Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Τα αόρατα σου κάγκελα

Σκύβω το κεφάλι μα τα μάτια μου αντιστέκονται
έχουν προτίμηση να βλέπουν προς τα πάνω 
και ποιος να τους χαλάσει το χατήρι έχει κουράγιο...
Μέρα βροχής που στάζει ο ουρανός, 
την προτιμώ έτσι τη φύση που με εκπλήσσει
και βγαίνω από το σύνηθες.
Όπου το σύνηθες το λες και άγευστο.
Περπατώ στους δρόμους της πόλης να βραχώ, 
αλλά αυτές της μέρας οι ψιχάλες ήταν μικρές
ή εγώ μεγάλος για να μη μείνω στεγνός. 
Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω κάγκελα 
σε μαγαζιά , βιτρίνες αμπαρωμένες και λουκέτα έτοιμα να πολεμήσουν
να προασπιστούν την περιουσία τους.
Με πιάνει μια μελαγχολία για τη ζωή που τόσο φοβάται δίχως λουκέτο να κυκλοφορήσει, 
για τις μεταλλικές αγκαλιές καταστημάτων που κρύβουν κάτω αυτό που σου πουλάνε, 
κάτω από το μέταλλο αυτό που λαχταράς. 
Σαν τις καρδιές που θες να αγαπήσεις, κάτω από το μέταλλο ο ζωντανός κόκκινος χυμός τους.
Για ποια κλειδαριά όμως πρώτος εσύ να ψάξεις όταν ο κόσμος όλος γέμισε λουκέτα και τα κλειδιά τα πέταξε;
Φόβος ατομικός, συλλογικός , μεταμοντέρνος. 
Αυτή η πόλη μοιάζει κήπος ζωολογικός με τόσα αμέτρητα κλουβιά ,
όμως τα ζώα ελεύθερα κυκλοφορούν και δε δαγκώνουν. 
Ξέχασαν να είναι ζώντα και άλλαξαν σε κάτι κρύο και κλειδαμπαρωμένο. 

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

PERSONA (1966)

Υπάρχει μέσα μου μια στιγμή που θεωρώ ιερή, επίσκεψη από πνεύματα που με ξεπερνούν και πού και πού την παρουσία τους γεύομαι. Αυτήν τους την παρουσία τη χρωστώ σε μια θέαση πολύ παραπάνω από ό,τι είχα συνηθίσει και αυτήν τη στιγμή την ονόμασα Persona (1966).
Κάμποσα καλοκαίρια πριν, 7 για την ακρίβεια, την είδα πρώτη φορά. Θερινό σινεμά στο κέντρο της Αθήνας, ταράτσα και αγιόκλημα. Ήταν η πρώτη ταινία που είδα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη (Ingmar Bergman) που στη συνέχεια έγινε ο αγαπημένος μου, όλων των στιγμών, κρίσεων, ενδοσκοπήσεων και αποφάσεων. Ακόμα όμως κι αν είχα υποψιαστεί πως δεν επρόκειτο να δω μια εύκολα προσβάσιμη ταινία, τίποτα δεν προμήνυε το σοκ που ακολούθησε.
Θυμάμαι στιγμή προς στιγμή τα χέρια μου να τρέμουν, το στόμα μου αχόρταγα να κολλάει πάνω στο ασπρόμαυρο φιλμ , που όμοια αποτυπωμένο ξανά δεν είδα. Η έκπληξη με ακολούθησε για ώρες. Οι ώρες έγιναν μέρες, μήνες, χρόνια μέχρι σήμερα ύστερα από διψήφιο αριθμό προβολών , να αναπολώ την πρώτη εκείνη φορά που την παρακολούθησα και να τη συγκαταλέγω στα πράγματα που θα ήθελα να ζήσω ξανά.
Ακριβώς τι είναι αυτό που με στοιχειώνει δεν κατάλαβα. Ίσως η  εναρκτήρια σκηνή με το νεαρό αγόρι που σαν από τον κόσμο των νεκρών ανασηκώνεται από το κρεβάτι και ακουμπά την οθόνη από όπου καταιγιστικά ξεπηδούν εικόνες . Ήταν μια περίοδος που αυτό το αγόρι ήμουν εγώ, με τα μυωπικά γυαλιά να ακουμπώ την οθόνη , προσπαθώντας να καταλάβω για ποια ζωή αξίζει να σηκωθώ στη γέννηση μου. Με έπεισα πως αυτά που με τα δάκτυλα ακουμπώ, είναι αυτά που στα όνειρά μου θα αποφεύγω ή θα κυνηγώ.


 


Έψαχνα τότε εναγώνια το πρόσωπό μου, ήμουν μορφή που περισσότερο σκιά την τύλιγε και απορία. Όλα ήταν παράλογα, άδικα, οργισμένα για να τα καταλάβω. Μιλούσα κι εγώ στον εαυτό μου όπως μια άλλη  νοσηλεύτρια Άlma (Bibi Andersson) στη νοσηλευόμενη Elisabeth (Liv Ullmann), δίχως να παίρνω απαντήσεις. Κατέγραφα μόνο εμπειρίες και όσα στην πορεία θα αποτελούσαν το δικό μου άγραφο σενάριο. Γυαλιά σκορπισμένα στο χώμα, εξομολογήσεις τολμηρές, αιφνίδια ξεσπάσματα γέλιου και κλάματος και φυσικά το ερωτικό πλησίασμα στη ψυχή. Όταν νοιώθεις ότι πια είσαι πολύ κοντά στο να γίνεις ένα μαζί της. Αυτή η σκηνή είναι θαρρώ το δικό μου νόημα στη ζωή. Αυτό το σφιχτό αγκάλιασμα των μορφών που χάνονται τα πρόσωπά τους και μοιάζουν όμοια να αποζητούν να κρυφτούν στη νύχτα τους.




Τότε λοιπόν ένιωσα πρώτη φορά πως έχω ψυχή που αξίζει να παραμονεύσω κι εγώ ένα βράδυ, να περπατήσω στις μύτες των ποδιών μου, να τη δω να κοιμάται , να την ακουμπήσω και να της χαιδέψω τα μαλλιά. Αυτή η εικόνα λέει τα πάντα. Και είναι ένα πάντα που κουβαλώ μέσα μου. 
Μέχρι τα τελευταία λεπτά της ταινίας που τα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστριών γίνονται ένα , έχω κι εγώ διαμορφώσει ένα ισχυρό θέλω, το πρώτο τότε στη ζωή μου, να μοιάσω περισσότερο σε αυτό που μου προκαλεί ρίγη, να βρω κι εγώ το άτομο μέσα μου, να γίνω και να φτάσω, να σμίξω και να ενωθώ με την Alma, να βρω αυτή την persona. Από τότε το προσπαθώ, αλλά είμαι ήδη σε ένα δρόμο που με κάνει να είμαι στιγμές στιγμές περήφανος. Αυτή η ταινία με κρατά ζωντανό. 

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Μακά(β)ρια Νεύρα

Ίσως οι μέρες που στραβά απ'την αρχή πηγαίνουν είναι λίγες
κι αυτά τα δάκτυλα μου να ντρέπονται να τις μετρήσουν,
είναι όμως σφόδρα αρνητικές όταν θα φτάσουν
λες και μου τα φέρνουν όλα αναδρομικά.
Δεν υπολείπομαι σε γκρίνια όταν το θέλω,
όπως  εξίσου τις χαρές μου δε τις πιάνεις,
κι είναι αυτή η αμορφωσιά του γύρω κόσμου
που επιδιώκει να με δει εξοργισμένο.
Χωρίς να θέλω να φανώ ποτέ πιο πάνω,
έχω το θάρρος να ζητώ το παραπάνω
που σαν ξεβόλεμα το βλέπουν και μισούν
να πουν ότι σε κάτι ξεχωρίζεις.
Αυτή η στάση με θυμώνει, να μην προτείνεις κάτι εκεί που κρίνεις
λες κι ο κόσμος όλος λαχταρά τη μίζερή σου στάση.
Ακόμα όμως τη χαρά δεν έμαθα να δίνω
πως τα παράτησα δεν έμαθε κανείς.
Χορός και πάλι έντυσε τα νεύρα και τα ξέσπασα
μακάβρια μεν αλλά γερά
τα βήματα στο χώμα.






Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Αυτή η μέρα σου ανήκει


Γεννήθηκες σκυφτή, ούτε και ξέρω το γιατί.
Υπήρξες όμως λυγερόκορμο κορίτσι κι έτσι σε είδα κάποτε, 
σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και με χαμόγελα πλατιά και έγχρωμα.
Μεγάλωσες σκυφτή, με όνειρα που δεν τα πάλεψες
με συνταγές που δε δοκίμασες να φτιάξεις.
Δεν είχες το θάρρος; 
Κι όμως στα μάτια μου είσαι η πιο απ'όλες θαρραλέα.
Όταν ζευγάρι έγινες, δε γλύτωσες το ζυγό, αλλά και τότε δε μου στέρησες το χάδι
και την αγκαλιά σου. 
Άν είχα δάκρυα θα ήταν για να πλύνω τις πληγές σου  
κι αν είχα γέλια θα τα άφηνα στο προσκεφάλι σου. 
Τώρα μαθαίνω εγώ την έγνοια σου να έχω, αλλά κι αυτό ακόμη είναι σημάδι της αγάπης σου. 
Κάτι έκανες σωστά με μένα. Αυτή η μέρα σου ανήκει. Σε ευχαριστώ.






(ακόμα και τα άνθη σου το χρωστώ πως έμαθα να μη τα μπερδεύω )




χώρια τα αγκάθια από το άνθος κι απ'τη ζωή μου μόνο το χρώμα τους θα βλέπω



Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Ο ακάλυπτος



Έχω ένα χώρο που μόνο ουρανός τον βλέπει και των ανθρώπων τα μάτια τον μοιράζονται χωρίς κανείς να τον κρατά δικό του .
Έχω ένα χώρο σε ενικό αριθμό σε τετραγωνικά πληθυντικού. Αν ήταν στο χέρι μου θα ήταν όλα ενικού, όλα για έναν.
Έχω ένα χώρο που δε μπορώ να κρυφτώ, δε θα με δει κανείς ποτέ εκεί να κλάψω ή να γελάσω, να φιληθώ ή να φιλήσω, αν και δε θα πολυσκεφτώ να βγω από τον ύπνο όπως σηκώνομαι και με το πρόσωπο μου σκυθρωπό.
Έχω ένα χώρο που έχουμε όλοι μέσα μας, προορισμένο να κρύβει τις σκούπες και τα φαράσια μας, τα παλιά τα παπούτσια και τα λουλούδια που ντρεπόμαστε να δούνε οι πολλοί μας καλεσμένοι, τα απεριποίητα. Όλοι γνωρίζουμε για την ύπαρξή του σε μια συνωμοσία που αφορά πολλούς.
Έχω έναν ακάλυπτο χώρο μέσα μου που δεν κατάλαβα πως πρέπει να φροντίσω  και έτσι του στέρησα όση προσοχή θα είχα να του δώσω. Στο τέλος με εκδικήθηκε και μου επέστρεψε τον χαρακτηρισμό του.
Έγινα εγώ ακάλυπτος. Άχρωμος, πότε πότε με λίγο αναρριχώμενο κισσό να αγκυλώνεται στους τοίχους ή τις κεραίες από την οροφή να σκύβουν να τινάξουν τη σκουριά τους πάνω μου. Και με πολλά παράθυρα να με κοιτούν, μάτια ανοικτά που ενώ θα έπρεπε να αερίζουν το εσωτερικό των σπιτιών, εμένα με γεμίζουν βάρος. Νοιώθω τόσες τις πνοές και μολυσμένες τις ανάσες των ανθρώπων που θα εκτιμούσα τα κλειστά τους τα παράθυρα. Να έχω λίγη απομόνωση έστω εκεί σε έναν ακάλυπτο γυμνός κι εκτεθειμένος.