Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Προσωρινά σημεία στίξης - άνω τελεία

Κάποιες φορές αποχωρούμε κι άλλοτε ταξιδεύουμε
από σκέψεις ή εαυτούς μας βρίσκουμε τρόπους να ξεφύγουμε
κι ας επιστρέφουμε πάντα στην ώρα μας ή λίγο αργότερα.
Μοιάζουν με κλεισίματα λογαριασμών οι διακοπές μας 
ή με απολογισμούς 
και τρέχουμε να προλάβουμε
να κάνουμε το καλό μας το καθάρισμα,
σάμπως θα το δει κανείς να αστράφτει το μέσα μας.
Βιάζομαι να μαζέψω βραδινά σημεία στίξης, 
παιχνίδια κήπου, να μιλήσω για βήματα, καταστρώματα και τις ανάγκες τους,
ταράτσες, μπλούζες, θερινά πανιά, κυνηγετικά φεγγάρια, ανυπάκουους χρόνους,
φρέσκες πράξεις, αδέσποτες μελωδίες, ανάπηρες συμμετρίες, νυχτερινά κεριά, νυχτερινά ποτά, λόγια επιτραπέζια, για όλα τελικά κι ίσως για τίποτα. 
Είμαι εδώ με όσες λέξεις μου γεννάει η ανάγκη να μιλήσω
κι όταν φεύγω 
δεν είναι η σιωπή που με γυρίζει πίσω,
αλλά αυτή μου η ανάγκη να κάνω αυτό το ξεκαθάρισμα τακτικό μου
κι ότι βγάζω στο φως να το ξεπλένω.

Αφήνω λίγες μέρες και επιστρέφω.
Σίγουρα μπορούμε πιο πολλά.

Ανάγκες στο κατάστρωμα ΙΙ

Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο. Το συντομότερο δρομολόγιο, έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα της έφερνε ανακατωσούρα. Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός, που ξέρεις τι σου συμβαίνει και μπορείς να το αντιμετωπίσεις και έβγαλε εισιτήριο χωρίς δεύτερη σκέψη με το συμβατικό πλοίο της γραμμής.


Πήρε τις αποσκευές της, ένα φθαρμένο σακ βουαγιάζ και μέσα του στριμωγμένες δυο αλλαξιές ρούχα, (δεν είχε λόγο να ταξιδέψει με περισσότερα),εσώρουχα, είδη καθαρισμού και άφθονα χάπια για τη ναυτία - όταν και άμα αυτή επέλεγε να κάνει την εμφάνισή της- και κατευθύνθηκε στο κατάστρωμα. Έπρεπε πρώτα να στριμωχτεί στις κυλιόμενες σκάλες του καραβιού με μαλωμένους συγγενείς κι αμίλητα ζευγάρια, φίλους που συντροφεύει ο ένας τον άλλον και παιδιά που μόνο φώναζαν, λες και είχαν βάλει στόχαστρο το δικό της πονοκέφαλο.  


Προς στιγμήν νόμιζε πως θα λιγοθυμούσε μέχρι να φτάσει στην κορυφή της σκάλας και μόνο που σκεφτόταν τον ελεγκτή των εισιτηρίων να της απευθύνει τον λόγο , ένιωθε τα μηνίγγια της να της διογκώνουν τη δυσφορία. Θα προτιμούσε να κρυφτεί από όλους κι από όλα, να βρει ένα κάθισμα που να έχει θέα κατευθείαν τη θάλασσα και να ακινητοποιηθεί πάνω του. 


Δεν πέρασε ώρα πολλή όταν βρέθηκε ακριβώς όπως επιθυμούσε, στο κατάστρωμα του πλοίου, με το σάκο στα πόδια της αφημένο και εκείνα ανοιγμένα να στηρίζουν το κορμί της μη γλιστρήσει από τη θέση της. Αν της συνέβαινε κι αυτό , τότε τα μάτια όλων θα στρέφονταν να τη δουν κι αυτό θα ήταν το χειρότερο για εκείνη.


Ανέβασε τα σκούρα γυαλιά στο πρόσωπό της, ψέλλισε ένα καλό ταξίδι στον εαυτό της και έκανε το σταυρό της, όχι γιατί πίστευε στη βοήθειά του αλλά πιο πολύ από συνήθεια κι από ανάμνηση που της ήρθε στο μυαλό να κάνει το ίδιο η μητέρα της , όπως και η δική της μητέρα χρόνια πίσω πολλά.


Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν είδε τα πρώτα κύματα να σηκώνονται και να γλύφουν τα κάγκελα της κουπαστής. Αυτό το θέαμα της έδωσε κουράγιο, ότι η φύση την συμπονά και τη χτυπά εκεί που θέλει να αφεθεί. Σηκώθηκε από το κάθισμά της και πλησίασε. Κοίταξε γύρω της και είδε μόνο ένα σκυλί δεμένο από το λουρί του σε ένα χερούλι να την κοιτά μέσα στα μάτια. Δεν ξέρει πώς αλλά ένιωσε το βλέμμα του να διαπερνά τους μαύρους φακούς των γυαλιών της. Έστρεψε το κεφάλι της κι αποφάσισε να μη δώσει άλλη σημασία στο ζωντανό. Κοίταξε πάλι τη θάλασσα, χαμήλωσε τα γυαλιά της και ξεκίνησε να μιλάει. Με ένα συγγνώμη έκανε την αρχή, συγγνώμη που σε αδίκησα, είπε χαμηλόφωνα όμως εκείνη το κατάλαβε και με ένα κύμα της έβρεξε το αριστερό της πόδι.


Δεν την ενόχλησε στιγμή, ίσα ίσα που χαμογέλασε με αυτό το φίλημα και συνέχισε όσα είχε να πει. 
Μίλησε όπως δεν είχε κάνει για καιρό, γέλασε και ακούστηκε και με αναφιλητά να συνεχίζει την κουβέντα της μέχρι που αφέθηκε να στέκεται και να κουνά το σώμα της παράλληλα με εκείνη τη γαλάζια αγκαλιά που την κοίμιζε. Πρέπει να πέρασαν ώρες , χωρίς κανείς να πάρει είδηση ότι ο σκύλος είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην κουπαστή. Εκεί που μέχρι πριν κάμποσο στεκόταν μια γυναίκα. Και είναι απορίας άξιο πώς έφτασε το κύμα να υγράνει τα μάτια του ζωντανού και τα έκανε έτσι να γυαλίζουν.

(Ήταν μέρα όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο; Το συντομότερο δρομολόγιο έφευγε μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η σκέψη και μόνο να ταξιδέψει νύχτα μεσοπέλαγα ήταν που της έφερνε ανακατωσούρα; Προτίμησε τη σιγουριά του πρωινού φωτός;  Όταν ξέρεις τι σου συμβαίνει μπορείς να το αντιμετωπίσεις; ) 

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Θα σε λέω Μόμπυ Ντικ

Είδα μπροστά μου αυτό το στόμα από ατσάλι
κι έμεινα για κάμποσα λεπτά να το παρατηρώ
μέσα του μπαίνουν και γεμίζουν το στομάχι του
όλοι οι διψασμένοι ταξιδιώτες
κι αυτό χορταίνει μόνο για λίγο 
μέχρι λιμάνι να βρει να τους ξεράσει
κι άλλους να πάρει μαζί του.
Οι συνειρμοί του νου είναι για αυτό που βλέπω 
κι ότι θα νιώσω όταν φαγωθώ κι ο ίδιος από εκείνο το πελώριο τέρας
που στη θάλασσα το προσκυνάμε μη μας εγκαταλείψει.

Γιατί αν στα νερά βρεθούμε μόνοι,θα ξεχάσουμε τη μήτρα που μας δίδαξε κολύμπι κι έτσι δειλά ο ένας μετά τον άλλον θα βουλιάζουμε. 

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Ανάγκες στο κατάστρωμα Ι

Oι ανάγκες να ξεφύγεις έρχονται και σε βρίσκουν,
όπως κι εσύ τις κυνηγάς, όπως θα έκανες αν ήσουν νηστικός
και γύρευες τροφή από τα ελεήμονα χέρια των περαστικών και των ξεχασμένων.
Ανάγκες όλοι έχουμε,
λίγες όμως βρίσκουν φαΐ , δεν περισσεύουν ψίχουλα για όλους.
Όσο γυρίζαμε μας πήραν τα πουλιά φωτογραφία
κι εγώ εκείνα,
διερωτόμενος αν είμαι εγώ που φεύγω μακρυά τους
ή εκείνα που δεν ήθελαν να μας αποχωριστούν.


Δεν είχα δυστυχώς τίποτα να τους δώσω,
μόνο χαρά καθώς πότε κοίταζα αυτά να γαντζώνονται από τα κάγκελα του πλοίου,
και πότε γάντζωνα το βλέμμα μου πάνω σου.
Κάποια στιγμή τα αφήσαμε πίσω μας,
η δική τους ανάγκη καλύφθηκε ή μπορεί και να κουράστηκαν
οι δικές μας όμως πεινούν και δεν έχουν τα φτερά να φτάσουν πιο μπροστά από όσο τους επιτρέπεται,
όλα πάνε στο δικό τους ρυθμό και έτσι πρέπει.
Ανάγκη είναι κι αυτή η θάλασσα που διανύουμε.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Βήματα

Άλλη στιγμή θα σου μιλήσω για το διήμερο και την απόδραση εκτός της πόλης. Τώρα είναι αυτό που θέλω να μαρτυρήσω κι ας το ξέρεις ήδη πριν από μένα - έχει ένα γούστο να συγκεντρώνω τις σκέψεις που δεν πρόλαβες να κάνεις και να στις πετάω μπροστά σου. ( Το γούστο είναι ότι δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις αλλά εμένα πάλι αυτό μου αρκεί.) Θυμήθηκα λοιπόν, χθες αργά στην παραλία όπως ξαπλώσαμε στην άμμο μετά το βραδινό μας μπάνιο, να σου μιλήσω για την πρώτη μου στιγμή που όρισα στο μυαλό μου ως παιδική ανάμνηση, για τότε που χάθηκα από το χέρι της μητέρας και έψαχνα να το βρω γύρω μου κι όλο μπλεκόμουν σε θεόρατα σώματα κι ανάμεσα σε πόδια που ορθώνονταν μπροστά μου. 

Αυτή την αίσθηση και να ήθελα δε θα μπορούσα να την επαναλάβω, ενός βλέμματος που κοιτώντας γύρω του βλέπει τα πόδια των ενηλίκων . Και έτσι κατάλαβα πώς όσα χρόνια κι αν περάσουν πάλι τα πόδια των ανθρώπων θα λογίζονται ως τα σημαντικά τους άκρα, τα βήματά τους θα θυμώνω αν διστάζουν και αντιθέτως χαίρομαι με τις σωστές πορείες τους. Για δρόμους, μονοπάτια, τρικλοποδιές, μικρές ή μεγαλύτερες δρασκελιές,για μετέωρα ή αποφασιστικά, βιαστικά ή αργά, πολλές είναι τελικά οι λέξεις και τα νοήματα που μπλέκουμε για να μιλήσουμε για το προφανές, τις ζωές μας.

Είναι ίσως γιατί την κατακτούμε τελευταία αυτή την κινητικότητα κι άλλος στον ένα του άλλος στον δεύτερο του χρόνο, που τη θεωρούμε ύψιστης σημασίας και όση αναμονή έδειξαν οι γονείς να μας δούνε να περπατάμε, όσο κι αν έκρυψαν το ''ΑΑΑ'' όταν μας είδαν να σηκωνόμαστε στα δυο μας πόδια  και να παραπατάμε τα ανυποψίαστα τα βήματα  (κάνοντας νοήματα ο ένας στον άλλον μην τυχόν τους πάρουμε χαμπάρι και χάσουμε την πολύτιμη ισορροπία), πέρασε μέσα μας αυτή η σημαντικότητα και την υμνούμε και οι ίδιοι. 

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτή η κουβέντα αλλά είχε ένα νόημα που το νιώθω δικό μου. Για τα προσωπικά μου ήθελα να πω ; Αν έχω φόβους ή αβέβαιες σκέψεις ;  Θυμάμαι πόσες φορές σκόνταψα, αυτό με κάνει πιο σοφό ή αμελή να το παραδεχτώ; Ή τα δικά σου ήθελα στο στόχαστρο να βάλω ; Από παλιά σου έλεγα πως θέλω να σε δω να τρέχεις στη ζωή σου κι εννοούσα να μου κρατάς το χέρι να μη χανόμαστε. (Να περπατάς αλλά να μη ξεχνάς να με κρατάς.Και πες μου το και θα τρέξουμε όσο κανείς.) Είναι τα βήματα οι κορμοί μας κι εμείς απολαμβάνουμε ό,τι μέχρι εμάς κατορθώνει να φτάνει από το χώμα. Αν πέσουμε, ας πέσουμε παρέα τουλάχιστον και μεγαλοπρεπώς. Έλεγα λοιπόν να συγχρονίσουμε το βήμα μας.Και από τη σκέψη την παιδική φτάνω στην ενήλικη . Και να που η κίνηση των κάτω άκρων συνεξαρτάται από των πάνω. 

(Το σκίτσο ακολούθησε της κουβέντας όπως πολλές φορές τα λόγια μας ακολουθούν των πράξεών μας. )

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Σχέσεις παραμυθένιες

Tα παραμύθια κάποτε είχαν τους ρόλους τους ξεκάθαρους : αυτόν εκεί τον βλέπεις; Είναι ο κακός ο λύκος. Εκείνη εκεί ; Η κακιά η μάγισσα. Και όλοι φυλάγονταν με σύνεση από το κακό τους το όνομα που ακολουθούσε τη μορφή τους. Και όσοι από απροσεξία ή από δόλιο παιχνίδι της μοίρας δεν πρόσεξαν κι έπεσαν στην παγίδα τους, τουλάχιστον και πάλι η φήμη των κακών αυτών φιγούρων τους έσωζε από βέβαιο θάνατο (το σάπιο μήλο, η ακίδα που τρύπησε το χέρι, τα γαμψά νύχια, όλα υπήρχαν στο ρεπερτόριό τους και όλα επιτρέπονταν σε αυτά τα παραμύθια και πόσα ακόμα δε μας διάβασε κανείς για να μη μας φοβίσει παραπάνω).

Παραμύθι :  ψέμα / δάσος / άδικο / πίστη

Κάποτε τα παραμύθια είχαν αρχή και τέλος, ξεκινούσαν με λιακάδες και δεν τελείωναν μέχρι να τις βλέπαμε πάλι στα κεφάλια μας να επιπλέουν. Είχαμε τη μια φορά, την απροσδιόριστη που άθελά της έδειχνε πως μόνο μια φορά συνέβη και τον έναν καιρό τον ασαφή, του κάποτε σαν να λέμε. Αλλά και κανείς δεν απορούσε, ούτε ζητούσε διευκρινήσεις, αρκεί να ήταν μακρυά από εμάς (γιατί γνωρίζαμε από πριν πως παραμύθι χωρίς δράκο δεν νοείται, οπότε τι να το κάνουμε να ξέρουμε το πότε, αφού ποτέ δε θα θέλαμε να το φτάσουμε;) Εκεί λοιπόν που όλοι ζούσανε καλά κι εμείς καλύτερα, λες και κάναμε ευχή να πιάσει, όλα ήταν πιο ασφαλή και τακτοποιημένα, κουτάκια στοιβαγμένα δίπλα στο άλλο. 

Ασφάλεια : ψευδαίσθηση / κουμπί / ετοιμοπόλεμος / αγκαλιά

Τώρα τα παραμύθια δεν τα λέμε με την ίδια ευκολία στα παιδιά όσο τα λέμε στους εαυτούς μας και στους γύρω μας. Τώρα δεν έχουμε καθορισμένη αρχή , ούτε - δυστυχία κι αυτό να το τονίζω - τέλος που να ξέρουμε πότε θα φτάσει να μας λυτρώσει. Τώρα δεν έχουμε ευδιάκριτα σημάδια των κακών προσώπων, κυκλοφορούν ανάμεσά μας όλοι οι λύκοι , οι μάγισσες, τα μήλα τα δηλητηριασμένα κι εμείς μαζί τους πορευόμαστε. Κι όταν κάποια στιγμή μάθουμε τα λόγια τους τι ψέμα είναι ποτισμένα και πόσο από αυτό έχουμε εισπνεύσει, δε γινόμαστε καλά, ούτε καλύτερα. Χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας . Κι αν ξέραμε στα σίγουρα να πετάμε, χαλάλι αυτή η γη να υποχωρήσει. Όταν όμως δεν έχουμε φτερά το χάος είναι απύθμενο στην πτώση.

Αδυνατώ : να βρω τις λέξεις να δηλώσω μια σύγχηση, άλλα να πιστεύω και άλλα να μαθαίνω.

Μακάρι να είχα ένα παραμύθι στα χέρια μου να δω τις οδηγίες χρήσης του, δεν μπορεί κάπου θα είναι γραμμένες, κάπου που να λέει τι να κάνω σε περίπτωση που μαζευτούν πολλοί και ξαφνικοί κίνδυνοι μπροστά μου. Αρκεί να αρχίσω τα ξόρκια; Μήπως έτσι θα πέσουν οι μάσκες και βγάλω μιαν άκρη, ένα νήμα να με οδηγήσει στο φως; Όταν ανάμεσα σε δυο πρόσωπα ακούς μια ιστορία , είναι σίγουρο ότι θα την ακούσεις διαφορετική από τον καθένα, αλλά όταν κι εσύ είσαι μέρος σε αυτή την ιστορία, δε σου αρκούν οι πολλές οπτικές, θέλεις την αληθινή. Κάποιος παραποιεί, κάποιος όχι, ίσως και οι δύο, ίσως κανείς. Ίσως με όλα τα τραγούδια να ξεχνάω και να ηρεμώ. Αλλά θέλω και να θυμώσω. Δεν είμαι χάρτινος εγώ. Είμαι; 


Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Σάββατο με Δευτέρα




Δεν είμαι σίγουρος αν έχω κάτι να πω. Όπως όλοι θέλουμε το χρόνο να περάσει κάποιες στιγμές και να τον κοιτάξουμε από απόσταση. Μάλλον τώρα άρχισε το σώμα και το μυαλό να τεμπελιάζει. Ή να μη βρίσκω τόσο νόημα να γίνομαι παιδί τόσο συχνά, να ψάχνω τα όνειρά μου, να διηγούμαι τους φόβους...ή όλα αυτά μαζί ή τίποτα από αυτά να μην ισχύει. Έτσι θα υποσχεθώ να μη σκαλίσω τίποτα απόψε που να πονάει, να μη γράψω τίποτα ''κομψό'' σαν κείμενο ή να ποτίσω μελωδίες τις λέξεις σαν τραγούδια να ακούγονται . Θα κλείσω τα μάτια - κι αφού ακόμα πληκτρολογώ και δεν νοείται να το κάνω εκ παραλλήλου- και θα φέρω στο νου μου αυτά που ένιωσα αυτές τις  μέρες.




Είδα πρόσωπα πολλά, φίλους καλούς,παλιούς και νέους, που βρήκα χρόνο να τους αφιερώσω. Χαλάρωσα γιατί δεν χρειάζεται να προσποιούμαι κάτι σ'αυτούς ή να με βρίσκουν σε υπερένταση να ετοιμάζω κάτι νέο, τους είδα και με είδαν καλοκαιρινό . Κουβέντες πάνε κι έρχονται, για ποτό στο Φάληρο με τη Μαρία να μιλάμε για το αν υπάρχει θεός και γιατί ο άνθρωπος να ξεχωρίζει από τα άλλα όντα,λύση να μη βρίσκουμε και όμως το νόημα να ψάχνουμε και οι δύο μας στη διαδρομή. Σε συναυλία στην Τεχνόπολη να ακούμε με τον Νίκο την Ελεωνόρα στο μικρόφωνο, να εντυπωσιαζόμαστε πόσο καλή φωνή στα αλήθεια έχει και να αναρωτιόμαστε για τα μυαλά τα τόσο καμένα που υπάρχουν γύρω μας και για ποια κρίση να γεμίζει γκατζετάκια το ντουλάπι μας και κινητά κι ακίνητα . Εγώ να λέω περί καύσης των νεκρών και ότι  θα θελα να είναι το δικό μου τέλος έτσι.Και το τραγούδι και ο απολογισμός, να αναρωτιόμαστε πώς πέρασαν τα 5 χρόνια που μας χωρίζουν από τη μέρα που παρουσιαστήκαμε φαντάροι, τι άλλαξε στις ζωές μας και σαν επέτειος η νύχτα αυτή μας έλαχε μας ξάφνιασε. 


Για μπάνιο στη Σαλαμίνα που είναι πια δεύτερη φύση , με το Σπύρο να κοιτάζουμε ζευγάρια που ο χρόνος τους κατάντησε αμίλητους , δίπλα ο ένας στον άλλο να χαζεύουν και να μη δίνουν σημασία στη ζωή τους που κυλά.Αυτό είναι τουλάχιστον τρομαχτικό, τα αμίλητα ζευγάρια που δεν έχουν τι να πουν παρά το φόβο τους μοιράζονται. Και σε άλλο πλάνο ένας κήπος εθνικός, καθιερωμένη βόλτα σε μια απέραντη για μένα αλάνα να γιορτάσω, να ψάχνουμε τους αριθμούς των έργων της Βάνας Ξένου πάνω σε κίτρινες ταμπέλες και να γυρίζουμε ξανά στα ίδια σημεία. Να τσαλαβουτάμε τα χέρια στο ρυάκι. Να γελάμε με δύο κοριτσάκια που ταΐζαν στο στόμα τα μικρά αυτά πλάσματα που λέμε κατσικάκια μακαρόνια από το σακουλάκι, αυτά να τα μασάνε όλο χαρά, να τους δίνω κι εγώ αυτό το κέρασμα και να μου γλύφουν τα δάκτυλα. 

Να αγκαλιάζω τον Ρεξ, ένα από τα αδέσποτα του κήπου και να μη θέλω να τον αφήσω, ο Σπύρος να με βγάζει φωτογραφίες κι εγώ να θέλω τόσο ένα σκύλο στη ζωή μου. Να καταλήγουμε μπροστά σε ένα από τα εκθέματα και ξαφνικά όλα να μπαίνουνε στη θέση τους. Πολλές στιγμές το ένιωσα αυτό, κάτι να έρχεται ακριβώς τη στιγμή που το ήθελα, να ταιριάζει την περίοδο που το μελετούσα. Σε μια πλατφόρμα από μπρούντζο απλωμένες οι μορφές που μοιάζουν με ανθρώπινες και σε κατεύθυνση διαφορετική η καθεμία να κοιτάζει. Άλλες φιμωμένες, άλλες με δεμένα μάτια, άλλες να χαμογελούν, να θλίβονται, να υποφέρουν κι όλες ακρωτηριασμένες σχεδόν, να δείχνουν μόνο το σώμα από τους ώμους και πάνω. Και όπως φαίνεται σε ένα ποτάμι να κυλούν , να μου κολλάει στο μυαλό πως έτσι είμαστε ρε φίλε, αυτά τα πρόσωπα είμαι εγώ, οι φίλοι και οι γύρω μου γνωστοί κι αυτό το ποτάμι ζωή το λέμε κι αυτό μας κρατάει μαζί κι ας κοιτάζουμε αλλού. Αδυνατώ να συνεχίσω. Θυμάμαι μόνο την αίσθηση του Ρεξ στα χέρια μου. Αυτός δεν ήταν στο ποτάμι κι όμως πολύ θα το ήθελα. 

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Παρασκευή με Κυριακή

Αν μία μέρα αδυνατώ να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου και να τη νιώσω όπως της πρέπει , αυτή τη λένε δήθεν Σάββατο κι από μικρός την έχω κατατάξει στις πιο ανήμπορες να ζήσουν κάτι αξιοπρεπές . Όχι αδύναμη από δικό της φταίξιμο αλλά γιατί με τόσα βάρη και φορτία να σηκώνει,πόσο μπορεί να μας προσφέρει ικανοποίηση σε ό,τι έχουμε πλασμένο και καταπιεσμένο τις υπόλοιπες ημέρες στο μυαλό μας;


Όλα με θράσος περιμένουμε το Σάββατο να μας συμβούν, να έχουμε διάθεση για βόλτες και για ψώνια, καφέδες αραχτούς και κουβεντούλες, χωρίς εντάσεις να κυλά μέχρι το βράδυ και τότε όλα ανεβάζουνε την ένταση,ξοδεύουνε φωνές πολλές και πρόσωπα ξένα, ανάμεσα κι εμείς να ψάχνουμε διασκέδαση, έρωτα, σάρκα να εκτονώσουμε και όλα με επαναλαμβανόμενη συνήθεια επτά ημερών να κορυφώνεται ... και στο δικό μας πρόσωπο η σιγουριά, ναι αυτή τη χαρά επιθυμούσαμε , με αυτή ικανοποιούμαστε, γιατί από το πλήθος να διαφέρουμε, αφού ό,τι πολλοί το επιλέγουν , είναι σωστό και πρέπον, έτσι δεν γίνεται από πάντα;


Βαριέμαι αυτά τα Σάββατα που όλοι πρέπει να θυμηθούμε ο ένας τον άλλον, εγώ συνήθως με το μέσα συναντιέμαι και μένω σπίτι . Είμαι αυτής της ράτσας αντιπρόσωπος που όταν το λέω δυνατά το θέλω μου γυρίζουν τα κεφάλια και με βλέπουν εξωγήινο...αλλά το λάθος τους δεν έγκειται στο γήινος αλλά στο επίρρημα που δίπλα έχει κολλήσει. Γιατί το έξω δεν κυνήγησα, όσο το μέσα να είναι γήινο.


Κάνε μου χώρο λοιπόν, λίγο θέλω να τελειώσω το βιβλίο μου, να κουβεντιάσουμε μετά έχω μια όρεξη μεγάλη και στο μπαλκόνι να κοιτάξουμε το μαύρο που είναι το πιο μεγάλο πάρτυ της ζωής ολάκερης, εκεί όλα τα φώτα έχουν αντέξει τους χορούς και τα αδηφάγα μάτια μας.


Κι αν το δω λίγο τον ουρανό,είναι γιατί θέλω τόσο την ξεκούραση  απ'τις φωνές και τα πολλά τα φλύαρα και ανέπνευστα . ''Ας μετρηθούμε με τον μέσα κόσμο...''μας , να δούμε αν αντέξουμε να ξυπνήσουμε την Κυριακή μαζί του. 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Πότε δεν πάψαμε να ζούμε τις εκπτώσεις

Όλοι ίδιες ανάγκες μοιραζόμαστε
άλλοι κρυφά κι άλλοι με θάρρος δυνατά να το φωνάζουν
κι ας είναι όλα εύκολα προσβάσιμα
αναζητούμε τις εκπτώσεις να μας δώσουν 
με το λιγότερο αντίτιμο το παν που χρειαζόμαστε.


Θα πω ''σ'αγαπώ'' , θα πεις ''κι εγώ''
θα με πονέσει που κι εκεί θα μπει η έκπτωση
στα συναισθήματα που θα πουλήσεις μισοτιμής
αλλά θα είναι πόνος ανεκτός
κάπου θα βρω κι εγώ να ανταλλάξω, 
μέχρι να ακούσω καθαρά τις λέξεις της αγάπης .


Φιλίες που κρατούν για ένα χρόνο
συμβάσεις να περάσουμε τα δύσκολα,
ματιές μισές που αλλάζουν γρήγορα κατεύθυνση
και δεν τολμούν να σου κτυπήσουνε την πόρτα,
λόγια βαριά που ύστερα πίσω τα παίρνουμε
δεν εννοούσα τίποτα κι όμως δε σταματάω να μιλάω,
όλα απερίσκεπτα τα ζώντα
κι ας έχουν επιπτώσεις τόσες.


Νύχτες σε έκπτωση κι αυτές, 
κορμιά για λίγο αγκαλιασμένα 
κι ύστερα ξένα...
υπάρχει μεγαλύτερη κατάπτωση από αυτή μας τη συνήθεια
να μη γνωρίζουμε με ποιον κρεβάτι μοιραζόμαστε
με ποιον παιδιά γεννάμε 
με ποιον μαλώνουμε τις μέρες μας;


Είναι οι σχέσεις τεταμένες 
και αμοίραστες οι ευθύνες 
σαν λάθη που περιμένουμε πριν τα αναγνωρίσουμε 
και τη δική τους έκπτωση 
στου χρόνου το πέρασμα, όταν κανείς δε θα θυμάται καθαρά 
και θα 'ναι πιο εύκολα σε θολωμένα νερά να κολυμπήσουμε
και να το πούμε το ''είχες δίκιο τότε, αλλά τι σημασία τώρα πια αξίζει να του δώσουμε;''


Ανύπαρκτα αν ήταν τα όνειρά μας , 
ίσως μονάχα τότε να γνωρίζαμε τι θέλουμε 
και να είχε όραμα ο καθένας να πληρώσει 
από την τσέπη του να βάλει το περίσσευμα
κι απ'την καρδιά του ένα δάνειο να πάρει. 
Όχι με φτήνια να πλουτίσουμε τις μέρες μας, 
είναι μια κάλπικη αγάπη έτσι φτιαγμένη 
κι εμείς δειλοί να την περνάμε για ποιότητα.


Κι αν η ποιότητα με ποσοστό μετράται , μην περιμένεις 
το λιγότερο και μη κάτω του 100 συμβιβαστείς...έτσι φωνάζω του εαυτού μου 
όχι σε κείμενα λευκά ή ηλεκτρονικά τετράδια, 
αλλά σε ένα καθρέφτη που τολμά να δείχνει το ψέμα όταν το κρύβω.



Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ενήλικα χρόνια (η απουσία )

Πες με ακόμα έναν αγέννητο ενήλικα που ξέρει μόνο το μεγάλο να υποδύεται κι όχι στα αλήθεια να έχει τη διάθεση να το ζήσει . Πες με αν θέλεις άτολμο ή ονειροπαρμένο. Όπως κι αν θες κι έχεις το θάρρος ή ένα θράσος τόσο δα να με φωνάξεις, ίσως ποτέ δεν κατορθώσεις να εξηγήσεις τι είναι αυτό που θα με κάνει να γελάω και να πονάω. 


Είναι στιγμές που δεν περίμενα ποτέ ό,τι θα γίνει, όταν τα δάκρυα μου ήρθαν και με γύρεψαν (και μάθε κάτι τώρα που έχω το χρόνο να στο πω και δε θα υπάρξει δεύτερη φορά να επαναλάβω ότι τα δάκρυα ποτέ δεν τα συγκράτησα κι όπως κι αν ήρθαν να με βρουν , είχα μια άνεση παιδιού κάτω από τα σεντόνια να τα βάλω αυτά τα δάκρυα να τρέξουν ) και όμως ως σήμερα αυτές μου οι στιγμές καταχωρήθηκαν ως τόσο αγαπημένες.


Είναι από φίλους, πίσω από πόρτες ξαφνικά που εμφανίστηκαν με μία τούρτα αναμμένη μέρα γενεθλίων . Είναι από λόγια τρυφερά που σου ψιθύρισε κι αναρωτήθηκε αν δώρο ήταν τα λόγια τα δικά σου. Είναι από κάθε μια χρονιά με μαθητές που δέθηκες κι ήθελες κάπως να το δείξεις κι εσύ έκλαψες. Είναι από νότες που σου παίζουν με τα λόγια σου , ένας χορός που τώρα πλάθεται στα βήματα . Από αδέσποτα στους δρόμους που υποφέρουν κι από ανθρώπους με το χέρι απλωμένο. Από τα όνειρα που έκανες μικρός κι από αυτά που ξέχασες να κάνεις. Από αυτούς που σε μαχαίρωσαν δειλά κι από αυτά που εσύ κακό έκανες στον εαυτό σου.


Ίσως τα πιο πολλά από αυτά τα δάκρυα να συγχωρούνται , ίσως και να δικαιολογούνται. Μα πιο γενναία θεωρείς όσα σε φέρνουν να θυμάσαι ένα παιδί που μέσα κρύβεις και που πολλές φορές γι'αυτό μιλούσες. Μία ταινία ήταν απόψε η αφορμή, μια ιστορία παιχνιδιών που να γελάσεις σε έκανε όσο ελάχιστες κατάφεραν. 




Κι όμως αυτή η τελευταία της σκηνή, με τον μικρό τον ήρωα σε ένα άλλο κορίτσι τα παιχνίδια του να δίνει γέμισε δάκρυα τα μάτια τα δικά σου. Είχε τόση αγωνία μη τυχόν και κακοπέσουν τα παιχνίδια , που εξιστορούσε τη ζωή τους λες και θα ήταν θαύμα αν μπορούσαν να τη συνεχίσουν. Είχε μια γλύκα αυτή η σύνθεση χρωμάτων , σκέψεων και σε έκανε να θυμηθείς τις φωνές των παιχνιδιών που κουβαλούσες στο χέρι σου, στρατιωτάκια, αυτοκίνητα και ζώα, όλα με ονόματα και σε ιστορίες μπλεγμένα να συντροφεύουν τα μερόνυχτα που σου χαρίζαν μπόι.

Αυτά τα δάκρυα είναι για όσα ηλιοβασιλέματα έβαψες με νερομπογιές και τα κρέμασες στην αυλή να τα δεις να λάμπουν. Ακόμα και τώρα βρίσκεις αφορμές να κοιτάζεις στις αυλές μήπως περίσσεψε κομμάτι από αυτές τις περασμένες σου ιχνογραφίες. Αυτά όμως είναι χρώματα που ήδη μοιάζουν ανεξίτηλα στις καλημέρες σου. Και τις μοιράζεις γιατί έτσι θα ήθελες να σε θυμούνται τα παιχνίδια σου και ίσως βρουν το δρόμο πίσω να γυρίσουνε σε σένα.
 Καλημέρα μεγάλο μου παιδί.  

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Μέρες ανήμερες

Μπορεί να είσαι εσύ ο φταίχτης ή όλα να έχουν το λόγο που συμβαίνουν στων ημερών μας τη διαδοχή. Αλλά και να θες να το εξηγήσεις δεν υπάρχουν πάντα οι κατάλληλες λέξεις να σε στηρίξουν. (Αιώνιο πρόβλημα αυτές οι λέξεις κι ας καταγίνεσαι μαζί τους ολημερίς , πάντοτε υπάρχει κόπος να τις πλάσεις όπως το μέσα σου ορίζει.) Το θέμα είναι όμως αυτή η νομοτέλεια που ακολουθεί τις μέρες σου.


Ύστερα από σειρά στιγμών που εξαντλείς τα περιθώρια να παίξεις,να γελάσεις, να σκεφτείς και να συζητήσεις, να υπαινιχθείς  και να δηλώσεις, ακολουθεί μια ή και δύο πολλές φορές 24ωρα όπου βαριέσαι να μιλήσεις , να γευτείς και να κινηθείς , όλα σου φαίνονται τόσο βαριά όπως θα έμοιαζαν αν τα κουβάλαγες στην πλάτη σου.

Αχ αυτές οι μέρες - οι διόλου ευτυχισμένες - οι άτυχες που πρέπει να συγκριθούν μεταξύ των λαμπερών καλοκαιρινών και να ξέρουν εκ προοιμίου πως θα χάσουν από αυτή τη σύγκριση.
Τι να τις κάνεις όμως, αφού βαρύθυμα τις υποδέχεσαι κι αυτές στρογγυλοκάθονται στο χώρο το ζωτικό σου και δε λένε να ξεκουνήσουν ... ξέρεις βέβαια πως θα το κάνουν γιατί από τη φύση σου δεν έδειξες ποτέ τόση φιλοξενία στη μαυρίλα σου, κι ας την καταχωνιάζεις μαζί με το σκοτάδι , υπάρχουν μέθοδοι να σε αφήσει να χαρείς κι άλλο το φως σου. Υπάρχουν όμως κι αυτό σε απασχολεί. Το χαμόγελο που το σκορπάς απλόχερα σαν να είναι αστείρευτο, είναι φορές που το αναζητάς ή που δε έχεις καν τη διάθεση να το βάλεις. 

Κρίμα. Αν και μάλλον περί νομοτέλειας πρόκειται όπως προείπα. Τίποτα δεν πάει πεταμένο. Αρκεί να το εκτιμάς όταν σου λείπει και να το ψάχνεις πάλι. Ε λοιπόν τώρα το ψάχνω πάλι . Και ναι, νομίζω έρχεται :-) 

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Ένας Κύπριος Ορφέας

Δεν είχα ακούσει τα λόγια μου να επιστρέφονται σε μένα κι όμως το ζω. 
Δεν είχα φανταστεί τις σκέψεις μου να σιγομουρμουρίζονται κι όμως τώρα μου συμβαίνει. 
Δεν περίμενα να γίνει τόσο γρήγορα και να έρθει αυτό να με βρει κι όμως το χαίρομαι απεριόριστα. 
Αυτή η χρονιά έφερε πολλούς νέους ανθρώπους στη ζωή μου, κάποιους περαστικούς, κάποιους για παρέα, κάποιους για δημιουργία. Ανάμεσα στους τελευταίους ανήκει και ξεχωρίζει ένας φίλος που μου έκανε ένα δώρο παραπάνω από ό,τι εκείνος μπορεί να υπολογίσει. 
Πήρε τα λόγια μου και τα έκανε δικά του, νότες στην κιθάρα του και μου τα έστειλε πίσω να τα βιώσω διαφορετικά. Το είχα ανάγκη και το καταλαβαίνω τώρα που το ζω, να έρθει ένα χέρι να με σκουντήξει και να μου πει ''έλα να κάνουμε κάτι παραπάνω , χρειάζομαι τη δική σου προσπάθεια, έχει αξία να το κάνουμε μαζί'' . 
Με αφορμή μια κουβέντα που είχαμε σήμερα, φίλοι μαζεμένοι, ανακεφαλαιώνω ότι δεν επιδιώκω το άπιαστο , ούτε πετάω στα σύννεφα. Είμαι έτοιμος να παλέψω όσο μπορώ και μου επιτρέπεται κι ίσως λίγο παραπάνω από αυτό. Μόνο να το ζήσω ακόμα και σαν όνειρό μου αρκεί αυτό που πλάθουμε μαζί και να το δούμε κάπως να παίρνει το δρόμο του. 
Με συγκινεί αυτή σου η αφοσίωση φίλε μου Γιώργο και χαίρομαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα να σε γνωρίσω παραπάνω. Σε ευχαριστώ ξανά και ξανά για το δρόμο που με βοήθησες να δω. Εύχομαι να περπατήσουμε μαζί πολύ από αυτό το δρόμο.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Ταράτσα


Όταν έχεις τη θέα του ουρανού στα πόδια σου
ή τα πόδια σου απλωμένα να τη δείχνουν πάνω σε μια καρέκλα ξαπλωμένος, δε σκέφτεσαι πολλά ή ό,τι κι αν σκέφτεσαι είναι σχετικό με το φεγγάρι και τις ακτές που αστράφτουν στων πολυκατοικιών τις οροφές.


Έχεις ταράτσες απέραντες και αναρίθμητες να μετρήσεις και πάνω τους ομπρέλες και άμμο απλωμένα έτοιμα να σε υποδεχτούν . Κάνεις ένα βήμα και ακούς το κύμα να σκάει πάνω τους, ένα βήμα ακόμα και σε βρέχει η οπτασία σου. 
Όχι, δεν είσαι τρελός να κάνεις τέτοιες σκέψεις ...η φράση εξάλλου ''την κάναμε ταράτσα'' τι δηλώνει; Ότι εκεί ψηλά έχεις το θάρρος και το δικαίωμα να σκεφτείς, να ονειρευτείς και να υποδεχτείς τις λέξεις που ναυαγούν στα χείλη σου και τα φώτα που ανάβουν σαν φανάρια να σε προστατεύουν από τη νύχτα που γυρίζει από λιμάνι σε λιμάνι. 


Τα λιμάνια λοιπόν ξεχύνονται και φυτρώνουν σαν νυχτερινά λόγια αγάπης στο αυτί σου που τα ακούς όταν ψάχνεις για στεριά, αλλά σε νοιάζει περισσότερο το ταξίδι.
Κι όπως μου είπε ένας αγαπημένος άνθρωπος μου πρόσφατα ''Τα φιλιά μου πηδάνε σαν τους γάτους από ταράτσα σε ταράτσα για να έρθουν στο μπαλκόνι σου. 
Και ίσως ένας να έδωσε ένα σάλτο πιο ψηλό απ'τα άλλα και να βγήκε στο φεγγάρι.
Και απομένει να γουργουρίζει ερωτευμένος και μόνος τον πόνο του στη νύχτα ''


Η ταράτσα μου όμως δεν έχει διάδρομο απογείωσης, μόνο προσγείωσης, πράγμα που σημαίνει όσα φιλιά καταφτάσουν μένουν και δεν πηδούν σε άλλη ταράτσα. 

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Αόριστες λέξεις : κάπου

Το κάπου όπως και το οπουδήποτε μας χαρακτηρίζει : είτε από έλλειψη αποφασιστικότητας, είτε από υπερβολική αισιοδοξία ή παραίτηση, πηγαίνουμε κάπου, με την ίδια ευκολία που θα πηγαίναμε οπουδήποτε. Η απουσία σαφήνειας στη λέξη όμως δε σημαίνει και απουσία σημασίας στο περιεχόμενο.

Κάπου εδώ, 
κάπου εκεί, 
κάπου στον κόσμο, κάπου στο πλήθος, 
κάπου στο ίσως, στο μετά , στο γιατί, στο μαζί, στο αλλιώς
κάπου με φίλους , κάπου με σκέψη, με λόγια , με σιωπές, με φόβους, με χαρές.
Πολλές φορές το κάπου, είναι αυτό που εμείς θέλουμε να γίνει
με τη χαρά που θέλουμε να το ντύσουμε και με αυτούς που θέλουμε να το μοιραστούμε. 

Τόσο απλά γίνεται το κάπου εκεί που θέλουμε να είμαστε
αρκεί να πείσουμε τον εαυτό μας  πως μπορεί  να το μετατρέψει.
Ξέρω πως το δικό μου ''κάπου'' συνήθως είναι γελαστό
γιατί το θέλω να είναι τέτοιο και γιατί έχω τους φίλους που με βοηθούν. Τους αγαπώ και τους το αφιερώνω. 
(Το κάπου μου είναι και όπου είναι κι αυτοί. Τόσο απλά.)

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Frida was her bone letter

''Ζωγραφίζω τη δική μου πραγματικότητα. Το μόνο πράγμα που ξέρω είναι πως ζωγραφίζω γιατί το έχω ανάγκη και ζωγραφίζω οτιδήποτε περνάει από το μυαλό μου, χωρίς δεύτερη σκέψη.


Ζωγραφίζω αυτοπροσωπογραφίες γιατί είμαι τόσο συχνά μόνη , επειδή είμαι το πρόσωπο που γνωρίζω καλύτερα.


Η ζωγραφική μου μεταφέρει μέσα της το μήνυμα του πόνου. Η ζωγραφική συμπληρώνει τη ζωή μου.''


Αυτά τα λόγια ανήκουν στην ίδια τη Φρίντα Κάλο , που 103 χρόνια πριν ήρθε στον κόσμο ( 7/7/1907)
για να του δώσει νέα σημασία με τη ζωή της και το έργο της. Αν το έργο της έχει αξία , τότε πού να μάθεις για τη ζωή της...κι αν η ζωή της είχε αξία , τότε πού να δεις το έργο της...από τις λίγες καλλιτέχνιδες που βίωσε τον πόνο και τον έκανε χρώμα πάνω σε καμβάδες. 


Θανάσιμα σχεδόν τραυματισμένη από τα 18 της χρόνια (ύστερα από ένα ατύχημα αστικού λεωφορείου όπου επέβαινε και που την γέμισε λάμες, νάρθηκες, κολάρα και πρόσθετα δεσίματα),έβαλε όλη της τη ζωή πάνω σε μια παλέτα και ζωγράφισε για τους πόνους της,αποτυχημένες εγκυμοσύνες, το σύντροφό της Ντιέγκο Ριβέρα,χωρισμούς και επανενώσεις , θανάτους και γεννήσεις, όλα έγιναν εικόνα μέχρι που στα 47 της η δική της ξεθώριασε και χάθηκε. Την αγαπώ για όλα τα παραπάνω και για ακόμα περισσότερα που δε θέλω να σπαταλήσω χρόνο να σας ζαλίζω.Ίσως άλλη φορά. 



http://vimeo.com/6817830
http://vimeo.com/6594128

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Η Μπλούζα

Και ξαφνικά μαζεύτηκαν τόσες πολλές υφασμάτινες οσμές
λες και θα μπορούσαν όλες να μιλήσουν για πρόσωπα που σε άφησαν 
με ένα κομμάτι πανί να τους θυμίζουν 
και μ'αυτό αγκαλιά να κοιμάσαι πρέπει.
Δε ζητάς να φορέσεις ούτε μια από αυτές τις μπλούζες
μοναχά να την αγγίξεις 
και μετά να τη χαρίσεις στο παρελθόν σου που κοντεύει να γίνει μέλλον σου. 

Βλέπεις γύρω σου τόσα ανθρώπινα παρόντα
λερωμένα και σε μπλούζες γαντζωμένα που φοβάσαι 
να υποστηρίξεις πώς η δική σου εξάρτηση είναι από δέρμα
και η οσμή που λαχταράς έχει φλέβες και μάτια.
ίσως κάποτε μπορέσεις την οσμή της να μυρίσεις.
μέχρι το τότε απλώνεις,
μανταλάκια ξύλινα 
σκοινιά συρμάτινα 
και χέρια που τρέμουν μη το σκίσουν κατά λάθος το παρόν σου 
έτσι δειλά που το στριμώχνουν δίπλα στων άλλων 
τα υγρά υφασμάτινα παράπονα... 

υπέροχη Ελένη Βιτάλη σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου 
και μουσική Νίκου Αντύπα
που δε στεγνώνουν εύκολα.

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Θερινά (Σ) ΠΑΝΙΑ

Κάποιες δικές σου απολαύσεις πολλές φορές τις ζεις
ακόμα κι όταν λες δεν έχουν κάτι νέο να σου προσφέρουν
είναι εκεί και σε περιμένουν
να σε διαψεύσουν 
και να σε καταπλήξουν
όπως τα θερινά τα σινεμά
τις αγκαλιές της νύχτας για το καλοκαίρι
με μυρωδιά από ζέστη,
από χαλίκι που πατάς η αίσθηση
κι από καρέκλες πλαστικές που πάνω τους κολλά το δέρμα
ή μια ζακέτα τυλιγμένη για τους ώμους
μήπως την κάνει τελικά την ψύχρα

και δεν υπάρχει χέρι ικανό να σε τυλίξει και να σε ζεστάνει,αλλά και φίλοι να γελάτε στο μαζί ,      μπύρα , ψημένο καλαμπόκι και τυρόπιτα.                                 Πάντα θα αγαπάς τα θερινά τα σινεμά                    δικά σου θα τα νιώθεις ,                                     από τα λίγα πράγματα που δε χάθηκαν ακόμα απλώς με το δικό τους τρόπο εξελίχθηκαν ,  στο αίμα σου σαν μνήμη και στην καρδιά μαζί με ταινίες ασπρόμαυρες κυρίως                                                                         που στο πανί παίρνουν φωτιά.

Hitchcock, Dassen και Kurosawa, Mizoguchi, Chaplin και Ceaton,Brothers Marx μαζί και ο Wells,  Bergman, Truffaut και τόσοι ακόμα, να σου προβάλλουν όσα δεν είδες όταν γεννήθηκαν αλλά στο χρόνο άντεξαν για εσένα . Και για εσένα.

του Jean Vigo αυτά τα παγωμένα τα καρέ
η τόσο όμορφη δική του ''Αταλάντη '' (L' Atalante , 1934)