Προτού καλά τα μάτια σου τα πλύνεις , να συνηθίσεις τη γέννα τη σημερινή της μέρας, έχεις τη διάθεση να πέσεις πάλι στο κρεβάτι... έχεις κάθε δικαίωμα, πάλι έμεινες ξύπνιος μέχρι που ξημέρωσε λίγο διαβάζοντας , λίγο γράφοντας , λίγο βλέποντας μια ταινία...όλα από λίγο γιατί σε κάνει να βαριέσαι και η ζέστη όταν σκαρφαλώνει στο ρετιρέ σου.
Θα είχες όρεξη λοιπόν να μείνεις στο κρεβάτι, αν δεν ήταν αυτές οι φωνές να τρυπώνουν από την μπαλκονόπορτα, γείτονες να μαλώνουν και οι φωνές τους να νομίζεις απευθύνονται σε εσένα - μα τι έκανες; συγγνώμη να ζητήσεις, να λήξει το θέμα, να πέσουμε για ύπνο πάλι - και τόσο φυσικά να φτιάχνουν ένα διάλογο πρωινό που τον ακούς συχνά πυκνά. Αφού λοιπόν η ανάγκη σε πετά και δε θες σκέψεις πολλές να κάνεις, θα βγεις στο μπαλκόνι να πάρεις πρωινό (που τέτοια ώρα δεν το λένε πρωινό όπου κι αν κοίταξες) .
Πρωινό με μολύβι και χαρτί, ακουστικά στα αυτιά σου, τα τηλέφωνα στην αθόρυβη τους λειτουργία (όχι πως θα έπαιρνε κανείς, αλλά είναι ωραίο να παίζεις με τις ψευδαισθήσεις σου όταν μόλις έχεις ξυπνήσει) , ένα βιβλίο που θες σήμερα οπωσδήποτε να το τελειώσεις - ένα ακόμα περιμένει τη σειρά του και δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του - και χρόνο να κυλά χωρίς να κάνει ένα διάλειμμα.Μήπως του έδωσε κανείς την ευκαιρία να το κάνει; Ας είχα αυτή τη δυνατότητα κι απλόχερα θα του ΄ δινα όσα διαλείμματα θέλει, μήπως προλάβαινες κι εσύ να κάνεις όσα σχεδίασες για σήμερα- καθότι είσαι του προγράμματος παιδί και θέλεις να ΄χεις ένα πλάνο στο κεφάλι σου της μέρας.
Μπορείς όμως στα μάτια που σε καρφώνουν να γυρίσεις το κεφάλι; Μάτια μικροσκοπικά που δε ζητάνε τίποτα παραπάνω από να μοιραστείς τον ήλιο σου μαζί τους. Στην αρχή σε εκνευρίζουν, θες να τα πιάσεις να τα κλείσεις στο ντουλάπι (εσύ φταις που τα έβγαλες από την αρχή... καλοκαίρι σκέφτηκες, πρέπει να βγουν να επιδεικνύονται στο τραπεζάκι ) μα δεν μπορείς. Είναι πιο γρήγορα από σένα, κρύβονται πίσω από πέτρες διακοσμητικές, κάνουν τραμπάλα κάτω από τη μύτη σου και γελάνε εις βάρος σου. Έτσι νομίζεις δηλαδή, γιατί χαρά θέλουν μονάχα να σου δώσουν.
Αυτή η χαρά όμως πού βρίσκεται; Γιατί με δόσεις έρχεται και ύστερα φεύγει ; Πάνε χρόνια αρκετά που είχες το θάρρος σαν παιδί να παίξεις και τώρα το θυμάσαι με παράπονο ... μήπως κι αν είχες τώρα ευκαιρία θα το έκανες;
Τι να πρωτοεξηγήσεις στο παιδί που άφησες μέσα σου : για τις ευθύνες που σε βάρυναν, για υποχρεώσεις και για φίλους που σε χρειάζονται παραπάνω; Κι αυτά τα μάτια τα πλαστικά γιατί να σου μοιάζουν αληθινά και δακρυσμένα;
( θα συνεχίσεις όταν βρεις τι να τους πεις )