Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Σχέσεις παραμυθένιες

Tα παραμύθια κάποτε είχαν τους ρόλους τους ξεκάθαρους : αυτόν εκεί τον βλέπεις; Είναι ο κακός ο λύκος. Εκείνη εκεί ; Η κακιά η μάγισσα. Και όλοι φυλάγονταν με σύνεση από το κακό τους το όνομα που ακολουθούσε τη μορφή τους. Και όσοι από απροσεξία ή από δόλιο παιχνίδι της μοίρας δεν πρόσεξαν κι έπεσαν στην παγίδα τους, τουλάχιστον και πάλι η φήμη των κακών αυτών φιγούρων τους έσωζε από βέβαιο θάνατο (το σάπιο μήλο, η ακίδα που τρύπησε το χέρι, τα γαμψά νύχια, όλα υπήρχαν στο ρεπερτόριό τους και όλα επιτρέπονταν σε αυτά τα παραμύθια και πόσα ακόμα δε μας διάβασε κανείς για να μη μας φοβίσει παραπάνω).

Παραμύθι :  ψέμα / δάσος / άδικο / πίστη

Κάποτε τα παραμύθια είχαν αρχή και τέλος, ξεκινούσαν με λιακάδες και δεν τελείωναν μέχρι να τις βλέπαμε πάλι στα κεφάλια μας να επιπλέουν. Είχαμε τη μια φορά, την απροσδιόριστη που άθελά της έδειχνε πως μόνο μια φορά συνέβη και τον έναν καιρό τον ασαφή, του κάποτε σαν να λέμε. Αλλά και κανείς δεν απορούσε, ούτε ζητούσε διευκρινήσεις, αρκεί να ήταν μακρυά από εμάς (γιατί γνωρίζαμε από πριν πως παραμύθι χωρίς δράκο δεν νοείται, οπότε τι να το κάνουμε να ξέρουμε το πότε, αφού ποτέ δε θα θέλαμε να το φτάσουμε;) Εκεί λοιπόν που όλοι ζούσανε καλά κι εμείς καλύτερα, λες και κάναμε ευχή να πιάσει, όλα ήταν πιο ασφαλή και τακτοποιημένα, κουτάκια στοιβαγμένα δίπλα στο άλλο. 

Ασφάλεια : ψευδαίσθηση / κουμπί / ετοιμοπόλεμος / αγκαλιά

Τώρα τα παραμύθια δεν τα λέμε με την ίδια ευκολία στα παιδιά όσο τα λέμε στους εαυτούς μας και στους γύρω μας. Τώρα δεν έχουμε καθορισμένη αρχή , ούτε - δυστυχία κι αυτό να το τονίζω - τέλος που να ξέρουμε πότε θα φτάσει να μας λυτρώσει. Τώρα δεν έχουμε ευδιάκριτα σημάδια των κακών προσώπων, κυκλοφορούν ανάμεσά μας όλοι οι λύκοι , οι μάγισσες, τα μήλα τα δηλητηριασμένα κι εμείς μαζί τους πορευόμαστε. Κι όταν κάποια στιγμή μάθουμε τα λόγια τους τι ψέμα είναι ποτισμένα και πόσο από αυτό έχουμε εισπνεύσει, δε γινόμαστε καλά, ούτε καλύτερα. Χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας . Κι αν ξέραμε στα σίγουρα να πετάμε, χαλάλι αυτή η γη να υποχωρήσει. Όταν όμως δεν έχουμε φτερά το χάος είναι απύθμενο στην πτώση.

Αδυνατώ : να βρω τις λέξεις να δηλώσω μια σύγχηση, άλλα να πιστεύω και άλλα να μαθαίνω.

Μακάρι να είχα ένα παραμύθι στα χέρια μου να δω τις οδηγίες χρήσης του, δεν μπορεί κάπου θα είναι γραμμένες, κάπου που να λέει τι να κάνω σε περίπτωση που μαζευτούν πολλοί και ξαφνικοί κίνδυνοι μπροστά μου. Αρκεί να αρχίσω τα ξόρκια; Μήπως έτσι θα πέσουν οι μάσκες και βγάλω μιαν άκρη, ένα νήμα να με οδηγήσει στο φως; Όταν ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ακούς μια ιστορία , είναι σίγουρο ότι θα την ακούσεις διαφορετική από τον καθένα, αλλά όταν κι εσύ είσαι μέρος σε αυτή την ιστορία, δε σου αρκούν οι πολλές οπτικές, θέλεις την αληθινή. Κάποιος παραποιεί, κάποιος όχι, ίσως και οι δύο, ίσως κανείς. Ίσως με όλα τα τραγούδια να ξεχνάω και να ηρεμώ. Αλλά θέλω και να θυμώσω. Δεν είμαι χάρτινος εγώ. Είμαι; 


Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Σάββατο με Δευτέρα




Δεν είμαι σίγουρος αν έχω κάτι να πω. Όπως όλοι θέλουμε το χρόνο να περάσει κάποιες στιγμές και να τον κοιτάξουμε από απόσταση. Μάλλον τώρα άρχισε το σώμα και το μυαλό να τεμπελιάζει. Ή να μη βρίσκω τόσο νόημα να γίνομαι παιδί τόσο συχνά, να ψάχνω τα όνειρά μου, να διηγούμαι τους φόβους...ή όλα αυτά μαζί ή τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Έτσι θα υποσχεθώ να μη σκαλίσω τίποτα απόψε που να πονάει, να μη γράψω τίποτα ''κομψό'' σαν κείμενο ή να ποτίσω μελωδίες τις λέξεις σαν τραγούδια να ακούγονται . Θα κλείσω τα μάτια - κι αφού ακόμα πληκτρολογώ και δεν νοείται να το κάνω εκ παραλλήλου- και θα φέρω στο νου μου αυτά που ένιωσα αυτές τις  μέρες.




Είδα πρόσωπα πολλά, φίλους καλούς,παλιούς και νέους, που βρήκα χρόνο να τους αφιερώσω. Χαλάρωσα γιατί δεν χρειάζεται να προσποιούμαι κάτι σ'αυτούς ή να με βρίσκουν σε υπερένταση να ετοιμάζω κάτι νέο, τους είδα και με είδαν καλοκαιρινό . Κουβέντες πάνε κι έρχονται, για ποτό στο Φάληρο με τη Μαρία να μιλάμε για το αν υπάρχει θεός και γιατί ο άνθρωπος να ξεχωρίζει από τα άλλα όντα,λύση να μη βρίσκουμε και όμως το νόημα να ψάχνουμε και οι δύο μας στη διαδρομή. Σε συναυλία στην Τεχνόπολη να ακούμε με τον Νίκο την Ελεωνόρα στο μικρόφωνο, να εντυπωσιαζόμαστε πόσο καλή φωνή στα αλήθεια έχει και να αναρωτιόμαστε για τα μυαλά τα τόσο καμένα που υπάρχουν γύρω μας και για ποια κρίση να γεμίζει γκατζετάκια το ντουλάπι μας και κινητά κι ακίνητα . Εγώ να λέω περί καύσης των νεκρών και ότι  θα θελα να είναι το δικό μου τέλος έτσι.Και το τραγούδι και ο απολογισμός, να αναρωτιόμαστε πώς πέρασαν τα 5 χρόνια που μας χωρίζουν από τη μέρα που παρουσιαστήκαμε φαντάροι, τι άλλαξε στις ζωές μας και σαν επέτειος η νύχτα αυτή μας έλαχε μας ξάφνιασε. 


Για μπάνιο στη Σαλαμίνα που είναι πια δεύτερη φύση , με το Σπύρο να κοιτάζουμε ζευγάρια που ο χρόνος τους κατάντησε αμίλητους , δίπλα ο ένας στον άλλο να χαζεύουν και να μη δίνουν σημασία στη ζωή τους που κυλά.Αυτό είναι τουλάχιστον τρομαχτικό, τα αμίλητα ζευγάρια που δεν έχουν τι να πουν παρά το φόβο τους μοιράζονται. Και σε άλλο πλάνο ένας κήπος εθνικός, καθιερωμένη βόλτα σε μια απέραντη για μένα αλάνα να γιορτάσω, να ψάχνουμε τους αριθμούς των έργων της Βάνας Ξένου πάνω σε κίτρινες ταμπέλες και να γυρίζουμε ξανά στα ίδια σημεία. Να τσαλαβουτάμε τα χέρια στο ρυάκι. Να γελάμε με δύο κοριτσάκια που ταΐζαν στο στόμα τα μικρά αυτά πλάσματα που λέμε κατσικάκια μακαρόνια από το σακουλάκι, αυτά να τα μασάνε όλο χαρά, να τους δίνω κι εγώ αυτό το κέρασμα και να μου γλύφουν τα δάκτυλα. 

Να αγκαλιάζω τον Ρεξ, ένα από τα αδέσποτα του κήπου και να μη θέλω να τον αφήσω, ο Σπύρος να με βγάζει φωτογραφίες κι εγώ να θέλω τόσο ένα σκύλο στη ζωή μου. Να καταλήγουμε μπροστά σε ένα από τα εκθέματα και ξαφνικά όλα να μπαίνουνε στη θέση τους. Πολλές στιγμές το ένιωσα αυτό, κάτι να έρχεται ακριβώς τη στιγμή που το ήθελα, να ταιριάζει την περίοδο που το μελετούσα. Σε μια πλατφόρμα από μπρούντζο απλωμένες οι μορφές που μοιάζουν με ανθρώπινες και σε κατεύθυνση διαφορετική η καθεμία να κοιτάζει. Άλλες φιμωμένες, άλλες με δεμένα μάτια, άλλες να χαμογελούν, να θλίβονται, να υποφέρουν κι όλες ακρωτηριασμένες σχεδόν, να δείχνουν μόνο το σώμα από τους ώμους και πάνω. Και όπως φαίνεται σε ένα ποτάμι να κυλούν , να μου κολλάει στο μυαλό πως έτσι είμαστε ρε φίλε, αυτά τα πρόσωπα είμαι εγώ, οι φίλοι και οι γύρω μου γνωστοί κι αυτό το ποτάμι ζωή το λέμε κι αυτό μας κρατάει μαζί κι ας κοιτάζουμε αλλού. Αδυνατώ να συνεχίσω. Θυμάμαι μόνο την αίσθηση του Ρεξ στα χέρια μου. Αυτός δεν ήταν στο ποτάμι κι όμως πολύ θα το ήθελα. 

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Παρασκευή με Κυριακή

Αν μία μέρα αδυνατώ να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου και να τη νιώσω όπως της πρέπει , αυτή τη λένε δήθεν Σάββατο κι από μικρός την έχω κατατάξει στις πιο ανήμπορες να ζήσουν κάτι αξιοπρεπές . Όχι αδύναμη από δικό της φταίξιμο αλλά γιατί με τόσα βάρη και φορτία να σηκώνει,πόσο μπορεί να μας προσφέρει ικανοποίηση σε ό,τι έχουμε πλασμένο και καταπιεσμένο τις υπόλοιπες ημέρες στο μυαλό μας;


Όλα με θράσος περιμένουμε το Σάββατο να μας συμβούν, να έχουμε διάθεση για βόλτες και για ψώνια, καφέδες αραχτούς και κουβεντούλες, χωρίς εντάσεις να κυλά μέχρι το βράδυ και τότε όλα ανεβάζουνε την ένταση,ξοδεύουνε φωνές πολλές και πρόσωπα ξένα, ανάμεσα κι εμείς να ψάχνουμε διασκέδαση, έρωτα, σάρκα να εκτονώσουμε και όλα με επαναλαμβανόμενη συνήθεια επτά ημερών να κορυφώνεται ... και στο δικό μας πρόσωπο η σιγουριά, ναι αυτή τη χαρά επιθυμούσαμε , με αυτή ικανοποιούμαστε, γιατί από το πλήθος να διαφέρουμε, αφού ό,τι πολλοί το επιλέγουν , είναι σωστό και πρέπον, έτσι δεν γίνεται από πάντα;


Βαριέμαι αυτά τα Σάββατα που όλοι πρέπει να θυμηθούμε ο ένας τον άλλον, εγώ συνήθως με το μέσα συναντιέμαι και μένω σπίτι . Είμαι αυτής της ράτσας αντιπρόσωπος που όταν το λέω δυνατά το θέλω μου γυρίζουν τα κεφάλια και με βλέπουν εξωγήινο...αλλά το λάθος τους δεν έγκειται στο γήινος αλλά στο επίρρημα που δίπλα έχει κολλήσει. Γιατί το έξω δεν κυνήγησα, όσο το μέσα να είναι γήινο.


Κάνε μου χώρο λοιπόν, λίγο θέλω να τελειώσω το βιβλίο μου, να κουβεντιάσουμε μετά έχω μια όρεξη μεγάλη και στο μπαλκόνι να κοιτάξουμε το μαύρο που είναι το πιο μεγάλο πάρτυ της ζωής ολάκερης, εκεί όλα τα φώτα έχουν αντέξει τους χορούς και τα αδηφάγα μάτια μας.


Κι αν το δω λίγο τον ουρανό,είναι γιατί θέλω τόσο την ξεκούραση  απ'τις φωνές και τα πολλά τα φλύαρα και ανέπνευστα . ''Ας μετρηθούμε με τον μέσα κόσμο...''μας , να δούμε αν αντέξουμε να ξυπνήσουμε την Κυριακή μαζί του. 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Πότε δεν πάψαμε να ζούμε τις εκπτώσεις

Όλοι ίδιες ανάγκες μοιραζόμαστε
άλλοι κρυφά κι άλλοι με θάρρος δυνατά να το φωνάζουν
κι ας είναι όλα εύκολα προσβάσιμα
αναζητούμε τις εκπτώσεις να μας δώσουν 
με το λιγότερο αντίτιμο το παν που χρειαζόμαστε.


Θα πω ''σ'αγαπώ'' , θα πεις ''κι εγώ''
θα με πονέσει που κι εκεί θα μπει η έκπτωση
στα συναισθήματα που θα πουλήσεις μισοτιμής
αλλά θα είναι πόνος ανεκτός
κάπου θα βρω κι εγώ να ανταλλάξω, 
μέχρι να ακούσω καθαρά τις λέξεις της αγάπης .


Φιλίες που κρατούν για ένα χρόνο
συμβάσεις να περάσουμε τα δύσκολα,
ματιές μισές που αλλάζουν γρήγορα κατεύθυνση
και δεν τολμούν να σου κτυπήσουνε την πόρτα,
λόγια βαριά που ύστερα πίσω τα παίρνουμε
δεν εννοούσα τίποτα κι όμως δε σταματάω να μιλάω,
όλα απερίσκεπτα τα ζώντα
κι ας έχουν επιπτώσεις τόσες.


Νύχτες σε έκπτωση κι αυτές, 
κορμιά για λίγο αγκαλιασμένα 
κι ύστερα ξένα...
υπάρχει μεγαλύτερη κατάπτωση από αυτή μας τη συνήθεια
να μη γνωρίζουμε με ποιον κρεβάτι μοιραζόμαστε
με ποιον παιδιά γεννάμε 
με ποιον μαλώνουμε τις μέρες μας;


Είναι οι σχέσεις τεταμένες 
και αμοίραστες οι ευθύνες 
σαν λάθη που περιμένουμε πριν τα αναγνωρίσουμε 
και τη δική τους έκπτωση 
στου χρόνου το πέρασμα, όταν κανείς δε θα θυμάται καθαρά 
και θα 'ναι πιο εύκολα σε θολωμένα νερά να κολυμπήσουμε
και να το πούμε το ''είχες δίκιο τότε, αλλά τι σημασία τώρα πια αξίζει να του δώσουμε;''


Ανύπαρκτα αν ήταν τα όνειρά μας , 
ίσως μονάχα τότε να γνωρίζαμε τι θέλουμε 
και να είχε όραμα ο καθένας να πληρώσει 
από την τσέπη του να βάλει το περίσσευμα
κι απ'την καρδιά του ένα δάνειο να πάρει. 
Όχι με φτήνια να πλουτίσουμε τις μέρες μας, 
είναι μια κάλπικη αγάπη έτσι φτιαγμένη 
κι εμείς δειλοί να την περνάμε για ποιότητα.


Κι αν η ποιότητα με ποσοστό μετράται , μην περιμένεις 
το λιγότερο και μη κάτω του 100 συμβιβαστείς...έτσι φωνάζω του εαυτού μου 
όχι σε κείμενα λευκά ή ηλεκτρονικά τετράδια, 
αλλά σε ένα καθρέφτη που τολμά να δείχνει το ψέμα όταν το κρύβω.



Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ενήλικα χρόνια (η απουσία )

Πες με ακόμα έναν αγέννητο ενήλικα που ξέρει μόνο το μεγάλο να υποδύεται κι όχι στα αλήθεια να έχει τη διάθεση να το ζήσει . Πες με αν θέλεις άτολμο ή ονειροπαρμένο. Όπως κι αν θες κι έχεις το θάρρος ή ένα θράσος τόσο δα να με φωνάξεις, ίσως ποτέ δεν κατορθώσεις να εξηγήσεις τι είναι αυτό που θα με κάνει να γελάω και να πονάω. 


Είναι στιγμές που δεν περίμενα ποτέ ό,τι θα γίνει, όταν τα δάκρυα μου ήρθαν και με γύρεψαν (και μάθε κάτι τώρα που έχω το χρόνο να στο πω και δε θα υπάρξει δεύτερη φορά να επαναλάβω ότι τα δάκρυα ποτέ δεν τα συγκράτησα κι όπως κι αν ήρθαν να με βρουν , είχα μια άνεση παιδιού κάτω από τα σεντόνια να τα βάλω αυτά τα δάκρυα να τρέξουν ) και όμως ως σήμερα αυτές μου οι στιγμές καταχωρήθηκαν ως τόσο αγαπημένες.


Είναι από φίλους, πίσω από πόρτες ξαφνικά που εμφανίστηκαν με μία τούρτα αναμμένη μέρα γενεθλίων . Είναι από λόγια τρυφερά που σου ψιθύρισε κι αναρωτήθηκε αν δώρο ήταν τα λόγια τα δικά σου. Είναι από κάθε μια χρονιά με μαθητές που δέθηκες κι ήθελες κάπως να το δείξεις κι εσύ έκλαψες. Είναι από νότες που σου παίζουν με τα λόγια σου , ένας χορός που τώρα πλάθεται στα βήματα . Από αδέσποτα στους δρόμους που υποφέρουν κι από ανθρώπους με το χέρι απλωμένο. Από τα όνειρα που έκανες μικρός κι από αυτά που ξέχασες να κάνεις. Από αυτούς που σε μαχαίρωσαν δειλά κι από αυτά που εσύ κακό έκανες στον εαυτό σου.


Ίσως τα πιο πολλά από αυτά τα δάκρυα να συγχωρούνται , ίσως και να δικαιολογούνται. Μα πιο γενναία θεωρείς όσα σε φέρνουν να θυμάσαι ένα παιδί που μέσα κρύβεις και που πολλές φορές γι'αυτό μιλούσες. Μία ταινία ήταν απόψε η αφορμή, μια ιστορία παιχνιδιών που να γελάσεις σε έκανε όσο ελάχιστες κατάφεραν. 




Κι όμως αυτή η τελευταία της σκηνή, με τον μικρό τον ήρωα σε ένα άλλο κορίτσι τα παιχνίδια του να δίνει γέμισε δάκρυα τα μάτια τα δικά σου. Είχε τόση αγωνία μη τυχόν και κακοπέσουν τα παιχνίδια , που εξιστορούσε τη ζωή τους λες και θα ήταν θαύμα αν μπορούσαν να τη συνεχίσουν. Είχε μια γλύκα αυτή η σύνθεση χρωμάτων , σκέψεων και σε έκανε να θυμηθείς τις φωνές των παιχνιδιών που κουβαλούσες στο χέρι σου, στρατιωτάκια, αυτοκίνητα και ζώα, όλα με ονόματα και σε ιστορίες μπλεγμένα να συντροφεύουν τα μερόνυχτα που σου χαρίζαν μπόι.

Αυτά τα δάκρυα είναι για όσα ηλιοβασιλέματα έβαψες με νερομπογιές και τα κρέμασες στην αυλή να τα δεις να λάμπουν. Ακόμα και τώρα βρίσκεις αφορμές να κοιτάζεις στις αυλές μήπως περίσσεψε κομμάτι από αυτές τις περασμένες σου ιχνογραφίες. Αυτά όμως είναι χρώματα που ήδη μοιάζουν ανεξίτηλα στις καλημέρες σου. Και τις μοιράζεις γιατί έτσι θα ήθελες να σε θυμούνται τα παιχνίδια σου και ίσως βρουν το δρόμο πίσω να γυρίσουνε σε σένα.
 Καλημέρα μεγάλο μου παιδί.