Πείνασα και η φωνή μου μέσα μίλησε
πως το φαΐ λιγόστεψε
και δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια να ασιτέψω...
Δαγκώνω γερά τη γλώσσα μου να θυμηθώ αν είμαι ακόμα ξύπνιος ή ελεύθερος ,
μήπως ξυπνήσω από λήθαργο,
μήπως μου γίνει τόσο κατανοητό το σφάλμα
να θαρρώ πως το ταξίδι που η ψυχή μου επιθυμεί
γίνεται να ΄χει όσφρηση και γεύση...
κι αν έτσι αποδειχτεί ότι δεν έχει και πλημμυρίσει ο ουρανίσκος από αίμα μεταλλικό σαν νόμισμα
ποιο φαΐ να λαχταρώ να δοκιμάσω θα έχει νόημα.
Αν καταπιώ τις λέξεις σου θα νιώσω πως υπάρχω
για λίγο μόνο προτού με καταπιεί η ασαφειά τους...
Κι αν πάλι τραφώ με τα υλικά που μόνος συγκεντρώνω ,
θα ήθελα μαζί σου να γευτώ αυτό το πιάτο, όπως κι αν βγει το μείγμα του.
Τις περισσότερες φορές έρχεται νύχτα και μου υπενθυμίζει να σου κάνω το τραπέζι
το αναλώσιμο με την ουράνια σάρκα στρωμένο.
Αλλά φοβάμαι να σου δώσω αυτή τη γεύση μου.
Όπως ελπίζω να μου δώσεις τη δική σου.
Αν πάλι αγγίξω το όνειρό μου ίσως αυτό να με χορτάσει,
για πόσο όμως δε γνωρίζω.
Θα χρειαστεί να γεννηθώ με στόμα νέο ή με καθόλου
χωρίς των αναμνησεών σου τη μυρωδιά στη γλώσσα.