Είναι η νύχτα που με σκιές με κυνηγάει κι εγώ πήρα το χρώμα της άμμου,το ντύθηκα και περιμένω να ξαστερώσει. Δεν έχω λόγο να βιαστώ, δεν έχω ύπνο.
Συνήθως τα ηνία τα παίρνουν οι πληγές που δεν έχουν μάτια να κλείσουν ,
ούτε αν δουν τα αστέρια θα παρηγορηθούν.
Το σώμα απλώς αρνείται την παράδοση
σ'ενός θανάτου αδερφό σωσία.
Πότε αργά , πότε νωρίς όμως θα με πάρει ο ύπνος σε μια καρέκλα μπαλκονιού
χωρίς αντίδραση δική μου θα τον νοιώσω να ρουφά κάθε μου ελπίδα να ξυπνήσω.
Με μια εικόνα το ταξίδι θα το κάνω, ενός αγέννητου μωρού στα δυο μου χέρια
να του φωνάζω και απ΄τα σπλάχνα μου να ξέρω πως γεννήθηκε
κι εκείνο δίχως τα χείλη του να τα κινεί να μου απαντά : είμαι η νύχτα που φοβήθηκες πως θα'ρθει.