταξί να μετακινηθούν για την αφετηρία; Περνά το λεωφορείο με όλα τα κομφόρ, χωρίς ταρίφα και χωρίς σημαία και τους μαζεύει, αυτοί κάθονται γύρω από τον οδηγό,πιάνουν όλο το χώρο και σε στραβοκοιτάζουν όταν πας να τους μετακινήσεις  - πειράζει που θέλω να κατέβω από αυτή την πόρτα; -  του πιάνουν την κουβέντα, εκείνος χάνει τις στάσεις, εσύ είτε είσαι μέσα (τυχερός, τουλάχιστον κάπου πας ) είτε είσαι έξω και στις 2 περιπτώσεις όμως φωνάζεις ''Στάση! Στάση! '' . Αν σε πάρει χαμπάρι μπορεί να σε αφήσει έστω δέκα μέτρα παρακάτω. Αν όχι θα σε αγριοκοιτάξει και θα σου πει ''Δεν είχατε πατήσει κουδούνι'' . Εσύ θα πεις ότι το πάτησες και έχεις και μάρτυρες , υποκειμενικούς έστω- που τα'χουν μαζεμένα στον οδηγό και θα του την πουν  ,οπότε κάνετε συμμαχία . Αν όμως είσαι έξω από το λεωφορείο το βλέπεις να σε προσπερνά , ρίχνεις και ένα φάσκελο και περιμένεις το επόμενο.
δ) δε τους έρθει έμπνευση να μετακινήσουν τη στάση ή να καταργήσουν δρομολόγιο ή να αφαιρέσουν οχήματα ή να το παίξουν κορόνα γράμματα κι εσύ να το μάθεις στο τέλος, γιατί κακομοίρη μου θα το μάθεις αγωνιώντας πότε θα περάσει το όχημα το κατάλληλο
ε) δεν κάνουν απεργία για ένα σωρό ευφάνταστους λόγους όπως 1 ) χορήγηση δωρεάν από το κράτος εικονίτσας Παναγίας για τον καθρέπτη του οδηγού, 2 ) μεγαλύτερα καθίσματα για τους οδηγούς που να χωράνε τα πόδια σε στάση ''τα αφήνω ανοιχτά γιατί με στενεύει το παντελόνι της επίσημης στολής-τι ήθελα κι εγώ να το φορέσω σήμερα'' με λίγο από ''ετοιμάζομαι να βάλω το χέρι μέσα και να ξύσω ότι βρω'',  3) κατάργηση της επίσημης στολής που έτσι κι αλλιώς λίγοι τη φορούν ή όταν τη φορούν την προσαρμόζουν με ασημένια καδένα να αχνοφαίνεται από το ανοικτό πουκάμισο , το οποίο σαφώς είναι έξω από το παντελόνι , 4) δικαίωμα καπνίσματος μόνο για τον οδηγό που διαθέτει το ειδικό παράθυρο και βγάζει το τσιγάρο έξω οπότε δεν ενοχλεί τάχα μου κανέναν, 5) παροχή επιλεγμένων cd με όλες τις επιτυχίες που χρειάζεσαι 4 ουίσκι για να εκτιμήσεις και 3 χρυσές καδένες και του λόγου σου - κάθονται και ψάχνουν στα ερτζιανά κάθε λογής σταθμό , 6 )εφημερίδα να τους περιμένει δίπλα στο τιμόνι για όταν βρουν φανάρι κόκκινο , ίσα που αρκεί να διαβάσουν ένα τρίστηλο , 7) ασύρματο δίκτυο και δωρεάν χρόνο ομιλίας γιατί θα τους πάρει κατά τη διάρκεια της βάρδιας κατά αναλογία 3 φορές η γυναίκα, 4 η γκόμενα, 2 ο κουμπάρος, 3 ο κουμπάρος αφού δει τη γυναίκα  και άλλες 2-3 ο κολλητός. Εκείνες τις στιγμές ο κόσμος δυσανασχετεί γιατί φοβάται μην κολλήσει το λεωφορείο με το μπροστινό και γίνουν ένα,οπότε 8 ) ειδικό διαχωριστικό που να απομονώνει τον οδηγό από τους επιβάτες, τις φωνές, τους καυγάδες και τις ερωτήσεις τους (οι ταμπέλες ''ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ ΟΤΑΝ ΟΔΗΓΕΙ'' δεν έπιασαν, γιατί μιλούσε και ο οδηγός και τους έδινε θάρρητα).


Αν καταφέρεις λοιπόν να υπερκεράσεις τα παραπάνω εμπόδια σε περιμένει ανταμοιβή, όπως αυτή που περίμενε εμένα όταν τρέχοντας να το προλάβω είδα την Πέγκυ Ζήνα. Και τη Βανδή. Και το Ρέμο, το Μητροπάνο, τα Καλουτάκια. Είναι πλέον μόδα οι ΄΄΄σταρ'' να παίρνουν λεωφορείο. Που καλά καλά δε θυμούνται πως γράφεται, τώρα το παίρνουν δις ημερησίως μετά το γεύμα. Δεν είναι κακό, είναι δημόσιες σχέσεις . Από αυτές που έκαναν τη θειά μου να παίρνει όλες τις ταινίες των εφημερίδων γιατί τις διαφημίζουν ως τα αριστουργήματα (πόσα αριστουργήματα έκαναν πια κι αυτοί οι δόλιοι σκηνοθέτες, δεν τα προλαβαίνουμε), να βλέπει το Νησί και να θέλει να κολυμπήσει μέχρι να φιλήσει τα χώματά του, να ακούει για τις απόλυτες σταρ και να δακρύζει με τα πάθη τους , γιατί και αυτές είναι ψυχές και όσο πιο πλούσιες ψυχές τόσο πιο βασανισμένες, τα είπε και ο Φώσκολος χρόνια πριν, να χορεύει με τους σταρ, να τραγουδάει με τους σταρ, να παίζει τέτρις με τους σταρ και τώρα να μοιράζεται το ίδιο λεωφορείο .


Όπιον λοιπόν σε περιμένει στη στάση, το καταπίνεις αμάσητο και συνεχίζεις τη δουλειά σου
Αλλά όσο όπιο και να πάρεις η απορία μένει : τι δουλειά έχει η Μαρινέλλα να παίρνει λεωφορεία ; Γιατί αν παίρνει είτε θα κάθεται πάνω από το κεφάλι μου σαν όλους τους ηλικιωμένους που αν δεν τρέξουν να πιάσουν κάθισμα σαν Ντέρεκ Τζόνσον κατοστάρι, θα έρθουν να σε καρφώσουν με το βλέμμα τύπου ''Ντροπή σου να με αφήνεις όρθιο, ενώ εγώ πολέμησα με τον εχθρό για σένα, έχτισα την Ακρόπολη και αγόραζα Αρλέτα με το τσουβάλι΄΄  είτε θα πιάσει ένα στασίδι κάνοντας βόλτες το λεκανοπέδιο όσο εμείς μαλλιοτραβιόμαστε για τα υπόλοιπα καθίσματα. Άντε να την αφήσω να κάτσει. Μην τραγουδήσει όμως και μερακλώσει ο οδηγός και έχουμε πάλι τα ίδια. Στάση λοιπόν . Στάση!

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Ξέχνα την επανάσταση

Πάλι εκείνες οι μέρες, οι αργίες οι ευτυχισμένες . Διόλου ευτυχισμένες λόγου χάρη όπως παιδί που του χαρίσαν ένα παιχνίδι ή του ανθρώπου η φωνή που εισακούστηκε, αλλά σαν αφορμή για μια αργία παραπάνω ευτυχίας, σαν αφορμή να πιεις ένα καφέ, για λίγο ύπνο παραπάνω ή σκέτο άραγμα στο πρωινό σαλόνι. Πάλι εκείνες οι ημέρες που ίσως κανέναν να μην αφορούν στο σήμερα, καθένας στη δουλειά του αποσιωπά τις λέξεις , αποσιωπά τις επετείους και τις θυμάται όταν βγαίνουν τα ανήλικα στους δρόμους για παρέλαση, μαζί με φούστες πιο μπλε απ'τη σημαία και παντελόνια λίγο πιο επίσημα από τζιν. Και τα κοιτάμε αυτά τα πλάσματα να προχωρούν τα μέτρα τα 100 τα 200 με τα χέρια τα τεντωμένα και το βήμα το σταθερό - που ποτέ δεν είναι-  και το βλέμμα το αφοσιωμένο - που ποτέ δεν θα΄ναι- και χαμογελάμε γιατί μας θυμίζουν εμάς ή ψάχνουμε αφορμές να υποτιμήσουμε τους νέους με φράσεις όπως θα θέλαμε να μην είχαν πει για εμάς στην εποχή μας. ''Εγώ τότε δεν τολμούσα να...ήταν πιο αυστηρά τότε τα πράγματα, όχι όπως τώρα που...'' Που; Άντε να βρεις τη συνέχεια και τόλμα να την πεις πιο δυνατά να σε ακούσουν. 


Περνούν οι καιροί συννεφιασμένοι , αλλά ποιος ανατρέχει πια στο παρελθόν να μιμηθεί ή να αποφύγει όταν μπερδεύουμε κατακτητές με ντόπιους ευεργέτες, όταν όλοι πιο ύποπτοι μαραίνονται στου χρόνου τη στροφή. Για τα παιδιά είναι πιο εύκολα τα πράγματα, δε ρώτησε κανείς γιατί δεν κράτησε πιο πάνω ο πόλεμος , μέχρι τη στάλα αίμα να στραγγίξει του φαντάρου.. Αντίθετα ακούς τα στόματα να λένε ''μα καλά κύριε, πώς έκαναν τον πόλεμο, λύση δεν μπόρεσαν άλλη να βρουν; ''Τι να απαντήσεις , όταν όλα είναι τόσο ξεχασμένα σήμερα που οι πίστες παιχνιδιού ηλεκτρονικού πιο ενδιαφέρον έχουν από τις μάχες τις επίκαιρες. Στις μάχες του σχολείου οι ήρωες πεθαίνουν μια κι έξω , ενώ σε κάθε ένα παιχνίδι ο ήρωας ζωντανεύει για την επόμενη φορά που θα θελήσεις, εκεί κρύβεται σαφώς το ενδιαφέρον, στον ήρωα που μένει στο παιχνίδι με το έτσι θέλω, επειδή τον έφτιαξαν για να περνάει πίστες.

Δε ζήσαμε ποτέ μας ένα πόλεμο από αυτούς με τα κανόνια που σε διαμελίζουν ή με τα όπλα που επιμένουν να σου καίνε το χέρι, αλλά δεν είναι και το θέμα μας αυτό. Ζει ο καθένας από εμάς τις μάχες μέσα του, αμείλικτα κοιτώντας τη ζωή του να αλλάζει χέρια και εδάφη και εκεί τα χάνουμε τα κεκτημένα , εκεί χαμένοι από χέρι όλοι στεκόμαστε. Σίγουρος ποιος είναι για το μέσα εχθρό του; Με μια αμφιβολία τον κοιτάζουμε τη νύχτα αναπολώντας τις άσκοπες κουβέντες που ανταλλάξαμε στις στάσεις λεωφορείων, με ένα ποτό στο χέρι, χαζεύοντας την άβουλη τηλεόραση και καίγοντας ενθύμια εγκεφάλου. Όταν θυμόμαστε πώς κάπου μέσα κρύβεται ο αληθινός ο κόσμος, τότε αλλάζουμε το θέμα. Αν δεν τον δούμε όμως κατάματα , ποτέ μας δε θα αλλάξουμε το τώρα. 
Οι παρελάσεις δε μας έμαθαν ποτέ την ιστορία, ενώ μια βόλτα μας για ψώνια πάντα σωτήρια θα μοιάζει. Μιλάμε λοιπόν, οι εορτές θα γίνονται μονότονη ανάπαυλα των μαθημάτων , τα Όχι, τα Αέρα,  τα Εδώ Πολυτεχνείο, γίνονται ψίθυροι δίπλα στις φωνές των αγορών,των μηχανών, των αναγκών, των αλλαγών. Καμιά φορά δεν απογοητεύομαι απλώς , πληγώνομαι. Όπως όταν νιώθεις μόνος , να φωνάζεις και να βάζουν μουσική να καλύπτει τις κραυγές σου. Και τότε χορεύεις, να βρεις τα λόγια σου σε βήματα.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Τα τόξα τα ουράνια

Βροχή αυτές τις μέρες είδαμε 
και απορήσαμε
στην πόση υγρασία αντέχει το κορμί ακόμα
λίγο προτού βλαστήσει
αν βρεθεί καθόλου σπόρος μέσα μας αντάξιος .
Δρόμοι που έγιναν ποτάμια 
και βάρκες που έφτασαν στα σκαλιά του σπιτιού 
να μας πάρουν μαζί τους 
στο κάπου 
- που το κάπου το λες και πουθενά- 
κι εμείς γυρεύοντας το κουπί 
κρυμμένο μεταξύ ανελκυστήρα και ισόβιων δεσμών...
Εσύ σβήνεις τα μηχανήματα , 
τα ραδιόφωνα και τους απορροφητήρες και η βροχή κτυπάει τζάμια
στέγες και υδροροές
γλιστράει από τη χαραμάδα της εισόδου και σε αγγίζει 
από τα δάκτυλα των γυμνών ποδιών σου
μέχρι την ξερή κοιλάδα του λαιμού σου.
Απορροφά.
Πλημμυρίζει.Αρχίζει και τελειώνει. 
Και ύστερα στεγνώνει. 
Τη βροχή
τη ρούφηξε η τσιμεντένια γη 
και βγήκαν τα σαλιγκάρια να πιουν ότι περίσσεψε...
ότι δεν ήπιαμε εμείς κι ότι δεν μας ξεδίψασε.
Τρέχεις στο μπαλκόνι με την ελπίδα να είναι εκεί. 
Κοιτάς και το βρίσκεις .
Εκεί. Πέρα από τη θλίψη που κουβαλάς 
το χρόνο που δεν σου αρκεί
τα πρόσωπα που λαχταράς 
και όσα δεν τολμάς να αγγίξεις. 
Ένα τόξο ουράνιο 
να το πιάσεις ,να το δεις, να το εκτοξεύεις
και να το φας 
να πλημμυρίσει και το μέσα σου από χρώμα
να βρέχει και να λάμπεις.



από το μπαλκόνι όλα τα ουράνια τόξα που φωτογράφησα ( ικανά να μοιραστούν λίγο απ'το χρώμα τους )