Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Βραδινά σημεία στίξης - απόστροφος

Μέρα μεσημέρι χαιρετάς όσα έχουν πια γίνει παρελθόν στη μέρα
και όσα περιμένουν στην ουρά να γεννηθούν για νύχτα
και με το χέρι απλωμένο νόημα απευθύνεις,
ελάτε, λες
και έρχονται πότε υποτακτικά , πότε αγέρωχα
και σε σπαταλούν.
Τα μεσημέρια ακολουθούν τη δική τους τροχιά
την επαναλαμβανόμενη που δεν προσπάθησες να σπάσεις
-γιατί δεν πρόλαβες, γιατί δεν έβαλες το νου σου να δουλέψει
τα ένσημά του να τα δικαιολογήσει-
και σαν δεσμίδες από όνειρα στοιβάζονται.
Κάνεις τον κόπο να τα δεις κι όμως καλύφθηκαν στη σκόνη.
Και είσαι αλλεργικός στη σκόνη
όπως αλλεργικός και στα όνειρα.
Περιμένεις τις πραγματικότητες 
που ίσως κι από σένα μόνο να μην εξαρτώνται, εσύ όμως περιμένεις
την ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ και όχι την αποστροφή στο βλέμμα, 
το φρύδι το ανασηκωμένο που σου θυμίζει απόμερο σημείο στίξης και αγενές σημάδι αποστρόφου
-όνομα δηλωτικό και άκακο, όχι όμως και το περιεχόμενο του.
Η συντροφιά (λες και είναι θεμιτό να αναζητάς στην τροφή το συν, το παραπάνω να μοιράζεσαι στην κινητήριο δύναμη της θρέψης)
θέλει κι αυτή την ΠΡΟΣΟΧΗ της, το χρόνο να της μιλήσεις, να της απαντήσεις , να της χαιδέψεις τα μαλλιά.
Αν θα το κάνεις θα είναι εκεί να το δει ή όταν θα είναι δε θα θες εσύ.
Όλα είναι πιθανά και όταν το φεγγάρι πέφτει μέχρι το ύψος των ματιών, 
τότε είναι που πλαγιάζουν οι λέξεις παρέα
το Σε αγαπώ γίνεται Σ'αγαπώ
το Σε έχω Ανάγκη γίνεται Σ'έχω ΑΝΆΓΚΗ
Και τονίζουν κάθε συλλαβή τους έτσι αγκαλιασμένες που κοιτάζονται. 
Ειδάλλως ανακαλύπτεις τις δεύτερες αναγνώσεις των πράξεων, εκείνες που θέλουμε να λέμε 
σωστικές λέμβους με σημαία το Όλα έπρεπε να γίνουν έτσι.
Μα όλα τα έτσι δεν αρκούν να απαντήσουν στο γιατί. 
Γι 'αυτό ξεφεύγεις απ'το τέλος σου και γίνεσαι απόστροφος.


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Στάση να κατέβω

Ξυπνάω πάλι στο παρά πέντε - χρόνια τώρα να ξυπνάς στις 6, στις 7 σε εκπαιδεύουν και δεν εμπιστεύεσαι ποτέ πια ξυπνητήρια - και ξέρω τι θα ακολουθήσει. Ελάχιστα λεπτά για πλύσιμο, βιαστικό πρωινό, τσάντα και φύγαμε. Για λεωφορείο . Το οποίο σημαίνει αν είσαι τυχερός και δεν το χάσεις. Γιατί μην κοιτάς τι ώρα λέει το πρόγραμμα της γραμμής σου ( αν καταφέρεις να το δεις δηλαδή κάτω από τα αυτοκόλλητα για τους κλειδαράδες, τα ενοικιαστήρια και τα χαρτάκια για ιδιαίτερα μαθήματα, που όσο καλή θέληση και να έχεις όταν ψάχνεις δρομολόγιο δε θέλεις να πάρεις κλειδαρά.Με την ίδια λογική που όταν ψάχνεις κλειδαρά δε θα πάρεις λεωφορείο).  Εκείνο θα περάσει όταν : α ) ο οδηγός δεν πιάσει την κουβέντα στην αφετηρία με τους υπόλοιπους για θέματα όπως ποιος έχει το καλύτερο πρόγραμμα, πόσα ρεπό του έσπασαν -μαζί με τα νεύρα μας , πότε έχουν απεργία, πότε αλλάζει η ώρα και τι καφές είναι αυτός, α να αλλάξουν καφετιέρα πάραυτα.
β) ο οδηγός δεν γκαζώσει τη μηχανή γιατί σήμερα βρήκε άδειους δρόμους και θυμήθηκε τα νιάτα του, περνώντας από τις στάσεις όπως ο Ηλιόπουλος κάνοντας θαλάσσιο σκι, χαιρετώντας στα γρήγορα και βουτώντας το κεφάλι κατευθείαν στο νερό (ποιον έβρεξε, ποιος τον έσωσε, ποιος πρόλαβε να του μιλήσει ψιλά γράμματα).
γ) ο οδηγός δεν παρεκκλίνει της πορείας του γιατί πρέπει να μαζέψει άλλους 12 συναδέλφους που πιάνουν βάρδια και τι να κάνουν, με ταξί να μετακινηθούν για την αφετηρία; Περνά το λεωφορείο με όλα τα κομφόρ, χωρίς ταρίφα και χωρίς σημαία και τους μαζεύει, αυτοί κάθονται γύρω από τον οδηγό,πιάνουν όλο το χώρο και σε στραβοκοιτάζουν όταν πας να τους μετακινήσεις  - πειράζει που θέλω να κατέβω από αυτή την πόρτα; -  του πιάνουν την κουβέντα, εκείνος χάνει τις στάσεις, εσύ είτε είσαι μέσα (τυχερός, τουλάχιστον κάπου πας ) είτε είσαι έξω και στις 2 περιπτώσεις όμως φωνάζεις ''Στάση! Στάση! '' . Αν σε πάρει χαμπάρι μπορεί να σε αφήσει έστω δέκα μέτρα παρακάτω. Αν όχι θα σε αγριοκοιτάξει και θα σου πει ''Δεν είχατε πατήσει κουδούνι'' . Εσύ θα πεις ότι το πάτησες και έχεις και μάρτυρες , υποκειμενικούς έστω- που τα'χουν μαζεμένα στον οδηγό και θα του την πουν  ,οπότε κάνετε συμμαχία . Αν όμως είσαι έξω από το λεωφορείο το βλέπεις να σε προσπερνά , ρίχνεις και ένα φάσκελο και περιμένεις το επόμενο.
δ) δε τους έρθει έμπνευση να μετακινήσουν τη στάση ή να καταργήσουν δρομολόγιο ή να αφαιρέσουν οχήματα ή να το παίξουν κορόνα γράμματα κι εσύ να το μάθεις στο τέλος, γιατί κακομοίρη μου θα το μάθεις αγωνιώντας πότε θα περάσει το όχημα το κατάλληλο
ε) δεν κάνουν απεργία για ένα σωρό ευφάνταστους λόγους όπως 1 ) χορήγηση δωρεάν από το κράτος εικονίτσας Παναγίας για τον καθρέπτη του οδηγού, 2 ) μεγαλύτερα καθίσματα για τους οδηγούς που να χωράνε τα πόδια σε στάση ''τα αφήνω ανοιχτά γιατί με στενεύει το παντελόνι της επίσημης στολής-τι ήθελα κι εγώ να το φορέσω σήμερα'' με λίγο από ''ετοιμάζομαι να βάλω το χέρι μέσα και να ξύσω ότι βρω'',  3) κατάργηση της επίσημης στολής που έτσι κι αλλιώς λίγοι τη φορούν ή όταν τη φορούν την προσαρμόζουν με ασημένια καδένα να αχνοφαίνεται από το ανοικτό πουκάμισο , το οποίο σαφώς είναι έξω από το παντελόνι , 4) δικαίωμα καπνίσματος μόνο για τον οδηγό που διαθέτει το ειδικό παράθυρο και βγάζει το τσιγάρο έξω οπότε δεν ενοχλεί τάχα μου κανέναν, 5) παροχή επιλεγμένων cd με όλες τις επιτυχίες που χρειάζεσαι 4 ουίσκι για να εκτιμήσεις και 3 χρυσές καδένες και του λόγου σου - κάθονται και ψάχνουν στα ερτζιανά κάθε λογής σταθμό , 6 )εφημερίδα να τους περιμένει δίπλα στο τιμόνι για όταν βρουν φανάρι κόκκινο , ίσα που αρκεί να διαβάσουν ένα τρίστηλο , 7) ασύρματο δίκτυο και δωρεάν χρόνο ομιλίας γιατί θα τους πάρει κατά τη διάρκεια της βάρδιας κατά αναλογία 3 φορές η γυναίκα, 4 η γκόμενα, 2 ο κουμπάρος, 3 ο κουμπάρος αφού δει τη γυναίκα  και άλλες 2-3 ο κολλητός. Εκείνες τις στιγμές ο κόσμος δυσανασχετεί γιατί φοβάται μην κολλήσει το λεωφορείο με το μπροστινό και γίνουν ένα,οπότε 8 ) ειδικό διαχωριστικό που να απομονώνει τον οδηγό από τους επιβάτες, τις φωνές, τους καυγάδες και τις ερωτήσεις τους (οι ταμπέλες ''ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΣΤΟΝ ΟΔΗΓΟ ΟΤΑΝ ΟΔΗΓΕΙ'' δεν έπιασαν, γιατί μιλούσε και ο οδηγός και τους έδινε θάρρητα).


Αν καταφέρεις λοιπόν να υπερκεράσεις τα παραπάνω εμπόδια σε περιμένει ανταμοιβή, όπως αυτή που περίμενε εμένα όταν τρέχοντας να το προλάβω είδα την Πέγκυ Ζήνα. Και τη Βανδή. Και το Ρέμο, το Μητροπάνο, τα Καλουτάκια. Είναι πλέον μόδα οι ΄΄΄σταρ'' να παίρνουν λεωφορείο. Που καλά καλά δε θυμούνται πως γράφεται, τώρα το παίρνουν δις ημερησίως μετά το γεύμα. Δεν είναι κακό, είναι δημόσιες σχέσεις . Από αυτές που έκαναν τη θειά μου να παίρνει όλες τις ταινίες των εφημερίδων γιατί τις διαφημίζουν ως τα αριστουργήματα (πόσα αριστουργήματα έκαναν πια κι αυτοί οι δόλιοι σκηνοθέτες, δεν τα προλαβαίνουμε), να βλέπει το Νησί και να θέλει να κολυμπήσει μέχρι να φιλήσει τα χώματά του, να ακούει για τις απόλυτες σταρ και να δακρύζει με τα πάθη τους , γιατί και αυτές είναι ψυχές και όσο πιο πλούσιες ψυχές τόσο πιο βασανισμένες, τα είπε και ο Φώσκολος χρόνια πριν, να χορεύει με τους σταρ, να τραγουδάει με τους σταρ, να παίζει τέτρις με τους σταρ και τώρα να μοιράζεται το ίδιο λεωφορείο .


Όπιον λοιπόν σε περιμένει στη στάση, το καταπίνεις αμάσητο και συνεχίζεις τη δουλειά σου
Αλλά όσο όπιο και να πάρεις η απορία μένει : τι δουλειά έχει η Μαρινέλλα να παίρνει λεωφορεία ; Γιατί αν παίρνει είτε θα κάθεται πάνω από το κεφάλι μου σαν όλους τους ηλικιωμένους που αν δεν τρέξουν να πιάσουν κάθισμα σαν Ντέρεκ Τζόνσον κατοστάρι, θα έρθουν να σε καρφώσουν με το βλέμμα τύπου ''Ντροπή σου να με αφήνεις όρθιο, ενώ εγώ πολέμησα με τον εχθρό για σένα, έχτισα την Ακρόπολη και αγόραζα Αρλέτα με το τσουβάλι΄΄  είτε θα πιάσει ένα στασίδι κάνοντας βόλτες το λεκανοπέδιο όσο εμείς μαλλιοτραβιόμαστε για τα υπόλοιπα καθίσματα. Άντε να την αφήσω να κάτσει. Μην τραγουδήσει όμως και μερακλώσει ο οδηγός και έχουμε πάλι τα ίδια. Στάση λοιπόν . Στάση!

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Ξέχνα την επανάσταση

Πάλι εκείνες οι μέρες, οι αργίες οι ευτυχισμένες . Διόλου ευτυχισμένες λόγου χάρη όπως παιδί που του χαρίσαν ένα παιχνίδι ή του ανθρώπου η φωνή που εισακούστηκε, αλλά σαν αφορμή για μια αργία παραπάνω ευτυχίας, σαν αφορμή να πιεις ένα καφέ, για λίγο ύπνο παραπάνω ή σκέτο άραγμα στο πρωινό σαλόνι. Πάλι εκείνες οι ημέρες που ίσως κανέναν να μην αφορούν στο σήμερα, καθένας στη δουλειά του αποσιωπά τις λέξεις , αποσιωπά τις επετείους και τις θυμάται όταν βγαίνουν τα ανήλικα στους δρόμους για παρέλαση, μαζί με φούστες πιο μπλε απ'τη σημαία και παντελόνια λίγο πιο επίσημα από τζιν. Και τα κοιτάμε αυτά τα πλάσματα να προχωρούν τα μέτρα τα 100 τα 200 με τα χέρια τα τεντωμένα και το βήμα το σταθερό - που ποτέ δεν είναι-  και το βλέμμα το αφοσιωμένο - που ποτέ δεν θα΄ναι- και χαμογελάμε γιατί μας θυμίζουν εμάς ή ψάχνουμε αφορμές να υποτιμήσουμε τους νέους με φράσεις όπως θα θέλαμε να μην είχαν πει για εμάς στην εποχή μας. ''Εγώ τότε δεν τολμούσα να...ήταν πιο αυστηρά τότε τα πράγματα, όχι όπως τώρα που...'' Που; Άντε να βρεις τη συνέχεια και τόλμα να την πεις πιο δυνατά να σε ακούσουν. 


Περνούν οι καιροί συννεφιασμένοι , αλλά ποιος ανατρέχει πια στο παρελθόν να μιμηθεί ή να αποφύγει όταν μπερδεύουμε κατακτητές με ντόπιους ευεργέτες, όταν όλοι πιο ύποπτοι μαραίνονται στου χρόνου τη στροφή. Για τα παιδιά είναι πιο εύκολα τα πράγματα, δε ρώτησε κανείς γιατί δεν κράτησε πιο πάνω ο πόλεμος , μέχρι τη στάλα αίμα να στραγγίξει του φαντάρου.. Αντίθετα ακούς τα στόματα να λένε ''μα καλά κύριε, πώς έκαναν τον πόλεμο, λύση δεν μπόρεσαν άλλη να βρουν; ''Τι να απαντήσεις , όταν όλα είναι τόσο ξεχασμένα σήμερα που οι πίστες παιχνιδιού ηλεκτρονικού πιο ενδιαφέρον έχουν από τις μάχες τις επίκαιρες. Στις μάχες του σχολείου οι ήρωες πεθαίνουν μια κι έξω , ενώ σε κάθε ένα παιχνίδι ο ήρωας ζωντανεύει για την επόμενη φορά που θα θελήσεις, εκεί κρύβεται σαφώς το ενδιαφέρον, στον ήρωα που μένει στο παιχνίδι με το έτσι θέλω, επειδή τον έφτιαξαν για να περνάει πίστες.

Δε ζήσαμε ποτέ μας ένα πόλεμο από αυτούς με τα κανόνια που σε διαμελίζουν ή με τα όπλα που επιμένουν να σου καίνε το χέρι, αλλά δεν είναι και το θέμα μας αυτό. Ζει ο καθένας από εμάς τις μάχες μέσα του, αμείλικτα κοιτώντας τη ζωή του να αλλάζει χέρια και εδάφη και εκεί τα χάνουμε τα κεκτημένα , εκεί χαμένοι από χέρι όλοι στεκόμαστε. Σίγουρος ποιος είναι για το μέσα εχθρό του; Με μια αμφιβολία τον κοιτάζουμε τη νύχτα αναπολώντας τις άσκοπες κουβέντες που ανταλλάξαμε στις στάσεις λεωφορείων, με ένα ποτό στο χέρι, χαζεύοντας την άβουλη τηλεόραση και καίγοντας ενθύμια εγκεφάλου. Όταν θυμόμαστε πώς κάπου μέσα κρύβεται ο αληθινός ο κόσμος, τότε αλλάζουμε το θέμα. Αν δεν τον δούμε όμως κατάματα , ποτέ μας δε θα αλλάξουμε το τώρα. 
Οι παρελάσεις δε μας έμαθαν ποτέ την ιστορία, ενώ μια βόλτα μας για ψώνια πάντα σωτήρια θα μοιάζει. Μιλάμε λοιπόν, οι εορτές θα γίνονται μονότονη ανάπαυλα των μαθημάτων , τα Όχι, τα Αέρα,  τα Εδώ Πολυτεχνείο, γίνονται ψίθυροι δίπλα στις φωνές των αγορών,των μηχανών, των αναγκών, των αλλαγών. Καμιά φορά δεν απογοητεύομαι απλώς , πληγώνομαι. Όπως όταν νιώθεις μόνος , να φωνάζεις και να βάζουν μουσική να καλύπτει τις κραυγές σου. Και τότε χορεύεις, να βρεις τα λόγια σου σε βήματα.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Τα τόξα τα ουράνια

Βροχή αυτές τις μέρες είδαμε 
και απορήσαμε
στην πόση υγρασία αντέχει το κορμί ακόμα
λίγο προτού βλαστήσει
αν βρεθεί καθόλου σπόρος μέσα μας αντάξιος .
Δρόμοι που έγιναν ποτάμια 
και βάρκες που έφτασαν στα σκαλιά του σπιτιού 
να μας πάρουν μαζί τους 
στο κάπου 
- που το κάπου το λες και πουθενά- 
κι εμείς γυρεύοντας το κουπί 
κρυμμένο μεταξύ ανελκυστήρα και ισόβιων δεσμών...
Εσύ σβήνεις τα μηχανήματα , 
τα ραδιόφωνα και τους απορροφητήρες και η βροχή κτυπάει τζάμια
στέγες και υδροροές
γλιστράει από τη χαραμάδα της εισόδου και σε αγγίζει 
από τα δάκτυλα των γυμνών ποδιών σου
μέχρι την ξερή κοιλάδα του λαιμού σου.
Απορροφά.
Πλημμυρίζει.Αρχίζει και τελειώνει. 
Και ύστερα στεγνώνει. 
Τη βροχή
τη ρούφηξε η τσιμεντένια γη 
και βγήκαν τα σαλιγκάρια να πιουν ότι περίσσεψε...
ότι δεν ήπιαμε εμείς κι ότι δεν μας ξεδίψασε.
Τρέχεις στο μπαλκόνι με την ελπίδα να είναι εκεί. 
Κοιτάς και το βρίσκεις .
Εκεί. Πέρα από τη θλίψη που κουβαλάς 
το χρόνο που δεν σου αρκεί
τα πρόσωπα που λαχταράς 
και όσα δεν τολμάς να αγγίξεις. 
Ένα τόξο ουράνιο 
να το πιάσεις ,να το δεις, να το εκτοξεύεις
και να το φας 
να πλημμυρίσει και το μέσα σου από χρώμα
να βρέχει και να λάμπεις.



από το μπαλκόνι όλα τα ουράνια τόξα που φωτογράφησα ( ικανά να μοιραστούν λίγο απ'το χρώμα τους )

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ζόρικα τα πράγματα

''Ξέρεις τι έχεις, ξέρεις τι χρειάζεσαι, ξέρεις τι δε χρειάζεσαι. Αυτό λέγεται έλεγχος απογραφής''.
Ποιος ξέρει αλήθεια τι θέλει και τι χρειάζεται ; Ή ποιος έχει το κουράγιο να δει τι δε χρειάζεται, τι είναι άχρηστο και πρέπει να το αποβάλλει; 
Μιλώ με ανθρώπους, με φίλους και κομμάτια της ζωής μου , ακόμα και με μένα και βλέπω σύγχηση, να επιδιώκεις μιαν αλήθεια όταν αυτή είναι παγιδευμένη ή όταν δεν ξέρεις αν υπάρχει καν αλήθεια.

Άνθρωποι που είναι μαζί , ενώ δε θα'πρεπε. ενώ ο ένας βαριέται τον άλλον, βουτηγμένοι σε μια σύμβαση, σε μια συνύπαρξη, σε ένα γάμο ή σε μία κόλαση. Γιατί η δυστυχία που μοιράζονται να είναι μεγαλύτερη από το όνειρο που κάποτε είδαν για το μαζί τους ; Και κυρίως γιατί να είναι πιο ισχυρή στο να τους δένει αυτή η δυστυχία ...Δεν αρκεί μια λογική να τα χωρέσει όλα, ο καθένας μας απαντά με τα δικά του πρέπει τα μισόλογα και τα μισοφωτισμένα του θέλω. Αλλά στα μάτια τους βλέπεις μια θλίψη να στάζει, να γλιστρά κάτω από τα πόδια τους και εσύ να σκέφτεσαι πώς όπου να'ναι σ'αυτή τη θλίψη θα γλιστρήσουν και θα πέσουν και ας είσαι τουλάχιστον κάπου εκεί κοντά να τους σηκώσεις, βουβά , χωρίς να πεις τίποτα παραπάνω ... με ένα βλέμμα ανέκφραστο. 

Και είναι και οι άνθρωποι που θέλουν να είναι μαζί και δεν τους το επιτρέπουν , δεν έχουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Μου προξενεί εντύπωση μεγάλη πόσο εγκλωβισμένοι είναι οι γύρω μου και πόσο κι εγώ χάνω τα λόγια και τους τρόπους μπροστά στον έρωτα, λες και είναι κάτι μοναχικό που δε μαθαίνεται εύκολα το πώς θα το μοιραστείς . 
Ο έρωτας του ενός δεν είναι μόνο έρωτας, είναι θηλιά που κάθε μέρα σε σφίγγει γύρω από το λαιμό και όσο κι αν συνηθίζεις λίγο λίγο αυτό το σφίξιμο, δεν παύεις να σκέφτεσαι πως με μια κάποια αφορμή δε θα βρεθεί το παραπάνω περιθώριο να σφίξει. Όταν όμως πνιγείς δε θα πνιγείς ερωτευμένος αλλά μόνος. Όλα μόνοι μας τα ζούμε και τα βιώνουμε, αυτό ποιος θα βρεθεί να το αμφισβητήσει ; Ποιος είναι όμως αυτός που δε ζητά τη συντροφιά των φίλων του να το κοινοποιήσει. Γεμίζουμε ψέματα το χρόνο μας, το βλέπεις παντού και αυτό από μόνο του βαραίνει την ατμόσφαιρα. Και η αλήθεια; Είναι πάντοτε εκεί τριγύρω καταχωνιασμένη; ''Κανείς δεν ξεχνάει την αλήθεια , απλώς γινόμαστε καλύτεροι ψεύτες.'' 
Με τόσα που έχω στο κεφάλι η βροχή μοιάζει να ξέφυγε από μέσα μου προς τα έξω και να έπεσε ασταμάτητα στο παρόν μου, στο τώρα που ήταν ήδη τόσο υγρό και μουδιασμένο. Και πολεμούν οι άνθρωποι να αποδείξουν ότι είναι άνθρωποι, πώς το καλό τους το γνωρίζουν πρώτα οι ίδιοι, το γιατί και το πώς. Κανείς. Κανείς μας δεν ξέρει τίποτα . Όλα είναι τόσο άγνωστα σαν να υπήρχαν από πάντα οι γρίφοι , λες και τα ζωντανά μας ένστικτά δε συνάντησαν ποτές τη λογική μας . 
Τα ζώα ήταν και είναι πάντα πιο ευτυχισμένα από εμάς. Όχι γιατί στερούνται λογικής , απλώς γιατί αυτή τη γλώσσα που μιλούν δεν την καταλαβαίνουμε και δε στερούμαστε έτσι δικαιολογιών. Ενώ με τους ανθρώπους η γλώσσα δεν έφερε δυστυχώς την κατανόηση. Η κατανόηση δε θα έρθει ποτέ, είμαστε τόσο ανήμποροι. Τόσο ανήμποροι. 

(ο γάτος λέγεται Ζορό και είναι ακριβώς αυτό το ζόρι του που βλέπουμε παντού και όχι σε εκείνον. Εκείνος κοιμάται όταν όλοι οι υπόλοιποι ξυπνάμε. Ή το αντίθετο , εκείνος είναι ξύπνιος όταν όλοι μας κοιμόμαστε. )

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

σαν polaroid πουθενά

Σαν τις παλιές φωτογραφίες τίποτα πιο σημαντικό δε βρίσκεις κάτω από τη σκόνη σου. Από αυτή που αλείφει στρώματα αμέτρητα τα ράφια του σαλονιού και σε εμποδίζει να θυμηθείς το χρώμα τους.
Περνάς το δάκτυλο από την άμμο στο σαλόνι που βρέθηκε και σκάβεις τις δικές σου όψεις παρελθόντος. Έπιασα πολλές φορές τις στοίβες με τις εικόνες που τυπώθηκαν και τις αμέτρητες που ηλεκτρονικά κοιμούνται σε νάρκη άνευ εποχών και με τις μάζες τους απόρησα. Στις πόσες λήψεις θα χορτάσει ο καθένας μας την όψη του, στις πόσες του εικόνες θα το δει να λιώνει το προσωπείο του ; 
Έχω στο νου μου παιδικές φωτογραφίες από αγρούς με παπαρούνες κατακόκκινες και παραλίες που στο καθαρό τους ντρέπεσαι να βουτήξεις και φοβάμαι να παραδεχτώ ότι αυτή η αυθόρμητη ζωή μας πέρασε. Και πως περάσαμε στην ξιπασμένα τη στημένη,δεν κατάλαβα. Όλες θα είναι αντιγραφές η μία της άλλης σου εικόνας.Όλες θα είναι με κεριά, με χέρια που ακουμπούν δήθεν τυχαία το πρόσωπο και καμιά να σε δείχνει να τρέχεις προς τη θάλασσα ή να αγκαλιάζεις τον πρώτο φίλο που έκανες ποτέ ή να σβήνεις κεριά γενέθλια. Όλα μαζί μας σοβαρεύουν και τα πόδια βαραίνουν στο έδαφος και τώρα δεν πετάνε ψηλά τα μυαλά αλλά κοιμούνται . Όσα καταργήσαμε λόγω ενήλικου μας τρόπου, είναι όσα μπορούμε ηδονικά και μυστικά να αναζητούμε . Αλλά κι αυτό δε θα το κάνουμε χωρίς ανάλογες μας τύψεις. 


Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Τα χρόνια τα πολλά

Τα χρόνια τα πολλά τα μοιραζόμαστε
και μέσα τους πληγώνουμε τους φόβους μας...
μόνος δεν μένει όποιος τολμά το μαζί 
στον έρωτα, στη φιλία, στη δημιουργία... το μαζί μας κυβερνά
και το μαζί είναι βαλμένο να μας καθορίζει .
Θυμάμαι γενέθλια φίλων που τα γιόρτασα πιο δυνατά κι απ'τα δικά μου
και γιορτές ονομάτων 
που στα χείλη μου είχαν μεγαλύτερη ηχώ κι απ'το όνομα που με βάπτισαν.
Ίσως γιατί κι από αυτούς τους φίλους γιόρτασα το μέρος της ζωής μου που τους αναλογεί 
και τα όσα μοιραστήκαμε και θέλω να γλυκάνω για να γίνουν περισσότερα.
Όσες ευχές κι αν κάνεις βέβαια έχουν ζωή αυτά τα πρόσωπα 
που διασταυρώνεται με τη δική σου κάποτε 
για κάμποσο και ίσως. 
Δεν ξέρει κανείς το μετά , το πόσο θα κρατήσει η επαφή
το πόσα ακόμα γενέθλια θα μοιραστείτε και πόσες επετείους.
Αλλά τολμάτε να ονειρεύεστε και να ανταλλάσσετε ευχές. 
Εκεί θα βάλεις σε ένα δώρο λίγο από το ευχαριστώ και λίγο από το χαίρομαι που είσαι στη ζωή μου.
Και θα είναι πολλά τα χρόνια που θα έχεις την ίδια χαρά για τη μέρα που θα σου θυμίζει πια γενέθλια. Αυτή η 2η Νοέμβρη, η 25η Απρίλη, η 24η Ιούνη ,η 17η Ιούλη, η 20 Μάρτη... μαζεύονται στην καρδιά σου ημερολόγιο και το ξεφυλλίζεις με ένα πελώριο χαμόγελο. Τώρα κι αυτή η 3η του Οκτώβρη, είναι πια και δική σου.Χρόνια πολλά λοιπόν.

Τίποτα δεν αργεί

Είναι ο κόσμος τόσο αλήτης τελικά. 
Πρώτα οι μαύρες μέρες , οι σκιές , η αντίσταση. 
Τα βέλη των συντρόφων που πέφτουν στο κενό.
Από καιρό φτιαγμένες οι χαρές περιμένουν τη σειρά τους ...
και μια μέρα ξαφνικά αρχίζουν να έρχονται.
Μου λείπουν τα λόγια και η σιγουριά μου για το τώρα, 
αλλά και πάλι το αύριο έχει μια γλύκα να το περιμένεις να ξυπνήσει 
και να τρέξεις να το δεις να συμβαίνει.
Έχω μια σιγουριά μέσα μου πώς δε θα αργήσει να γίνει το όνειρο αληθινό
ίσως γιατί δεν έμεινε στα λόγια, δεν έμεινε όνειρο.
Οι λέξεις πολλαπλασιάζονται και γεμίζουν σελίδες
εσύ παλεύεις να μοιραστείς και οι σκιές φεύγουν. 


Soft Cat - It Won't Be Long from Friends Records on Vimeo.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ο Θερμοσίφωνας

Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
κρύο νερό για να δροσίζεις όπως λες τις δυσκολίες 
και να πετάς στο πρόσωπο σου το πρωί
-το μάτι για να ανοίξει θέλει κάτι πιο πάνω από συνήθεια 
θέλει το ξύπνημα να συνοδεύει πλύση .
Γεμίζεις την ψυχή σου με νερό,
όπως το έφερε μπροστά σου η παροχή,
πρόσωπα γέλασαν κι εσύ απ'τη δροσιά τους πήρες
την έκανες σταγόνες και την ήπιες
κι όπως κατέβαινε στα σπλάχνα σου ανίκητη η δίψα που κορέστηκε .
Για λίγο κι άρχισε ξανά να σε πονάει.
Γεμίζεις την ψυχή σου με βροχή
μπότες που φτάναν μέχρι ψηλά στο πόδι
παιδί μέσα στις λάσπες τσαλαβούταγες και το νερό το έπινες 
κι ας ήταν λασπωμένο
ή με νερό μ'αυτές τις διάφανες φούσκαλες όπως σε έλουζαν
παιδί σε μια μπανιέρα που το νερό κατέβαινε στα μάτια σου 
και γέλαγες 
κι έκανες γκριμάτσες 
το σαμπουάν σου καταπίνοντας 
κι αφήνοντας μια μέρα παιδική απ'τον φωταγωγό να σου ξεφύγει.
Μάζευες νερό από το χιόνι 
άσπρο σου πάπλωμα στην πόλη που κάποτε περπάτησες 
και δεν λυπήθηκες τα βήματά σου που τη λευκότητά του μαύρισαν.
Τόσο νερό που μέσα θρόνιασε και σου γυρεύει αγωγούς να πλημμυρίσει.
Κι αυτή θερμαίνεται
μια καρδιά του θερμοσίφωνα γεννήτρια
- ο κόσμος μέσα βράζει και στάζει όπως περίμενες να κάνει. 
Άνοιξε εντός μία ζεστή ανατολή που όλα τα καίει
κι ό,τι δεν καίει είναι γιατί καιρό καμένο ήταν
και τώρα μόνο βρέχεται.
Θερμός καρπός ο εαυτός που ένα δέρμα ξεφλουδίζει.


Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

''Kαι σε κάνει να θέλεις να κλάψεις...''

Λύτρωσε με... αυτό φωνάζει η ψυχή σου όταν βαραίνει από σκέψεις τα μεσάνυχτα. 
Απάλλαξε με όταν δεν γίνεται να βρω μόνος τη λύση ή όταν έχω μια ψευδαίσθηση ότι την έχω κρατημένη αυτή τη λύση. Είναι μια σιγουριά αυτή η λύτρωση, όπως με λύτρα θα αντάλλασσες ένα σου όμηρο, είτε για όνειρο που σου άρπαξαν από την αγκαλιά , είτε για πρόσωπο αγαπημένο που δεν χόρτασες να το κοιτάς. Μια σιγουριά που μέσα της αντέχει όλη σου τη θλίψη.
Οι μέρες είναι και νύχτες παράλληλα - πώς εξηγείς το μαύρο σου το χρώμα αν από τα ανοιχτά παράθυρα μπαίνει το φως και όλα σου τα εξουδετερώνει ; - κι έτσι το δέχεσαι γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να υποκρίνεσαι ή να εξηγείς σε φίλους πως είσαι καλά κι ακόμα πιο καλά απ΄ότι εκείνοι βλέπουν σε σένα. 
Κανένας άνθρωπος δεν είναι από πέτρα, μην πέφτεις στην παγίδα των ανθρώπων που δεν δείχνουν εύκολα το μέσα πόνο τους, έχουν τα δάκρυα φυλαγμένα κάπου που δεν μπορείς να δεις κι έχει υγρασία τόση που δεν θα άντεχες να βρίσκεσαι. Να θέλεις να κλάψεις δεν είναι υπόθεση απλή, ούτε σε λίγα σου λεπτά να την χωρέσεις θα μπορέσεις. Είναι του είναι σου ανοιχτός λογαριασμός και έρχεται όταν θελήσει να σε βρει απροετοίμαστο.
Σε μια εικόνα όπως περπατάς και στέκεσαι δυο και τρεις φορές να την κοιτάξεις. Σε ένα τραγούδι που αγγίζει αυτό που δεν περίμενες να νιώσεις . Και μια ταινία που με καρέ θα σε τυλίξει ανεμοστρόβιλος.
Έτσι που βλέποντας τις τύχες των ηρώων, το ξεπερνάς το παραμύθι και αφήνεσαι, ανοίγει ο πόνος σαν  το φρούτο που ωρίμασε και να φας από τη γεύση του περιμένει. Και ξεκινάς όταν ένας λυγμός σου ανεβαίνει προς τα πάνω να κραδαίνεις το κεφάλι σου και να μπορείς να ευχαριστιέσαι που σε λύτρωσε αυτή η ανυπομονησία σου να κλάψεις . 


Εύκολο τίποτα. Αλλά ευλογημένο το τώρα που το βρέχεις.




* O τίτλος της ανάρτησης είναι από το σενάριο της ταινίας  L'ARBRE ET LA FORET (Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλων) που τόσο αναπάντεχα εκπλήρωσε το στόχο της , ενώ ακολούθησε η ταινία ΒLESSED (Aττικόν) και η συγκίνηση έγινε διπλή.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Χωρίς αφορμή

Το χωρίς αφορμή το φοβάμαι περισσότερο κι από τις αιτίες. 
Όταν ξυπνάς κι από το κρεβάτι δεν υπάρχει κάτι να σε δένει κι όμως βαρύ να νιώθεις το σώμα σου.
Ακατάπαυστες σιωπές που απορροφούν οι τοίχοι έτσι για ξημέρωμα δικό σου. 
Κι όνειρα που σκέπασες μαζί με τα βλέφαρα που τώρα πια δε σου ανήκουν, άνοιξαν και δεν τα ορίζεις πια, μόνο ανοιγοκλείνουν δίχως να σε ρωτήσουν.
Ένας καφές είναι σαν χρώμα που θα κατάπινες να πάρεις τη ζωντάνια του, αλλά κι αυτός είναι αδιάφορος.
Και να περνούν οι ώρες να σε βλέπουν κι εσύ να μην τις υποδέχεσαι 
να τις σκορπάς και να τις ζορίζεις 
να τις κοιτάς με μια θλίψη που ανεξήγητα σε κυβερνά.
Σήμερα σηκώθηκα και ήταν λες και ήρθα πρώτη φορά στο σώμα μου
άγνωστος και ημιτελής. 
Κοντεύει η ώρα που θα ξαπλώσω πάλι και τρομάζω με τη σκέψη πώς θα στριφογυρίζω για ώρα. Καληνύχτα και για σένα όποιος κι αν είσαι λόγος που στη σκέψη μου τρύπωσες και με παγίδευσες

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίστροφη Πρό(σ)κληση

Καμιά φορά χρειάζεται ένα παιχνίδι για να ανατρέξεις στους λόγους που σε κάνουν αυτό που είσαι, στα πρόσωπα που σε στηρίζουν ή σε αυτά που σε βλάπτουν, στα χρόνια που περνούν και σε αυτά που έρχονται, σε στιγμές, λόγια, εικόνες και λάθη και μέσα τους να ταξιδέψεις και να επιτρέψεις να σε καθορίσουν και να σου δείξουν τη συνέχεια.
Πίστευα ότι μια τέτοια λίστα , δεν είναι αρκετή να δείξει έστω και ένα μέρος από τους τόπους που το μυαλό μου τρέχει , κάθε που νιώθει μοναξιά, άγχος, πίεση ή τρέλα. (Είναι η πίστη μου λοιπόν τόσο μεγάλη που αδυνατώ να αντισταθώ στο πείραμα που ξεκίνησε ηλεκτρονικά και που η σκυτάλη του έφτασε σε μένα.)
Αν αγαπώ είναι γιατί έτσι με έμαθε ο κόσμος μου κι ότι χωρά στο πέρασμα του . Κι ότι αγαπώ με αγαπά κι εκείνο και γι'αυτό δε με έσπρωξε ποτέ να το αφήσω πίσω μου. 

Αγαπώ :
-να έχω πρόσωπα παιδικά μπροστά μου και να ζούμε το παρόν με τη σκέψη ότι κάποτε το παρελθόν θα μας ενώνει
-να έχω λόγια να μοιράζομαι όταν με θέλουν δίπλα τους οι φίλοι κι όταν τους θέλω να το ξέρουν με τη σιωπή μου
-να είναι η γραφή το κέντρο μου και η αφορμή μου, η θέληση και η ματαίωσή μου, που από παιδί ήξερα πόσο θέλω να γράφω 
-να είναι η μουσική ο ρυθμός που γράφτηκε για μένα και το τραγούδι οι λέξεις που δεν πρόλαβα να πω
-να τραβώ φωτογραφίες με όσα είδα, ένιωσα, τόλμησα και μοιράστηκα
-να είναι οι περίπατοι σε κάποιους δρόμους της πόλης αρκετοί να μου θυμίσουν τον εαυτό μου
-να μαγειρεύω και να καλώ φίλους στο σπίτι, να τρώμε, να γελάμε και να σχεδιάζουμε τα γέλια μας τα επόμενα
-να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε γυμνοί και τα σεντόνια να μας δένουν μαζί και μαζί με τα τσαλακωμένα υφάσματα να βλέπουμε τσαλακωμένα από τον ύπνο χαμόγελα που φτάνουν απ'άκρη σ'άκρη
-να κλείνω τα μάτια , να ονειρεύομαι κι όταν τα μάτια μου ανοίγω το όνειρο να είναι ακόμα εκεί

-να βλέπω τα πρόσωπα δικών μου ανθρώπων, φίλων, συγγενών και αγαπημένων και να σκέφτομαι πόσο πολύ τους αγαπώ. Τα πρόσωπα είναι, τα πρόσωπα η λίστα μας παντού και πάντα. Και οι αριθμοί δε λένε τίποτα όσο εκείνα είναι παρόντα και μοιράζονται το 1 μας, το ένα και μοναδικό δικό μας πρόσωπο.


Ευχαριστώ τους δύο φίλους που μου έδωσαν τη σκυτάλη λοιπόν και άνοιξα τη δική μου λίστα μπροστά τους. Basili και Οδοιπόρε ορίστε η απάντησή μου.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Χάθηκα στην Πρόβα

Τα λες ξανά, πολλές φορές τα ίδια λόγια, της καλημέρας και της νύχτας τις ευχές, τα απλά ''πώς είσαι'' και τα πιο δύσκολα γιατί. Και διορθώνεις με το πιο αλάθητό σου βλέμμα. Εδώ μας ξέφυγε ένα κόμμα, μία απόστροφος δεν κάνει τη διαφορά κάνει όμως τη λέξη μια αγκαλιά με την επόμενη. 
Βγάζεις το έτσι και βάζεις το αλλιώς. Οι πρόβες το έχουν αυτό, να αντιμάχεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό και το παλιό σου ώρα να το αλλάξεις να σου φωνάζει. Κάπου εκεί χάθηκα κι εγώ και συνεχίζω να χάνομαι, στα λόγια που πρέπει να διορθώνω και στους ανθρώπους που τα τραγουδούν , στο φίλο μου που τα παίζει στο πιάνο κι εγώ σκύβω δίπλα του και χαμογελάω σαν παιδί που κρατά το πιο πολύτιμο και το πιο ανόθευτο παιχνίδι του. Θα περάσουν οι μέρες και ό,τι γεννήθηκε από μέσα μας θα ταξιδέψει ανάμεσα σε μας και τους γύρω. Αλλά έχουμε το χρόνο να το ζήσουμε κι αυτό.


Τα γράφω και πάλι και τα σκορπάω. Να γινόμουν λέξεις αμέτρητες , μόνο τότε θα μπορούσα να μεταφράσω τον κόσμο που κατοικεί στο μυαλό μου. Μαζί με πρόβες, έρχονται και τα παιδιά κι ένα θρανίο να με φωνάζει να επιστρέψω γρήγορα δίπλα του. Λίγες ημέρες ακόμα πριν τον αγιασμό και τα παιδικά και αυστηρά τα μάτια που θα κοιτάξω και τις βουτιές μέσα τους δε θα γλυτώσω -  γιατί δε θέλω να το χάσω αυτό το ταξίδι. Δάσκαλος δεν είναι όταν ζεις το καλοκαίρι, μα όταν έχεις μέσα στο μυαλό τις παιδικές φωνές να σου μιλούν ακόμα κι όταν Ιούλη μήνα πάνω στην άμμο ξαπλώνεις και τραντάζεσαι με γέλια. ΄Ξέρουμε τα πάντα κι όμως τίποτα δεν ξέρουμε. Ότι κι αν ο καθένας καταφέρνει , έχει το άγχος και το τρακ μέσα στο στομάχι να μην του επιτρέπει να χαρεί τον ύπνο του, με την επόμενη του μέρα να τα βάζει και τις τόσες υποχρεώσεις. Αλλά είναι το άγχος ζωντανός μας σύμμαχος εντέλει, μια αφορμή να διορθώσουμε και το μυαλό μας να το βάλουμε να τρέξει κατοστάρια. Να γίνω θέλω , να διορθώσω τα λόγια κι εμένα να με φτάσω ένα βήμα παραπάνω, παρακάτω. Έρχεται και μας βρίσκει το μετά. Κι εγώ έτσι το υποδέχομαι. Κι ας χάθηκα. Έχει μια γλύκα αμέτρητη για όλα τα δάκτυλα όταν στο βάζο τα βουτάς.


Υ.Γ.Αν ήξερα οι δικοί μου δάσκαλοι με τόσο τρακ πως ξεκινούσαν τη χρονιά τους , θα τους άνοιγα ακόμα μεγαλύτερη αγκαλιά. Τους στέλνω αναδρομικά όσες μπορώ. Μόνο με αυτές πάμε μπροστά. 


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Αόριστες λέξεις : κάποτε

Κλείνεις τα μάτια κι επιλέγεις τι θα θυμηθείς,έχεις το χάρισμα τη μνήμη σου να την εξουσιάζεις όπως και τα πρόσωπα που μέσα της κατοικούν.Μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις , να αλλοτριώσεις ή να βελτιώσεις , όλα είναι πιθανά κι όλα εξαρτώνται από τη δύναμη που κρύβει το μυαλό σου. 
Προσωπικά δεν φημιζόμουν ποτέ για το μνημονικό μου, μάλλον δυσφήμηση θα έλεγε κανείς πως είναι για μένα, αυτό που για άλλους αποτελεί μεγάλο χάρισμα. Λίγα ονόματα, λίγες κουβέντες και ακόμα λιγότεροι τίτλοι κατοικούν μέσα στα λίγα περιθώρια .
Οι τίτλοι είναι πάντα τελεσίγραφα που αρνιέμαι να δεχτώ την ύπαρξή τους. Μου αρέσουν τα λόγια τα πολλά, τα φλύαρα και τα παραπανίσια . Γιατί εκεί πολλές φορές προδίδεσαι, ξεχνάς τι θες να κρύψεις και όλα τα μαρτυράς. Κανένα πρόβλημα λοιπόν σε τούτο το μαρτύριο. Κι αν μαρτυρήσεις παραπάνω, πού είναι αλήθεια το κακό, αφού στο τέλος όλα βγαίνουν ζωντανά στο φως κι αλώβητα όσο κι αν προτιμούσες να τα κρύψεις 
στα σεντούκια του έγχρωμου σου παρελθόντος
Εκεί στο αχανές που όλα αναμειγνύονται, ξεχνάς, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι ήθελες να πεις , από ποιον να ζητήσεις ευθύνες και για ποιο λόγο.Λες ένα ''περασμένα ξεχασμένα'' κι όλα βαίνουν καλώς ή σου μιλάνε για σταφύλια που τώρα ξίνισαν και ποιος ο λόγος να ζητάς να τα γευτείς. Στο κάποτε λοιπόν  δεν έχεις πολλές ελπίδες να δικαιωθείς .
Άρα ξεχνάς και τη δικαίωση , όσο κι αυτή σε ξέχασε. Έχεις μονάχα ένα υπέρ σου επιχείρημα, αυτό που όλοι λίγο πολύ το μνημονεύουμε όταν περάσει ο καιρός των διακοπών ή μιας γιορτής που κράτησες ενθύμια. Φωτογραφίες όλοι μας κρατάμε λες και το παρόν μόνο σε φιλμ είναι υπαρκτό κι αποδείξιμο για όταν πια πεθάνει.
Κάποτε λοιπόν πέρασα από μέρη που μου γέννησαν τη σκέψη να τα φυλακίσω και το έκανα. Ένας αναμμένος φανοστάτης, που καίει το καντήλι της νύχτας μέχρι αυτό να γίνει παρανάλωμα, ένας σωρός από πέτρες τσαλακωμένες η μία πάνω στην άλλη να αναρωτιούνται τι να'ναι δυνατό να τις λυγίσει και συντροφιά δύο βάρκες ή μια να προστατεύει την άλλη λες και κρατιούνται από το χέρι με ένα κουπί να της μαλώνει. 
Αυτά τα κάποτε με λιώνουν κι όπως γερνάει ο καιρός κι εγώ μαζί τους λιώνω , δεν αναρωτιέμαι το πότε, αλλά τη γλύκα θυμάμαι διακοπών που πέρασαν.Εκεί που μπαίνει το φθινόπωρο -  που μόνο ετικέτα το ορίζει ως τέτοιο - θα είναι αυτή η γλύκα που θα αναδύεται όποτε τις φωτογραφίες μοιραζόμαστε με άλλα αχόρταγα μάτια και γελάμε, που δεν θυμόμαστε πολλά αλλά γελάμε. 


Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Πάντα το χάρτινο

Αρχίζει. Σταματώ.
Ξεροκαταπίνω. Υγραίνω τα χείλη με τη γλώσσα.
Ξεροκαταπίνω και πάλι. Το χέρι δε φτάνει μέχρι την πλάτη και τρίβω στην καρέκλα την αιτία.
Συνεχίζει. Σταματώ.
Κοιτάζω τα γύρω μπαλκόνια. Σκοτάδι.
Αρχίζει. Σταματώ.
Αδειάζω το ποτήρι. Το ένα μετά το άλλο.
Δεν έχω άλλα να πω. Σταματώ.
Αρχίζει. Είσαι εδώ; Δεν είσαι.
Αρχίζει. Τινάζω το κεφάλι, στα αυτιά μου ένα βουητό από καλοκαιρινούς αιμοδιψείς.
Σκέφτομαι . Οι γλάστρες μου μετά βίας ζουν. Αρχίζει. Πότισμα και χώμα δεν αρκεί.
Σιωπώ. Πού να μιλήσω; Αρχίζει. Φυσάει σήμερα. Ευτυχώς . Δε θα ήξερα από πού να αρχίσω. Ή πού να σταματήσω.
Σταματώ για λίγο. Το λίγο δεν μου αρκεί ποτέ.
Eίναι εδώ. Καίει αυτό το φεγγάρι που ποτέ δεν κατόρθωσα να δω από κοντά. 
Αφήνω. Ξεκινώ. 
Λυπάμαι για τις στιγμές και τις παρεξηγήσεις.
Για τους φίλους και τα λόγια που δε λέμε. 
Αρχίζει. Σταματώ. Το κοιτάζω. Με απορροφά και οι τρόποι του μουδιάζουν τη σάρκα μου. 
Υπνωτίζομαι. Αρχίζει.Ανεβαίνει στον ουρανό και κατεβαίνει στα πόδια μου η σκάλα του .
Σκέφτομαι. Λίγο.Θέλω περισσότερο.Ο χρόνος μου ζητά να σκεφτώ περισσότερο. Τι ξέρει εκείνος;
Ξέρει. Αρχίζει. Υπομένω. Θέλω να κλάψω, να αδειάσω ένα σακί από τα αλμυρά μου δώρα. 
Αναμνήσεις. Αρχίζει. Αλλού ήταν το τότε που περίμενα κι αλλού το τώρα που με περίμενε εκείνο. 
Σταματώ. Το κίτρινο με δαγκώνει .Αρχίζει. Τ ο κίτρινο με παλιώνει άλλη μια πανσέληνο.
Να λέω τα ίδια που φοβόσουν ή τα νέα που φοβόμουν εγώ. Αρχίζει αυτό , εγώ τελειώνω. Καληνύχτα.