Είναι αυτό σου το παιδί που έτσι κρεμάστηκε σε μια γραμμή δίπλα σχεδόν από τις λέξεις
κι έχει το νου του να σε δει κατάματα
κι ας μη το παρατήρησες μέσα στην τόση σου βιασύνη.
Είναι αυτό το μισοφέγγαρο που κουβαλά στη σκέψη του πώς τάχα μια νύχτα θα γενεί πανσέληνος
και θα λυθούν οι απορίες σου όλες.
Είναι αυτή η ανοικτή αγκαλιά που περιμένει να της δείξεις ανταπόκριση
να τη βοηθήσεις να τη χτίσει την παρένθεση.
Είναι αυτό το ολόδικό σου το ερωτηματικό.
Ρωτάς, ρωτάς, ξαναρωτάς. Θέλεις τόσα να μάθεις, τόσα γράμματα να βγουν και να σε φτάσουν,
σε τόσες λέξεις να να μπλεχτούν και να αγγίξουν τα αυτιά σου.
Αλλά δίχως απάντηση ικανή να σε ικανοποιήσει μένεις έτσι ,
ένα κόμμα και στην κορυφή του εσύ τελεία
και όχι τέλεια
να υπομένεις τη συνέχεια. Κρύβει και λίγο φόβο πάντα η συνέχεια.
Όμως οι λέξεις που τονίζονται με ερώτηση είναι αυτές που μας τρομάζουν
κι αυτές που τόσο μας τρομάζουν δεν έχουν λόγο να ερωτώνται , κάνουν δουλειά από μόνες τους.