Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Τα αόρατα σου κάγκελα

Σκύβω το κεφάλι μα τα μάτια μου αντιστέκονται
έχουν προτίμηση να βλέπουν προς τα πάνω 
και ποιος να τους χαλάσει το χατήρι έχει κουράγιο...
Μέρα βροχής που στάζει ο ουρανός, 
την προτιμώ έτσι τη φύση που με εκπλήσσει
και βγαίνω από το σύνηθες.
Όπου το σύνηθες το λες και άγευστο.
Περπατώ στους δρόμους της πόλης να βραχώ, 
αλλά αυτές της μέρας οι ψιχάλες ήταν μικρές
ή εγώ μεγάλος για να μη μείνω στεγνός. 
Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω κάγκελα 
σε μαγαζιά , βιτρίνες αμπαρωμένες και λουκέτα έτοιμα να πολεμήσουν
να προασπιστούν την περιουσία τους.
Με πιάνει μια μελαγχολία για τη ζωή που τόσο φοβάται δίχως λουκέτο να κυκλοφορήσει, 
για τις μεταλλικές αγκαλιές καταστημάτων που κρύβουν κάτω αυτό που σου πουλάνε, 
κάτω από το μέταλλο αυτό που λαχταράς. 
Σαν τις καρδιές που θες να αγαπήσεις, κάτω από το μέταλλο ο ζωντανός κόκκινος χυμός τους.
Για ποια κλειδαριά όμως πρώτος εσύ να ψάξεις όταν ο κόσμος όλος γέμισε λουκέτα και τα κλειδιά τα πέταξε;
Φόβος ατομικός, συλλογικός , μεταμοντέρνος. 
Αυτή η πόλη μοιάζει κήπος ζωολογικός με τόσα αμέτρητα κλουβιά ,
όμως τα ζώα ελεύθερα κυκλοφορούν και δε δαγκώνουν. 
Ξέχασαν να είναι ζώντα και άλλαξαν σε κάτι κρύο και κλειδαμπαρωμένο. 

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

PERSONA (1966)

Υπάρχει μέσα μου μια στιγμή που θεωρώ ιερή, επίσκεψη από πνεύματα που με ξεπερνούν και πού και πού την παρουσία τους γεύομαι. Αυτήν τους την παρουσία τη χρωστώ σε μια θέαση πολύ παραπάνω από ό,τι είχα συνηθίσει και αυτήν τη στιγμή την ονόμασα Persona (1966).
Κάμποσα καλοκαίρια πριν, 7 για την ακρίβεια, την είδα πρώτη φορά. Θερινό σινεμά στο κέντρο της Αθήνας, ταράτσα και αγιόκλημα. Ήταν η πρώτη ταινία που είδα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη (Ingmar Bergman) που στη συνέχεια έγινε ο αγαπημένος μου, όλων των στιγμών, κρίσεων, ενδοσκοπήσεων και αποφάσεων. Ακόμα όμως κι αν είχα υποψιαστεί πως δεν επρόκειτο να δω μια εύκολα προσβάσιμη ταινία, τίποτα δεν προμήνυε το σοκ που ακολούθησε.
Θυμάμαι στιγμή προς στιγμή τα χέρια μου να τρέμουν, το στόμα μου αχόρταγα να κολλάει πάνω στο ασπρόμαυρο φιλμ , που όμοια αποτυπωμένο ξανά δεν είδα. Η έκπληξη με ακολούθησε για ώρες. Οι ώρες έγιναν μέρες, μήνες, χρόνια μέχρι σήμερα ύστερα από διψήφιο αριθμό προβολών , να αναπολώ την πρώτη εκείνη φορά που την παρακολούθησα και να τη συγκαταλέγω στα πράγματα που θα ήθελα να ζήσω ξανά.
Ακριβώς τι είναι αυτό που με στοιχειώνει δεν κατάλαβα. Ίσως η  εναρκτήρια σκηνή με το νεαρό αγόρι που σαν από τον κόσμο των νεκρών ανασηκώνεται από το κρεβάτι και ακουμπά την οθόνη από όπου καταιγιστικά ξεπηδούν εικόνες . Ήταν μια περίοδος που αυτό το αγόρι ήμουν εγώ, με τα μυωπικά γυαλιά να ακουμπώ την οθόνη , προσπαθώντας να καταλάβω για ποια ζωή αξίζει να σηκωθώ στη γέννηση μου. Με έπεισα πως αυτά που με τα δάκτυλα ακουμπώ, είναι αυτά που στα όνειρά μου θα αποφεύγω ή θα κυνηγώ.


 


Έψαχνα τότε εναγώνια το πρόσωπό μου, ήμουν μορφή που περισσότερο σκιά την τύλιγε και απορία. Όλα ήταν παράλογα, άδικα, οργισμένα για να τα καταλάβω. Μιλούσα κι εγώ στον εαυτό μου όπως μια άλλη  νοσηλεύτρια Άlma (Bibi Andersson) στη νοσηλευόμενη Elisabeth (Liv Ullmann), δίχως να παίρνω απαντήσεις. Κατέγραφα μόνο εμπειρίες και όσα στην πορεία θα αποτελούσαν το δικό μου άγραφο σενάριο. Γυαλιά σκορπισμένα στο χώμα, εξομολογήσεις τολμηρές, αιφνίδια ξεσπάσματα γέλιου και κλάματος και φυσικά το ερωτικό πλησίασμα στη ψυχή. Όταν νοιώθεις ότι πια είσαι πολύ κοντά στο να γίνεις ένα μαζί της. Αυτή η σκηνή είναι θαρρώ το δικό μου νόημα στη ζωή. Αυτό το σφιχτό αγκάλιασμα των μορφών που χάνονται τα πρόσωπά τους και μοιάζουν όμοια να αποζητούν να κρυφτούν στη νύχτα τους.




Τότε λοιπόν ένιωσα πρώτη φορά πως έχω ψυχή που αξίζει να παραμονεύσω κι εγώ ένα βράδυ, να περπατήσω στις μύτες των ποδιών μου, να τη δω να κοιμάται , να την ακουμπήσω και να της χαιδέψω τα μαλλιά. Αυτή η εικόνα λέει τα πάντα. Και είναι ένα πάντα που κουβαλώ μέσα μου. 
Μέχρι τα τελευταία λεπτά της ταινίας που τα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστριών γίνονται ένα , έχω κι εγώ διαμορφώσει ένα ισχυρό θέλω, το πρώτο τότε στη ζωή μου, να μοιάσω περισσότερο σε αυτό που μου προκαλεί ρίγη, να βρω κι εγώ το άτομο μέσα μου, να γίνω και να φτάσω, να σμίξω και να ενωθώ με την Alma, να βρω αυτή την persona. Από τότε το προσπαθώ, αλλά είμαι ήδη σε ένα δρόμο που με κάνει να είμαι στιγμές στιγμές περήφανος. Αυτή η ταινία με κρατά ζωντανό. 

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Μακά(β)ρια Νεύρα

Ίσως οι μέρες που στραβά απ'την αρχή πηγαίνουν είναι λίγες
κι αυτά τα δάκτυλα μου να ντρέπονται να τις μετρήσουν,
είναι όμως σφόδρα αρνητικές όταν θα φτάσουν
λες και μου τα φέρνουν όλα αναδρομικά.
Δεν υπολείπομαι σε γκρίνια όταν το θέλω,
όπως  εξίσου τις χαρές μου δε τις πιάνεις,
κι είναι αυτή η αμορφωσιά του γύρω κόσμου
που επιδιώκει να με δει εξοργισμένο.
Χωρίς να θέλω να φανώ ποτέ πιο πάνω,
έχω το θάρρος να ζητώ το παραπάνω
που σαν ξεβόλεμα το βλέπουν και μισούν
να πουν ότι σε κάτι ξεχωρίζεις.
Αυτή η στάση με θυμώνει, να μην προτείνεις κάτι εκεί που κρίνεις
λες κι ο κόσμος όλος λαχταρά τη μίζερή σου στάση.
Ακόμα όμως τη χαρά δεν έμαθα να δίνω
πως τα παράτησα δεν έμαθε κανείς.
Χορός και πάλι έντυσε τα νεύρα και τα ξέσπασα
μακάβρια μεν αλλά γερά
τα βήματα στο χώμα.






Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Αυτή η μέρα σου ανήκει


Γεννήθηκες σκυφτή, ούτε και ξέρω το γιατί.
Υπήρξες όμως λυγερόκορμο κορίτσι κι έτσι σε είδα κάποτε, 
σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και με χαμόγελα πλατιά και έγχρωμα.
Μεγάλωσες σκυφτή, με όνειρα που δεν τα πάλεψες
με συνταγές που δε δοκίμασες να φτιάξεις.
Δεν είχες το θάρρος; 
Κι όμως στα μάτια μου είσαι η πιο απ'όλες θαρραλέα.
Όταν ζευγάρι έγινες, δε γλύτωσες το ζυγό, αλλά και τότε δε μου στέρησες το χάδι
και την αγκαλιά σου. 
Άν είχα δάκρυα θα ήταν για να πλύνω τις πληγές σου  
κι αν είχα γέλια θα τα άφηνα στο προσκεφάλι σου. 
Τώρα μαθαίνω εγώ την έγνοια σου να έχω, αλλά κι αυτό ακόμη είναι σημάδι της αγάπης σου. 
Κάτι έκανες σωστά με μένα. Αυτή η μέρα σου ανήκει. Σε ευχαριστώ.






(ακόμα και τα άνθη σου το χρωστώ πως έμαθα να μη τα μπερδεύω )




χώρια τα αγκάθια από το άνθος κι απ'τη ζωή μου μόνο το χρώμα τους θα βλέπω



Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Ο ακάλυπτος



Έχω ένα χώρο που μόνο ουρανός τον βλέπει και των ανθρώπων τα μάτια τον μοιράζονται χωρίς κανείς να τον κρατά δικό του .
Έχω ένα χώρο σε ενικό αριθμό σε τετραγωνικά πληθυντικού. Αν ήταν στο χέρι μου θα ήταν όλα ενικού, όλα για έναν.
Έχω ένα χώρο που δε μπορώ να κρυφτώ, δε θα με δει κανείς ποτέ εκεί να κλάψω ή να γελάσω, να φιληθώ ή να φιλήσω, αν και δε θα πολυσκεφτώ να βγω από τον ύπνο όπως σηκώνομαι και με το πρόσωπο μου σκυθρωπό.
Έχω ένα χώρο που έχουμε όλοι μέσα μας, προορισμένο να κρύβει τις σκούπες και τα φαράσια μας, τα παλιά τα παπούτσια και τα λουλούδια που ντρεπόμαστε να δούνε οι πολλοί μας καλεσμένοι, τα απεριποίητα. Όλοι γνωρίζουμε για την ύπαρξή του σε μια συνωμοσία που αφορά πολλούς.
Έχω έναν ακάλυπτο χώρο μέσα μου που δεν κατάλαβα πως πρέπει να φροντίσω  και έτσι του στέρησα όση προσοχή θα είχα να του δώσω. Στο τέλος με εκδικήθηκε και μου επέστρεψε τον χαρακτηρισμό του.
Έγινα εγώ ακάλυπτος. Άχρωμος, πότε πότε με λίγο αναρριχώμενο κισσό να αγκυλώνεται στους τοίχους ή τις κεραίες από την οροφή να σκύβουν να τινάξουν τη σκουριά τους πάνω μου. Και με πολλά παράθυρα να με κοιτούν, μάτια ανοικτά που ενώ θα έπρεπε να αερίζουν το εσωτερικό των σπιτιών, εμένα με γεμίζουν βάρος. Νοιώθω τόσες τις πνοές και μολυσμένες τις ανάσες των ανθρώπων που θα εκτιμούσα τα κλειστά τους τα παράθυρα. Να έχω λίγη απομόνωση έστω εκεί σε έναν ακάλυπτο γυμνός κι εκτεθειμένος.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Νυχτερινά ποτά ΙΙ

Αυτή του χάους η αρμονία είναι συνθήκη που βιώνουμε σαν θέση . Όλα στρεβλά, όλα σαν είδωλα από καθρέφτη παραμορφωμένα. Ποιος θα το σπάσει αυτό το γυαλί που μας χωρίζει από τη ζωή που ονειρευόμαστε να ζούμε ;
Κανείς και πουθενά δεν είχε αυτή τη θέληση. Κανείς και πουθενά δεν είπε μια στάλα αλήθειας να μας βγάλει από το σκοτάδι. Σ'αυτό μας το ποτό το νοθευμένο , που θέλουμε ζωή να το ονομάζουμε , ας πούμε μιαν ευχή να μη ξυπνήσουμε ποτέ ή να ξυπνήσουμε πιο γρήγορα και ύστερα ας το σπάσουμε, πετώντας το απάνω στη σκιά μας. Είτε επιλέξουμε να κοιμηθούμε κι άλλο, είτε τα μάτια μας να ανοίξουμε, αυτού του ποτού δεν αποφεύγουμε την πόση. Ας ευχηθούμε στην υγειά μας. 

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

επί σκεψη

Έρχεται και το παράθυρό σου το κτυπά. 


Δε θα μπορέσεις τώρα να τον αποφύγεις, έχει από ώρα το περίγραμμά σου δει, 
και τη σκιά σου ν' αχνοφαίνεται πίσω απ' το τζάμι. 
Σκέψου αν γίνεται ακίνητος να μείνεις, 
ογκώδης έγινες εσύ σαν αντικείμενο,
ακουμπισμένο έπιπλο
χωρίς καμία λογική σ'αυτή τη θέση.


Ή να υποδυθείς τον άγνωστο -κανείς δε σου επιβάλλει να είσαι ο εαυτός σου 
μέσα σ'αυτούς τους τέσσερις τους τοίχους.
Εσύ επιλέγεις να ανοίξεις και να δεχτείς το κύμα έτσι να εισχωρήσει.
Τώρα είναι αργά να βρεις δικαιολογίες,
κι αν ήσουν άρρωστος εξαρχής δε θα άνοιγες. 
Μείνε ακλόνητος και σκόνη φορτωμένος 
να μοιραστείς το μαρασμό ενός παλιού σου γνώριμου
που σε θυμήθηκε και θέλει να επιστρέψει.


Τούτος ο ξένος όμως θαρρείς 
ήταν καλύτερα που έλειπε, 
εσύ προχώρησες και τον αντικατέστησες.
Πώς να επιτρέψεις στον παλιό σου εαυτό
θέση να πάρει όπως τότε στη ζωή σου;


Κλείσε τα μάτια, 
προσευχήσου να προσέξει
πόσο απέχθεια έφερε ο ερχομός του
και ίσως τότε να τη δεις, 
στα μάτια η τρέλα
ένα κρυφό σου εγώ να σε καταδιώκει.   

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Πώς ( - + ) αλλιώς

Πότε δεν έμαθα κάτι για μένα χωρίς κόπο, όλα μου έφαγαν καιρό και την υπομονή μου την αμέλησαν, όσο εγώ τη γύρευα για σύμμαχο.
Έπρεπε από νωρίς με αυτή μου την ιδιοτροπία να συμβιβαστώ και να την έχω ως απάντηση στις ερωτήσεις των γνωστών μου και των φίλων. Γιατί είσαι έτσι; Γιατί δεν είσαι ένας άλλος, γιατί δεν είσαι αλλιώς; Κυρίως αυτό το ''αλλιώς'' και το ''πώς'' μαζί πορεύτηκαν και δρόμους άνοιξαν όσους και έκλεισαν.
Δεν μπόρεσα για πολλά πράγματα να είμαι σίγουρος, έτσι αυτό το '' σίγουρος για το τώρα'' εγκαταστάθηκε στη σκέψη μου και νόμιζα πώς ήταν αρκετό.
Δεν είναι όμως τίποτα αρκετό όσο οι άνθρωποι γυρεύουν το μετά και τις απαντήσεις από σένα, ειδάλλως γιατί να υπάρχεις στη ζωή τους; Ακούω τόσα γιατί , από έξω κι από μέσα μου που πολλές φορές μπερδεύομαι για την προέλευσή τους και δίνω απαντήσεις σε λάθος κατευθύνσεις - αλλά οι απαντήσεις βγαίνουν πάντα τόσο μετρημένες που δεν γίνονται ο κανόνας. 
Ο χορός των λέξεων γίνεται ιερός και οι προτάσεις ακολουθούν σαν το γεύμα μετά το χορό. Όταν είσαι λαχανιασμένος και όλα θολώνουν από την προσπάθεια. Τα δάκτυλα όμως τα ματωμένα είναι σημάδι ότι κάποιο χρώμα βγήκε από αυτή σου την προσπάθεια, είτε ένας φίλος, είτε ένας έρωτας, είτε ο εαυτός σου που μαζί σου στροβιλίστηκε. Στο πώς ( και το ) αλλιώς. 



Ά χρωμα

Δεν αρκεί ένα σου χρώμα για να θυμίσει άνοιξη,
όταν αυτό που βάφεις είναι το γκρίζο.
Είναι πολλών ακόμα παραγόντων η απαίτηση
κι απειροελάχιστη η δύναμη που δείχνεις .

Έχεις το άλλοθι ότι ποτέ δεν έμαθες να ξεχωρίζεις το λευκό από το ψέμα
και το δικό σου αίμα απ'την πορφύρα.
Πάντα με χρώματα όμως μιλάμε
για ζήλεια, πάθη και θυμούς , ντροπές και λάθη και κακίες
που θα έπρεπε κάτι να σου έχει μείνει.

Έχεις συνήθειες ακόμα τόσες κι όλες ξεβάφουν.
Λιώνουν στα χέρια σου και τρέχεις να με πιάσεις.
Μη μου λερώνεις όμως ένα δα κομμάτι από αυτό που εγώ ορίζω ως καμβά μου.


Νυχτερινά ποτά Ι



Άδειο το ποτήρι σου όσο και το δικό μου.
Μα το δικό μου μοιάζει τόσο καθαρό, σαν να μην ήταν ποτέ γεμάτο ή σαν να το'πια το κρασί μου με μία ρουφηξιά και στάλα περιεχόμενο δεν άφησα, ούτε καν τη μυρωδιά του. 'Οταν δε θέλεις να το δεις ποτέ γεμάτο, τότε φροντίζεις να μην ακουμπάει τραπέζι.
Γίνεται προέκταση κι αυτό του ενός χεριού σου και αναρωτιέσαι αν οι αρθρώσεις των δακτύλων σου είναι κι αυτές άμμος ψημένη, έτοιμο γυαλί να σπάσει.
Κι αν είσαι ένα από τα γέλια που απέφευγες, πώς μεταφράζεται αυτό σε δόσεις, σε γουλιές ή σε ποτήρια; Δύσκολο να κρατάς λογαριασμό με γυάλινα τα δάκτυλα.
Άκουω δειλά τους γύρω τους θαμώνες, μήπως σ'αυτούς ανακαλύψω μία γεύση που δεν πρόλαβα να παραγγείλω. Και την ακούω, όμως το ποτήρι έχει πάψει να γεμίζει, στέκεται δίπλα σου εξαρτημένο και αλκοολικό. Μην το γεμίσεις αφού μπορείς έτσι σιμά του τόσο πολύ να υπερέχεις.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

α-σφάλματα



χάζευα όμως τα γύρω αυτοκίνητα για να μαντέψω αν με κοιτούν να φεύγω ή εγώ αυτούς να έρχονται.
τα μάτια δε μου χρησίμευσαν και πολύ
μπορώ να τα κλείσω και να ελπίζω να μη με κτυπήσουν.
δε θα βρουν πρόσφορο έδαφος πιστεύω .
μονολογώ.
παίρνω τις στροφές και δε το νοιώθω το κάψιμο από την περιέργεια πια.
τα φώτα με ζαλίζουν ,
πεταλούδα βράδυ καλοκαιριού έτοιμη να λιώσει τα ρούχα της.
''δεν το αξίζεις'' σκέφτομαι
αλλά δεν το επιλέγει κάποιος αυτό.
μονάχα να είχα χώμα να πατώ στα πόδια μου, αυτό νομίζω θα τα γιάτρευε όλα.
(άλλη μια στροφή)

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Μια Δευτέρα όλο μπογιές

Κοιτάζοντας ψηλά ο ουρανός θυμώνει
για ένα θράσος που δεν έχω μα δεν το ξέρει
και για τα μάτια μου που χρωματίζω κίτρινα...

το κεφάλι ακολουθεί την κίνηση του λαιμού
και το μυαλό σιγοτραγουδά τη μελωδία της Δευτέρας...
όλοι βιάζονται να πάνε εκεί που κανείς δε τους θέλει
κι όλα τα πρόσωπα σκυφτά και έτοιμα να σκιστούν χαρτόνια.

τα παιδικά μου όμως βήματα πάνε ανάποδα
μπερδεύω ακόμα το δεξί με το αριστερό
σε μια χορογραφία που τη μαθαίνω μόνος
και παρατηρώ από τριγύρω πόσο θα μοιάζει άγαρμπο
ένα περπάτημα στους δρόμους από μένα.

ακόμα και αν συννεφιάσει θα το ζωγραφίσω το χρώμα
σε πρόσωπα , σε τόπους και σε τζάμια,
θα του γελάσω δύο φορές,
μία για να τρομάξει και μια από περιέργεια
να δει πώς μοιάζουν οι άνθρωποι όταν φωνάζουν στο χρώμα που τους λείπει.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Αδέσποτες μελωδίες



Είδες ξανά την ίδια μελωδία... και λέω είδες γιατί η υπόσταση που πήρε στο όνειρό σου ήταν τόσο ορατή, τόσο χειροπιαστή. Αυτή η μελωδία γιατί σε ακολουθεί και γιατί δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό σου; Σήμερα πίστεψες πως ήσουν ικανός σχεδόν να την ανασυνθέσεις με το ξύπνημά σου. Όμως δεν είσαι αρκετός για αυτό. Σου λείπει η συγκέντρωση για να το καταφέρεις.
Αυτό που διαφοροποιούσε όμως το αποψινό όνειρό από τα προηγούμενα, ήταν η ύπαρξη ενός άλλου προσώπου . Αυτός ο ζητιάνος που εμφανίστηκε μπροστά σου με μια βαλίτσα στο χέρι, άρπαξε τη μελωδία από τα χείλη σου και εσύ προσπαθούσες σε ολόκληρο όνειρο να τον προλάβεις, να τον παρακαλέσεις να σου την επιστρέψει. Ήταν τόσο συγκινητική η παρουσία του, που δεν μπορούσες να του κάνεις κακό. Ρακένδυτος, με μια έκφραση πόνου στα σκοτεινά του μάτια και ένα σουλούπι ατροφικό, λες και είναι αδύνατον να στέκεται στα δύο του πόδια ακόμη. Αυτός ο ταξιδιώτης , έκρυβε κάτι παραπάνω, σήμαινε κάτι παραπάνω.
Ίσως περνάει από όνειρο σε όνειρο και στη μικρή του βαλίτσα συλλέγει τις μελωδίες που ξεφεύγουν από την αντίληψή μας και τις αγκαλιάζει. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσεις τους ένοικους από τη διπλανή πολυκατοικία ή τους κάτω ορόφους αν παρατήρησαν να τους λείπει κάτι , ίσως πάλι όχι, να μην πρέπει να τους ανησυχήσεις. Εκείνος φαίνεται τις χρειάζεται περισσότερο και είναι σίγουρο θα τις προσέξει παραπάνω.
Τώρα που το σκέφτεσαι, δε θα έβρισκες χρόνο να την τραγουδήσεις, θα έπρεπε να προλάβεις να δουλέψεις, να δεις οικογένεια και φίλους, να μελετήσεις, να διαβάσεις, να γράψεις...Ναι, ας μη σου επιστρέψει τη δική σου μελωδία, δεν το θες πια. Όπως όμως θα περάσει και πάλι από τη γειτονιά σου, ας τη φέρει μαζί του ζεστή , αστόλιστη και καθαρή ένα βράδυ, να τη σιγομουρμουρήσεις.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Ανυπάκουοι χρόνοι V

... έρχονται πρόσωπα, σε γυρεύουν εκεί που σε άφησαν,
δεν το σκέφτονται καν το ενδεχόμενο να έχεις περπατήσει
τέσσερα, πέντε, δύο βήματα έστω.
φωνάζουν το όνομα που είχες κάποτε, μα εσύ δε γυρίζεις το κεφάλι να τους δεις,
δεν το αναγνωρίζεις πια.
Σ'αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνεις το φως της μέρας
με την ελπίδα να είναι αυτό που θα τους ανοίξει τα μάτια.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Νυχτερινά κεριά Ι


Καπνοί παντού και η φωτιά πουθενά...
αν είχαμε έστω ένα σημάδι ότι καιγόμαστε,
θα ήταν πιο εύκολο να μάθουμε το πότε
θα σβήσουν οι ελπίδες να σωθούμε.
Είναι καπνοί αυτοί που βγαίνουν από μέσα.
Όχι ότι αυτό θα άλλαζε σε κάτι την πορεία που δεν έχει επιστροφή, ούτε στο ελάχιστο δε μοιάζει το γιατί σου με το έτσι που σου απαντώ.
Κι αυτή η φωτιά συνήθισε να με ζεσταίνει,
αυτά τα βράδια του ανάμεσα σε αυτό που είμαστε
και σε αυτό που το αύριο θα μας μεταμορφώσει .
Λες και ο ήλιος που φυλάκισα στο σώμα μου, βρίσκει το χρόνο να εξατμιστεί όταν νυχτώνει και η σκέψη με καταδιώκει σε ένα μπαλκόνι.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Το άρωμα δεν ήρθε

Συναντηθήκαμε σε έναν κόσμο που θεωρούσα αποκλειστικά δικό μου .
Ξανά μετά από καιρό, όταν το Φως έλουζε το απίθανο και αυτό μας κύκλωσε.
Όμως κάτι από σένα δεν ήμουν σε θέση να επαναφέρω...
Το όνομα ενός ανθρώπου μου θυμίζει πολλά από εκείνον,
το βλέμμα του μου επιτρέπει να γλιστρήσω μέσα στις αμέτρητες αναμνήσεις από χρόνο που φαγώθηκε από κοινού.
Πρώτα όμως υπολογίζω και πιστεύω στη δύναμη της μνήμης και στις οσμές που εγκλώβισε στα πιο κρυφά της δωμάτια.
Η οσμή ήταν και είναι της λογικής και του άλογου μηχανισμού μου ο κινητήρας.
Σαν σκυλί ψάχνω τις σκιές της σε όσους νόμιζα πως μου επέτρεψαν να τη μυρίσω και να την καταπιώ. Καθώς εντός μου την έβρισκα να τριγυρνά, ήξερα πώς από αυτούς δε θα ξεφύγω εύκολα. Κατείχαν ένα μέρος μου και αυτό το μέρος μου δεσμεύτηκε για πάντα. (...για πάντα;)
Τώρα αυτή η οσμή σου έγινε δυσάρεστη αίσθηση και δεν την ανακαλώ.
Ίσως τα δικά μου αισθητήρια όργανα έχασαν κάτι από τη διάθεση να πλησιάσουν .
Ίσως ξέχασα τι σημαίνει ρούχο ποτισμένο με άνθρωπο.
Αυτές οι σκέψεις με κάνουν να θέλω να γελάσω... με εκείνο το σίγουρο κομμάτι του εαυτού μου που δεν πίστεψε στο φυσικό ξεθώριασμα των αρωμάτων. Αν αυτό είναι δυνατό , εγώ μπορώ να είμαι στο πιο δυνατό. Και να γελάσω .
(...αλλά η μύτη να γυρεύει ακόμα να την ξεγελάσεις)

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Μάτια ανοιχτά


Με τόσες ώρες στην οθόνη
ξεχασμένος,
περιμένοντας,
απορώ που είδα τόσο φως απ'τις κουρτίνες
να με φωνάζει να του δώσω σημασία,
να μ' αγκαλιάσει και να με πλύνει
από τη σκόνη του σπιτιού και των γραμμάτων.
Αν ήμουν δέντρο,
θα είχα δίχως άνοιξη καρπούς σκορπίσει,
γεμάτο ακαλλιέργητους αγρούς
πιστεύω το μυαλό μου,
κι όμως δε βρίσκω το χρόνο
και τη θέληση να πιάσω τα εργαλεία.
τα δάκτυλα είναι μουδιασμένα από τα πλήκτρα,
τα μάτια κόκκινα σαν δύο σπίρτα,
ανάβουν γρήγορα και έτσι σβήνουν.
Αρκεί όμως δύο βήματα
στην πόλη που αγαπώ και που με χτίζει
να θυμηθώ και να προσέξω
μία γιορτή από φρούτα κρεμασμένα
ένα κοπάδι αυτοκίνητα να τρέχουν
μία πλημμύρα θάλασσα να βρέξω τις στιγμές μου
και να επιστρέψω πιο ελαφρύς για να σου γράψω.




Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Συμβιβασμός

-Πόσα;
-Όσα περισσότερα.
-Γιατί;
-Δεν υπάρχει λόγος. Μου χρωστάς.
-Ναι, αλλά δεν έχω τον τρόπο να σε ξεπληρώσω.
-Είναι αργά τώρα να το σκεφτείς αυτό.
-Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα ήταν αρκετό να ικανοποιήσει τη δίψα σου να πάρεις πίσω όσα έδωσες. Κομμάτι κομμάτι μαζεύεις και αποθηκεύεις.
-Δε θα σου δώσω λογαριασμό. Όσα περισσότερα συλλέξω, θα είναι πιο εύκολο να μη χρωστάω την επόμενη φορά εγώ.
-Είναι πολλά αυτά που από σένα περιμένω; Να καταλάβεις; Δεν έχω χρήματα να σου επιστρέψω, ούτε πολλές υπομονές με συντροφεύουν.
-Δεν ήμουν καλός ποτέ με τις συμβουλές , πάντοτε έκανα το λάθος να υπάρχω περισσός ή πλεονάζων. Βρες μόνος την άκρη. Δώσε μου τότε τα όνειρά σου, ίσως έτσι διαγραφεί το χρέος.


Ανυπάκουοι χρόνοι IV















Αδημονώντας τα αυτιά μου να ματώσουν,
να προσπαθήσουν να συλλάβουν το ακαταλόγιστο,
τον ψίθυρο και την κραυγή
βρέθηκα εκεί που οι φωνές αναμειγνύονται ,
η προσπάθεια σου πρέπει να γίνει μεγαλύτερη από του διπλανού σου
και η ψυχή σου αδηφάγα να συλλέξει τα σπαράγματα μελωδιών που της χρειάζονται.
Υπάρχουν λόγοι αρκετοί να σου χαρίσουν αυτό το χαμόγελο λίγο προτού ονειροπολήσεις ξανά και αυτούς μπορείς τουλάχιστον να τους τραγουδήσεις.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Θα'θελα να λέω την αλήθεια





















''Θα'θελα να λέω την αλήθεια...''
όχι όσο νομίζει η ψυχή μου πως αντέχει
ούτε με τρόπους που γνωρίζω πως δεν έχει
αλλά με σιγουριά μέσα στα στήθια.

Θα'θελα να λέω μόνο το ψέμα
βαρύ για κείνους που δεν έμαθαν να ακούνε
αισχρό για όσους δε νοστάλγησαν να δούνε
αν είναι κόκκινο στις φλέβες τους το αίμα.

Θα'θελα να ορίζω τις πληγές μου
να ανοίγουν μόνο όταν θελήσω να τις γλύψω
να κλείνουν μόνο όταν θελήσω να σου λείψω
να πολεμάς με τις σκιές μου.

Θα'θελα να ζω με καθαρότητα
να μη φοβάμαι στους αγύρτες να σηκώνω το κεφάλι
να μετριάζω του μυαλού μου τη σπατάλη
μέσα στην άβουλη αυτή επικαιρότητα.

Θα'θελα τα θέλω μου να έχουν αρχή και τέλος


πράξεις να κάνω όσα ειπώθηκαν σαν σχέδια

τα όνειρα μου να έχουν λίγο από προπαίδεια

απέξω κι ανακατωτά ,

δίχως αναίδεια,

να τους περνάω τον καρπό μου

και να'ναι αυτό το τυχερό και νικητήριο βέλος.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Ανάπηρες συμμετρίες

...ένα παιδί ήμουν όσο τολμώ να θυμηθώ
με συμμετρίες ανάπηρες
και αποτελέσματα αμφίβολα...
σαν έργο μισοτελειωμένο ή σαν μια πίστη που δεν οδηγεί στο θαύμα.
Τούτο το κλάμα όμως πλένει τα σκοτάδια
και αναπνέουν πάλι νέες προσδοκίες.
Υπάρχω ; Περπατώ ;
Σε τόση ακινησία τι οδήγησε τις πράξεις ;
Είναι καλύτερη η σκιά
ή στην αλήθεια πρέπει να παραδοθείς ;
Αυτάρεσκα μηνύματα κι όμως δε φτάνουν ως τα αυτιά μου,
είναι μεγάλη απόσταση από τη σκέψη ως τα πλήκτρα.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Μούδιασμα















Πράσινο χρώμα στους ανθρώπους
και των ματιών σου τα δέντρα άκαυτα
στο πιο ζεστό μου καλοκαίρι.
Ένα απ'αυτά να πιάσει μια σπίθα,
θα γίνουν τα λόγια σου βεντάλιες να τη σβήσουν
κάνοντας άνθρωπο ξανά ερωτευμένο και άτολμο μπροστά σου.