Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Θα σε λέω Μόμπυ Ντικ

Είδα μπροστά μου αυτό το στόμα από ατσάλι
κι έμεινα για κάμποσα λεπτά να το παρατηρώ
μέσα του μπαίνουν και γεμίζουν το στομάχι του
όλοι οι διψασμένοι ταξιδιώτες
κι αυτό χορταίνει μόνο για λίγο 
μέχρι λιμάνι να βρει να τους ξεράσει
κι άλλους να πάρει μαζί του.
Οι συνειρμοί του νου είναι για αυτό που βλέπω 
κι ότι θα νιώσω όταν φαγωθώ κι ο ίδιος από εκείνο το πελώριο τέρας
που στη θάλασσα το προσκυνάμε μη μας εγκαταλείψει.

Γιατί αν στα νερά βρεθούμε μόνοι,θα ξεχάσουμε τη μήτρα που μας δίδαξε κολύμπι κι έτσι δειλά ο ένας μετά τον άλλον θα βουλιάζουμε. 

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Ανάγκες στο κατάστρωμα Ι

Oι ανάγκες να ξεφύγεις έρχονται και σε βρίσκουν,
όπως κι εσύ τις κυνηγάς, όπως θα έκανες αν ήσουν νηστικός
και γύρευες τροφή από τα ελεήμονα χέρια των περαστικών και των ξεχασμένων.
Ανάγκες όλοι έχουμε,
λίγες όμως βρίσκουν φαΐ , δεν περισσεύουν ψίχουλα για όλους.
Όσο γυρίζαμε μας πήραν τα πουλιά φωτογραφία
κι εγώ εκείνα,
διερωτόμενος αν είμαι εγώ που φεύγω μακρυά τους
ή εκείνα που δεν ήθελαν να μας αποχωριστούν.


Δεν είχα δυστυχώς τίποτα να τους δώσω,
μόνο χαρά καθώς πότε κοίταζα αυτά να γαντζώνονται από τα κάγκελα του πλοίου,
και πότε γάντζωνα το βλέμμα μου πάνω σου.
Κάποια στιγμή τα αφήσαμε πίσω μας,
η δική τους ανάγκη καλύφθηκε ή μπορεί και να κουράστηκαν
οι δικές μας όμως πεινούν και δεν έχουν τα φτερά να φτάσουν πιο μπροστά από όσο τους επιτρέπεται,
όλα πάνε στο δικό τους ρυθμό και έτσι πρέπει.
Ανάγκη είναι κι αυτή η θάλασσα που διανύουμε.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Βήματα

Άλλη στιγμή θα σου μιλήσω για το διήμερο και την απόδραση εκτός της πόλης. Τώρα είναι αυτό που θέλω να μαρτυρήσω κι ας το ξέρεις ήδη πριν από μένα - έχει ένα γούστο να συγκεντρώνω τις σκέψεις που δεν πρόλαβες να κάνεις και να στις πετάω μπροστά σου. ( Το γούστο είναι ότι δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις αλλά εμένα πάλι αυτό μου αρκεί.) Θυμήθηκα λοιπόν, χθες αργά στην παραλία όπως ξαπλώσαμε στην άμμο μετά το βραδινό μας μπάνιο, να σου μιλήσω για την πρώτη μου στιγμή που όρισα στο μυαλό μου ως παιδική ανάμνηση, για τότε που χάθηκα από το χέρι της μητέρας και έψαχνα να το βρω γύρω μου κι όλο μπλεκόμουν σε θεόρατα σώματα κι ανάμεσα σε πόδια που ορθώνονταν μπροστά μου. 

Αυτή την αίσθηση και να ήθελα δε θα μπορούσα να την επαναλάβω, ενός βλέμματος που κοιτώντας γύρω του βλέπει τα πόδια των ενηλίκων . Και έτσι κατάλαβα πώς όσα χρόνια κι αν περάσουν πάλι τα πόδια των ανθρώπων θα λογίζονται ως τα σημαντικά τους άκρα, τα βήματά τους θα θυμώνω αν διστάζουν και αντιθέτως χαίρομαι με τις σωστές πορείες τους. Για δρόμους, μονοπάτια, τρικλοποδιές, μικρές ή μεγαλύτερες δρασκελιές,για μετέωρα ή αποφασιστικά, βιαστικά ή αργά, πολλές είναι τελικά οι λέξεις και τα νοήματα που μπλέκουμε για να μιλήσουμε για το προφανές, τις ζωές μας.

Είναι ίσως γιατί την κατακτούμε τελευταία αυτή την κινητικότητα κι άλλος στον ένα του άλλος στον δεύτερο του χρόνο, που τη θεωρούμε ύψιστης σημασίας και όση αναμονή έδειξαν οι γονείς να μας δούνε να περπατάμε, όσο κι αν έκρυψαν το ''ΑΑΑ'' όταν μας είδαν να σηκωνόμαστε στα δυο μας πόδια  και να παραπατάμε τα ανυποψίαστα τα βήματα  (κάνοντας νοήματα ο ένας στον άλλον μην τυχόν τους πάρουμε χαμπάρι και χάσουμε την πολύτιμη ισορροπία), πέρασε μέσα μας αυτή η σημαντικότητα και την υμνούμε και οι ίδιοι. 

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτή η κουβέντα αλλά είχε ένα νόημα που το νιώθω δικό μου. Για τα προσωπικά μου ήθελα να πω ; Αν έχω φόβους ή αβέβαιες σκέψεις ;  Θυμάμαι πόσες φορές σκόνταψα, αυτό με κάνει πιο σοφό ή αμελή να το παραδεχτώ; Ή τα δικά σου ήθελα στο στόχαστρο να βάλω ; Από παλιά σου έλεγα πως θέλω να σε δω να τρέχεις στη ζωή σου κι εννοούσα να μου κρατάς το χέρι να μη χανόμαστε. (Να περπατάς αλλά να μη ξεχνάς να με κρατάς.Και πες μου το και θα τρέξουμε όσο κανείς.) Είναι τα βήματα οι κορμοί μας κι εμείς απολαμβάνουμε ό,τι μέχρι εμάς κατορθώνει να φτάνει από το χώμα. Αν πέσουμε, ας πέσουμε παρέα τουλάχιστον και μεγαλοπρεπώς. Έλεγα λοιπόν να συγχρονίσουμε το βήμα μας.Και από τη σκέψη την παιδική φτάνω στην ενήλικη . Και να που η κίνηση των κάτω άκρων συνεξαρτάται από των πάνω. 

(Το σκίτσο ακολούθησε της κουβέντας όπως πολλές φορές τα λόγια μας ακολουθούν των πράξεών μας. )

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Σχέσεις παραμυθένιες

Tα παραμύθια κάποτε είχαν τους ρόλους τους ξεκάθαρους : αυτόν εκεί τον βλέπεις; Είναι ο κακός ο λύκος. Εκείνη εκεί ; Η κακιά η μάγισσα. Και όλοι φυλάγονταν με σύνεση από το κακό τους το όνομα που ακολουθούσε τη μορφή τους. Και όσοι από απροσεξία ή από δόλιο παιχνίδι της μοίρας δεν πρόσεξαν κι έπεσαν στην παγίδα τους, τουλάχιστον και πάλι η φήμη των κακών αυτών φιγούρων τους έσωζε από βέβαιο θάνατο (το σάπιο μήλο, η ακίδα που τρύπησε το χέρι, τα γαμψά νύχια, όλα υπήρχαν στο ρεπερτόριό τους και όλα επιτρέπονταν σε αυτά τα παραμύθια και πόσα ακόμα δε μας διάβασε κανείς για να μη μας φοβίσει παραπάνω).

Παραμύθι :  ψέμα / δάσος / άδικο / πίστη

Κάποτε τα παραμύθια είχαν αρχή και τέλος, ξεκινούσαν με λιακάδες και δεν τελείωναν μέχρι να τις βλέπαμε πάλι στα κεφάλια μας να επιπλέουν. Είχαμε τη μια φορά, την απροσδιόριστη που άθελά της έδειχνε πως μόνο μια φορά συνέβη και τον έναν καιρό τον ασαφή, του κάποτε σαν να λέμε. Αλλά και κανείς δεν απορούσε, ούτε ζητούσε διευκρινήσεις, αρκεί να ήταν μακρυά από εμάς (γιατί γνωρίζαμε από πριν πως παραμύθι χωρίς δράκο δεν νοείται, οπότε τι να το κάνουμε να ξέρουμε το πότε, αφού ποτέ δε θα θέλαμε να το φτάσουμε;) Εκεί λοιπόν που όλοι ζούσανε καλά κι εμείς καλύτερα, λες και κάναμε ευχή να πιάσει, όλα ήταν πιο ασφαλή και τακτοποιημένα, κουτάκια στοιβαγμένα δίπλα στο άλλο. 

Ασφάλεια : ψευδαίσθηση / κουμπί / ετοιμοπόλεμος / αγκαλιά

Τώρα τα παραμύθια δεν τα λέμε με την ίδια ευκολία στα παιδιά όσο τα λέμε στους εαυτούς μας και στους γύρω μας. Τώρα δεν έχουμε καθορισμένη αρχή , ούτε - δυστυχία κι αυτό να το τονίζω - τέλος που να ξέρουμε πότε θα φτάσει να μας λυτρώσει. Τώρα δεν έχουμε ευδιάκριτα σημάδια των κακών προσώπων, κυκλοφορούν ανάμεσά μας όλοι οι λύκοι , οι μάγισσες, τα μήλα τα δηλητηριασμένα κι εμείς μαζί τους πορευόμαστε. Κι όταν κάποια στιγμή μάθουμε τα λόγια τους τι ψέμα είναι ποτισμένα και πόσο από αυτό έχουμε εισπνεύσει, δε γινόμαστε καλά, ούτε καλύτερα. Χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας . Κι αν ξέραμε στα σίγουρα να πετάμε, χαλάλι αυτή η γη να υποχωρήσει. Όταν όμως δεν έχουμε φτερά το χάος είναι απύθμενο στην πτώση.

Αδυνατώ : να βρω τις λέξεις να δηλώσω μια σύγχηση, άλλα να πιστεύω και άλλα να μαθαίνω.

Μακάρι να είχα ένα παραμύθι στα χέρια μου να δω τις οδηγίες χρήσης του, δεν μπορεί κάπου θα είναι γραμμένες, κάπου που να λέει τι να κάνω σε περίπτωση που μαζευτούν πολλοί και ξαφνικοί κίνδυνοι μπροστά μου. Αρκεί να αρχίσω τα ξόρκια; Μήπως έτσι θα πέσουν οι μάσκες και βγάλω μιαν άκρη, ένα νήμα να με οδηγήσει στο φως; Όταν ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ακούς μια ιστορία , είναι σίγουρο ότι θα την ακούσεις διαφορετική από τον καθένα, αλλά όταν κι εσύ είσαι μέρος σε αυτή την ιστορία, δε σου αρκούν οι πολλές οπτικές, θέλεις την αληθινή. Κάποιος παραποιεί, κάποιος όχι, ίσως και οι δύο, ίσως κανείς. Ίσως με όλα τα τραγούδια να ξεχνάω και να ηρεμώ. Αλλά θέλω και να θυμώσω. Δεν είμαι χάρτινος εγώ. Είμαι; 


Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Σάββατο με Δευτέρα




Δεν είμαι σίγουρος αν έχω κάτι να πω. Όπως όλοι θέλουμε το χρόνο να περάσει κάποιες στιγμές και να τον κοιτάξουμε από απόσταση. Μάλλον τώρα άρχισε το σώμα και το μυαλό να τεμπελιάζει. Ή να μη βρίσκω τόσο νόημα να γίνομαι παιδί τόσο συχνά, να ψάχνω τα όνειρά μου, να διηγούμαι τους φόβους...ή όλα αυτά μαζί ή τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Έτσι θα υποσχεθώ να μη σκαλίσω τίποτα απόψε που να πονάει, να μη γράψω τίποτα ''κομψό'' σαν κείμενο ή να ποτίσω μελωδίες τις λέξεις σαν τραγούδια να ακούγονται . Θα κλείσω τα μάτια - κι αφού ακόμα πληκτρολογώ και δεν νοείται να το κάνω εκ παραλλήλου- και θα φέρω στο νου μου αυτά που ένιωσα αυτές τις  μέρες.




Είδα πρόσωπα πολλά, φίλους καλούς,παλιούς και νέους, που βρήκα χρόνο να τους αφιερώσω. Χαλάρωσα γιατί δεν χρειάζεται να προσποιούμαι κάτι σ'αυτούς ή να με βρίσκουν σε υπερένταση να ετοιμάζω κάτι νέο, τους είδα και με είδαν καλοκαιρινό . Κουβέντες πάνε κι έρχονται, για ποτό στο Φάληρο με τη Μαρία να μιλάμε για το αν υπάρχει θεός και γιατί ο άνθρωπος να ξεχωρίζει από τα άλλα όντα,λύση να μη βρίσκουμε και όμως το νόημα να ψάχνουμε και οι δύο μας στη διαδρομή. Σε συναυλία στην Τεχνόπολη να ακούμε με τον Νίκο την Ελεωνόρα στο μικρόφωνο, να εντυπωσιαζόμαστε πόσο καλή φωνή στα αλήθεια έχει και να αναρωτιόμαστε για τα μυαλά τα τόσο καμένα που υπάρχουν γύρω μας και για ποια κρίση να γεμίζει γκατζετάκια το ντουλάπι μας και κινητά κι ακίνητα . Εγώ να λέω περί καύσης των νεκρών και ότι  θα θελα να είναι το δικό μου τέλος έτσι.Και το τραγούδι και ο απολογισμός, να αναρωτιόμαστε πώς πέρασαν τα 5 χρόνια που μας χωρίζουν από τη μέρα που παρουσιαστήκαμε φαντάροι, τι άλλαξε στις ζωές μας και σαν επέτειος η νύχτα αυτή μας έλαχε μας ξάφνιασε. 


Για μπάνιο στη Σαλαμίνα που είναι πια δεύτερη φύση , με το Σπύρο να κοιτάζουμε ζευγάρια που ο χρόνος τους κατάντησε αμίλητους , δίπλα ο ένας στον άλλο να χαζεύουν και να μη δίνουν σημασία στη ζωή τους που κυλά.Αυτό είναι τουλάχιστον τρομαχτικό, τα αμίλητα ζευγάρια που δεν έχουν τι να πουν παρά το φόβο τους μοιράζονται. Και σε άλλο πλάνο ένας κήπος εθνικός, καθιερωμένη βόλτα σε μια απέραντη για μένα αλάνα να γιορτάσω, να ψάχνουμε τους αριθμούς των έργων της Βάνας Ξένου πάνω σε κίτρινες ταμπέλες και να γυρίζουμε ξανά στα ίδια σημεία. Να τσαλαβουτάμε τα χέρια στο ρυάκι. Να γελάμε με δύο κοριτσάκια που ταΐζαν στο στόμα τα μικρά αυτά πλάσματα που λέμε κατσικάκια μακαρόνια από το σακουλάκι, αυτά να τα μασάνε όλο χαρά, να τους δίνω κι εγώ αυτό το κέρασμα και να μου γλύφουν τα δάκτυλα. 

Να αγκαλιάζω τον Ρεξ, ένα από τα αδέσποτα του κήπου και να μη θέλω να τον αφήσω, ο Σπύρος να με βγάζει φωτογραφίες κι εγώ να θέλω τόσο ένα σκύλο στη ζωή μου. Να καταλήγουμε μπροστά σε ένα από τα εκθέματα και ξαφνικά όλα να μπαίνουνε στη θέση τους. Πολλές στιγμές το ένιωσα αυτό, κάτι να έρχεται ακριβώς τη στιγμή που το ήθελα, να ταιριάζει την περίοδο που το μελετούσα. Σε μια πλατφόρμα από μπρούντζο απλωμένες οι μορφές που μοιάζουν με ανθρώπινες και σε κατεύθυνση διαφορετική η καθεμία να κοιτάζει. Άλλες φιμωμένες, άλλες με δεμένα μάτια, άλλες να χαμογελούν, να θλίβονται, να υποφέρουν κι όλες ακρωτηριασμένες σχεδόν, να δείχνουν μόνο το σώμα από τους ώμους και πάνω. Και όπως φαίνεται σε ένα ποτάμι να κυλούν , να μου κολλάει στο μυαλό πως έτσι είμαστε ρε φίλε, αυτά τα πρόσωπα είμαι εγώ, οι φίλοι και οι γύρω μου γνωστοί κι αυτό το ποτάμι ζωή το λέμε κι αυτό μας κρατάει μαζί κι ας κοιτάζουμε αλλού. Αδυνατώ να συνεχίσω. Θυμάμαι μόνο την αίσθηση του Ρεξ στα χέρια μου. Αυτός δεν ήταν στο ποτάμι κι όμως πολύ θα το ήθελα.