Τα μεσάνυχτα θα σημάνουν την ανάσταση, με α μικρό και κεφάλια σκυφτά.Θα βάλεις τα καλά σου ρούχα - γιατί πότε άλλοτε θα βρεις την ευκαιρία ; - , θα πιαστείς από το χέρι και θα πας... εκεί που πάντα πήγαινες, είτε από συνήθεια, είτε σε προγραμματισμένο τόπο συνάντησης. Το κερί σου θα ανάψει μόνο για να σου θυμίσει πώς ήρθε η ώρα που περίμενες, η ώρα να επιστρέψεις πίσω στο σπίτι. Έτσι δε γινόταν από παιδί; Αυτά τα φώτα σε τρομάζουν και ο θόρυβος απ'τα βεγγαλικά έρχεται να σου υπενθυμίσει πως το ζεις ξανά αυτό το υπερθέαμα και πρέπει να προλάβεις να χειροκροτήσεις προτού κατέβει η αυλαία και για φέτος.
Πέρασες ωραία ; Ευχήθηκες ; Άπειρες φορές, επαναλαμβάνουμε την ίδια και απαράλλαχτη ευχή, σαν να θέλουμε να την πιστέψουμε... Έχει σημασία αυτό άραγε ; Εμείς έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τα αφήσουμε... Πίστευε και μη ερεύνα ... τότε πώς έχει κολλήσει στο μυαλό μου το ''πίστευε και μη, ερεύνα.''; Αυτό το κόμμα ανάμεσα, σαν άλλο βεγγαλικό πυρπολεί τις συνειδήσεις μας. Ο άνθρωπος οφείλει να σκέφτεται, να αναπαριστά στο νου του ότι δυσκολεύεται να συλλάβει ως θεσπισμένη αλήθεια.
Ακόμα και ένας συγγραφέας οφείλει στον εαυτό του να μην ξεχνά τον κόσμο στον οποίο ζει και να διαδηλώνει. Διαβάζοντας ένα τέτοιο πόνημα, αγαπημένου μου γραφιά , (Ζοζέ Σαραμάγκου - ''Το τετράδιο'', Καστανιώτης), γέμισε η ψυχή μου ελπίδα πως κάποιοι εκεί έξω σκέφτονται. Συγκινούνται. Αναρωτιούνται. Ακόμα και αν δε βρίσκω την ταύτιση μπροστά μου, υποκλίνομαι στην προσπάθεια και θέλω λίγο να τη δοκιμάσω. Όχι πως αρνούμαι τη διαίσθηση ή το ανεξήγητο, αυτό που δε μπορεί να ερμηνευτεί ή που εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε βρει τους όρους να το κάνουμε. Το αντίθετο.
Θέλω όμως τις αποδείξεις πως και γι'αυτό που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, έχουμε μέσα μας απαντήσει γιατί το ακολουθούμε. Όχι γιατί γεννήθηκε μαζί μας, γιατί μας το δήλωσαν σ' ένα χαρτί που λίγη σημασία έχει για μας.
Πολλές σκέψεις και ανακατεμένες ίσως με μυρωδιές πασχαλινές και φλόγες που θα βάψουν το κατώφλι του σπιτιού , να ευλογηθεί και που όλη τη νύχτα θα αφήσουμε , σε ένα καντηλάκι, να σιγοκαίνε για να θυμόμαστε το βράδυ που περάσαμε και προσπεράσαμε.
Δεν έχω τις απαντήσεις, αλλά τις ερωτήσεις τις κουβαλώ και τις βάζω κι αυτές δίπλα στο καντηλάκι να σιγοκαίνε. Όχι όμως μέχρι να σβήσουν τα κεριά, αλλά μέχρι να ξεδιψάσω. Ίσως ακόμα και τότε να μη μπορέσω να τις αποχωριστώ.